Τα οφέλη για τους συνταξιούχους και την ελληνική οικονομία από το νέο σύστημα επικουρικής σύνταξης, η οποία πλέον διαφοροποιείται με κεφαλαιοποιητικά στοιχεία και θωρακίζεται έναντι του δημοσιονομικού και του δημογραφικού κινδύνου αναλύει ο υφυπουργός Εργασίας, αρμόδιος για θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης, Νότης Μηταράκης.
Σύμφωνα με τον κ. Μηταράκη, τις επόμενες ημέρες η ομάδα εργασίας του υπουργείου θα καταθέσει το τελικό πόρισμα με τις οριστικές προβλέψεις για το νέο μοντέλο επικουρικής σύνταξης.
«Διατηρώντας την κύρια σύνταξη δημόσια, υποχρεωτική, διανεμητική και αναδιανεμητική, με βασικό πάροχο τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) στον πρώτο πυλώνα, διαφοροποιούμε το κομμάτι της επικουρικής ασφάλισης, εισάγοντας στοιχεία κεφαλαιοποιητικά» διευκρινίζει ο κ. Μηταράκης.
Και συμπληρώνει: «Με την αλλαγή αυτή στο δεύτερο πυλώνα ασφάλισης, που αφορά στην επικουρική, επιτυγχάνεται διασπορά του κινδύνου, καθώς, μέχρι σήμερα και η κύρια και η επικουρική σύνταξη δεν διέφεραν διαρθρωτικά και είχαν αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Πλέον, η επικουρική διαφοροποιείται και θωρακίζεται από τους δύο βασικούς παράγοντες που, μέχρι τώρα, την καθιστούσαν επισφαλή – το δημοσιονομικό και το δημογραφικό κίνδυνο.
Αναλύοντας το νέο μοντέλο επικουρικής σύνταξης, ο υφυπουργός Εργασίας μιλώντας στο ΑΜΠΕ επισημαίνει ότι ο κάθε ασφαλισμένος θα έχει πλέον τη δυνατότητα της αποταμίευσης μέρους των εισφορών του σε ατομικό λογαριασμό του, ο οποίος με τα χρόνια προσαυξάνεται, αναλογικά με την επενδυτική στρατηγική την οποία ο ίδιος ο ασφαλισμένος έχει επιλέξει.
Όπως τονίζει, ο ρόλος του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ) αναβαθμίζεται, καθώς θα είναι ο βασικός διαχειριστής του συστήματος και ο κύριος πάροχος της νέας επικουρικής. «Έτσι, ο κάθε ασφαλισμένος, εφόσον δεν αιτηθεί το αντίθετο, θα διατηρεί τις εισφορές του σε ατομικό του λογαριασμό στο ΕΤΕΑΕΠ. Ωστόσο, εάν ο ίδιος το επιθυμεί, μπορεί να αιτηθεί, προκειμένου να επιλέξει εναλλακτικό επενδυτικό πάροχο, πιστοποιημένο και εγκεκριμένο από τις ελεγκτικές αρχές, μεταξύ ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών και επαγγελματικών ταμείων. Σε κάθε περίπτωση, προβλέπεται η επίβλεψη της όλης διαδικασίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» συμπληρώνει ο κ. Μηταράκης.
Επιπλέον, όπως σημειώνει, ο κάθε ασφαλισμένος θα έχει κάποιες ακόμη δυνατότητες, οι οποίες θα αφορούν στην επιλογή ηλικίας συνταξιοδότησης (η οποία δεν θα απέχει πολύ από αυτή της κύριας σύνταξης), στην επιλογή μείγματος εφάπαξ και μηνιαίων απολαβών, καθώς και στην επενδυτική στρατηγική υψηλότερου ή χαμηλότερου ρίσκου, βάσει των ατομικών του αναγκών. Επίσης, ο ασφαλισμένος του νέου ΕΤΕΑΕΠ θα έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει έως το 25% του ποσού που θα περιέχει ο ατομικός του λογαριασμός ως εφάπαξ παροχή και το υπόλοιπο ως σύνταξη.
Ο υφυπουργός Εργασίας αποσαφηνίζει ότι το παρόν σύστημα επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ θα παραμείνει ανοικτό σε νέους ασφαλισμένους έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, με όσους είναι ήδη στην αγορά εργασίας, καθώς όλοι οι νέοι εργαζόμενοι, από την 1η Ιανουαρίου 2021, θα εντάσσονται απευθείας και υποχρεωτικά στο νέο επικουρικό σύστημα ασφάλισης.
«Με τους σημερινούς ασφαλισμένους να παραμένουν στο ισχύον σύστημα και να καταβάλουν τις εισφορές, το έλλειμμα του νέου συστήματος αναμένεται να είναι πλήρως διαχειρίσιμο» υποστηρίζει ο κ. Μηταράκης, εκτιμώντας ότι, βάσει των μέχρι τώρα υπολογισμών, το σωρευτικό κόστος της σαρανταετούς πλήρους μετάβασης στο νέο επικουρικό σύστημα δεν θα ξεπερνά το 0,5% του σωρευτικού ΑΕΠ, επομένως θα είναι οικονομικά βιώσιμο.
Σύμφωνα με τον κ. Μηταράκη, το ύψος της νέας επικουρικής σύνταξης δεν θα καθορίζεται πλέον μόνο από τα έτη ασφάλισης και τις αποδοχές, αλλά και από την απόδοση του χαρτοφυλακίου. «Έτσι, βάσει των μέχρι τώρα εκτιμήσεων, η νέα επικουρική σύνταξη αναμένεται, λόγω των αποδόσεων, να είναι μεσοσταθμικά αυξημένη κατά 35% σε σχέση με τη σημερινή σύνταξη» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο κ. Μηταράκης προσθέτει παράλληλα ότι πολύ σημαντικά θα είναι και τα οφέλη για την ελληνική οικονομία, καθώς τα κεφάλαια τα οποία θα δημιουργηθούν στο ασφαλιστικό σύστημα, θα επενδύονται στην οικονομία με τη μορφή επενδύσεων, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο πολλαπλασιαστικά οφέλη, ενώ μεγάλο μέρος των κεφαλαίων αυτών θα τα διαχειρίζονται Έλληνες επενδυτές.
«Το ασφαλιστικό με αυτόν τον τρόπο σταδιακά καθίσταται ενισχυτικός παράγοντας προς την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και, ενώ, μέχρι σήμερα, καταλαμβάνει το 1% του ΑΕΠ, με την πλήρη μετάβαση στο νέο σύστημα, τα κεφάλαια αναμένεται να ξεπεράσουν τα 50 δισ. ευρώ. Μέσα από τη δόμηση της νέας αυτής αρχιτεκτονικής του επικουρικού ασφαλιστικού συστήματος, θα υιοθετήσει η χώρα μας τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, που εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής και εκσυγχρονίζεται» τονίζει ο υφυπουργός Εργασίας.
Παράλληλα, διαπιστώνει ότι η μεγάλη δημοσιονομική κρίση, που βίωσε τα τελευταία χρόνια η χώρα μας, αποτέλεσε ταυτοχρόνως και μία μεγάλη ευκαιρία, προκειμένου να κατανοήσουμε πως χρειάζονται βαθιές τομές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις προς τον συνολικό εκσυγχρονισμό του κράτους. Όπως υπογραμμίζει, οι σύγχρονες προκλήσεις δεν αφήνουν χώρο και χρόνο για ιδεοληψίες, αλλά επιτάσσουν ρεαλισμό και συγκεκριμένο σχέδιο.
«Στο πλαίσιο αυτό, το ασφαλιστικό σύστημα κρίθηκε ευάλωτο, καθώς ο αναδιανεμητικός του χαρακτήρας και η αποκλειστική εξάρτησή του από τα δημόσια ταμεία οδήγησαν, όπως είδαμε, τόσους συνταξιούχους να βιώνουν περικοπές και να προσπαθούν να ζήσουν με ποσά τα οποία κάθε άλλο παρά διασφαλίζουν έναν αξιοπρεπή συνταξιοδοτικό βίο. Όλα αυτά καθιστούν σαφές πως το μέχρι τώρα ασφαλιστικό σύστημα δεν αποτελούσε μία ικανοποιητική διασφάλιση για την πλειονότητα των συνταξιούχων και των νυν εργαζομένων. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ήδη προεκλογικά είχε δεσμευτεί για την αλλαγή αυτής της κατάστασης, με την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος και τη μετάβαση στο ασφαλιστικό σύστημα των τριών πυλώνων» σχολιάζει ο κ. Μηταράκης.