Εκτός από τη ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα, η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη και με τη ρύπανση του εδάφους, όπως παραδέχθηκε η κυβέρνηση δημοσιοποιώντας τα αποτελέσματα επίσημης έκθεσης, η οποία επιβεβαιώνει ότι το πρόβλημα επηρεάζει περίπου το 16,1% της επικράτειάς της.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έκθεσης, που φέρει τη σφραγίδα του υπουργείου Προστασίας του Περιβάλλοντος και του υπουργείου Γης και Φυσικών Πόρων, η ρύπανση πλήττει το 19,4% – δηλαδή σχεδόν το ένα πέμπτο – των καλλιεργήσιμων εκτάσεών της. Σε ποσοστό 82,8% οφείλεται σε ανόργανα υλικά, ενώ οι κύριοι ρύποι είναι κάδμιο, νικέλιο και αρσενικό.
«Η βασική πηγή ρύπανσης είναι οι ανθρώπινες βιομηχανικές και γεωργικές δραστηριότητες», αναγνωρίζουν οι συντάκτες της έκθεσης. Βιομηχανικά απόβλητα ρυπαίνουν τις εκτάσεις γύρω από εργοστάσια και ορυχεία, ενώ στις καλλιέργειες συχνά χρησιμοποιούνται βρώμικο νερό και ακατάλληλα λιπάσματα και παρασιτοκτόνα, τα οποία είναι πιθανό να περνούν και στο πόσιμο νερό.
Τα ευρήματα προκύπτουν από έρευνα που διενεργήθηκε μεταξύ Απριλίου 2005 και Δεκεμβρίου 2013 σε μια έκταση 630 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οι ερευνητές διαπίστωσαν μεγάλη αύξηση των ρύπων σε σχέση με τα αποτελέσματα της προηγούμενης έρευνας, η οποία κάλυπτε την περίοδο 1986-1990. Ενδεικτικά, η ρύπανση από κάδμιο αυξήθηκε από 10 έως και 50%, με τη νότια Κίνα να πλήττεται σε μεγαλύτερο βαθμό.
Όπως υποστηρίζει το Associated Press, η έκθεση είχε αρχικά θεωρηθεί «τόσο ευαίσθητη, που είχε χαρακτηριστεί κρατικό μυστικό». Ωστόσο τους τελευταίους μήνες όλο και περισσότεροι αξιωματούχοι αρχίζουν να μιλούν ευθέως για το πρόβλημα της ρύπανσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πρόσφατη δήλωση υφυπουργού ότι σε μια έκταση 32.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων – λίγο μικρότερη από τη Μακεδονία – θα πρέπει να απαγορευτούν οι γεωργικές δραστηριότητες.
Τα δύο υπουργεία παραδέχθηκαν χωρίς περιστροφές ότι «η συνολική κατάσταση του κινεζικού εδάφους δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας». Ανακοίνωσαν ότι επεξεργάζονται πακέτο μέτρων για την άμβλυνση του προβλήματος, ενώ δεσμεύτηκαν να επιταχύνουν την υιοθέτηση σχετικής νομοθεσίας.