Skip to main content

Καθοριστικό τρίμηνο για τις τράπεζες

Από την έντυπη έκδοση 

Tης Νένας Μαλλιάρα
[email protected] 

Τις παραδοχές για τα stress tests ανακοινώνει σήμερα το απόγευμα η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ), με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στις εκτιμήσεις για την πορεία των τιμών των ακινήτων και συνακόλουθα την αποτίμηση των ενεχύρων των τραπεζών. 

Οι ανακοινώσεις για το βασικό και το δυσμενές σενάριο στο τεστ αντοχής των ελληνικών τραπεζών θα εισαγάγουν τις τελευταίες σε ένα «καυτό» τρίμηνο ελέγχων, που θα καταλήξουν στο πόρισμα για το εάν οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται νέα, πρόσθετα κεφάλαια. Αν και νωρίς ακόμη, οι εκτιμήσεις τραπεζιτών και αγοράς αναφέρουν ότι οι νέες κεφαλαιακές ανάγκες που θα αναδείξουν τα stress tests θα κινηθούν γύρω στα 3,5 δισ. ευρώ, ποσό που είναι διαχειρίσιμο. 

Το τεστ αντοχής θα ξεκινήσει τον Φεβρουάριο και θα έχει καταληκτική ημερομηνία το τέλος Απριλίου, ώστε νωρίς μέσα στον Μάιο να έχει βγει το πόρισμα για την κεφαλαιακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών. Ο Φεβρουάριος θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμος, καθώς στα μέσα του μήνα οι τράπεζες πρέπει να είναι πλήρως έτοιμες με τον «λογαριασμό» του IFRS 9. Πρόκειται για το νέο λογιστικό πρότυπο που ισχύει από 1η/1/2018 και απαιτεί από τις τράπεζες να προχωρούν στον σχηματισμό προβλέψεων στη βάση των πιθανών μελλοντικών ζημιών και όχι των ζημιών που θα πραγματοποιηθούν. 

Η παροχή των σχετικών στοιχείων από τις τράπεζες είναι κομβική για τη διαδικασία της αξιολόγησης κατά τα stress tests, καθώς ο SSM απαιτεί από τις τράπεζες να είναι σε θέση να παράσχουν αξιόπιστα στοιχεία για τις επιπτώσεις του IFRS 9 στα μέσα Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ζητούμενο του SSM είναι η αξιοπιστία των στοιχείων αυτών να βασίζεται όχι απλά σε εκτίμηση των τραπεζών για το κόστος του IFRS 9, αλλά σε τεκμηριωμένη από εξωτερικούς ελεγκτές σχετική αναφορά.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι πρόσθετες προβλέψεις που καλούνται να σχηματίσουν οι τράπεζες εν όψει της εφαρμογής του IFRS 9 υπολογίζονται στα 6 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το ανώτερο επίπεδο του αρχικού εύρους των 4 – 6 δισ. ευρώ που υπολόγιζαν οι τράπεζες ως κόστος από την εφαρμογή του IFRS 9. 

Στα «εύκολα», πάντως, για τα επερχόμενα stress tests στις ελληνικές τράπεζες συγκαταλέγονται η μεθοδολογία που θα υιοθετηθεί και η παραμονή του δείκτη των κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (CET 1) στο 5,50% στο δυσμενές σενάριο. Ο SSM επιβεβαίωσε ότι η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί για τις ελληνικές τράπεζες θα είναι η ενιαία μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής που θα ισχύσει πανευρωπαϊκά (στατικός ισολογισμός 2017) και ότι δεν θα υπάρξουν εξαιρέσεις για την Ελλάδα, όπως ανησυχούσαν οι τράπεζες. 

Επιπλέον, ο SSM δεν πρόκειται να ανεβάσει -όπως επίσης ανησυχούσαν οι τράπεζες- το ελάχιστο όριο του 5,50% για τον δείκτη των κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (CET 1). Πράγμα που σημαίνει ότι το «δίχτυ ασφαλείας» για την κεφαλαιακή πτώση των τραπεζών κατά την αξιολόγηση των stress tests παραμένει αρκετά ελαστικό ώστε να τους επιτρέπει να αντέξουν ακόμη και μεγαλύτερες κεφαλαιακές απώλειες. 

Σημειώνεται ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας (CET 1 στην περιοχή του 17%), κάτι που δίνει άνετο περιθώριο απορρόφησης ζημιών και από πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων.     

Standard & Poor’s: Μακρύς ο δρόμος για την ανάκαμψη
Αρκετά μακριά από την ουσιαστική πραγματική ανάκαμψη βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες, εκτιμά ο οίκος Standard & Poor’s σε έκθεσή με τίτλο «Greek Banks Inch Toward Recovery But Still Have Far To Go». Σύμφωνα με τη Regina Argenio, αναλύτρια του οίκου, ο στόχος για μείωση των NPEs κατά 37% μέχρι το τέλος του 2019 θεωρείται ιδιαίτερα φιλόδοξος, καθώς για να επιτευχθεί χρειάζεται η ελληνική οικονομία να ακολουθήσει μια πολύ καλή πορεία. 

Στην έκθεση επίσης τονίζεται ότι είναι απόλυτα απαραίτητη η αναδιάρθρωση των μη βιώσιμων επιχειρήσεων.

Στο 12μηνο που ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο 2017, τα NPEs μειώθηκαν περίπου 7,8 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 18% του στόχου που είχε τεθεί. 

Η S&P εκτιμά ότι το 70% της μείωσης των NPEs μπορεί να προέλθει από απομείωση δανείων, καθώς αυτός είναι ο εύκολος τρόπος να λυθεί το θέμα. Τα δύσκολα, όμως, βρίσκονται μπροστά.

Και αυτό γιατί η αξία των εγγυήσεων έχει υποχωρήσει σημαντικά, καθώς, για παράδειγμα, οι τιμές στο real estate έχουν αποδυναμωθεί κατά 43% από την έναρξη της κρίσης. 

Αν και το εμπορικό real estate εμφανίζει ενδείξεις ανάκαμψης, οι τιμές κατοικιών παραμένουν εξαιρετικά πιεσμένες και δεν εκτιμάται ότι θα ανακάμψουν εντός του επόμενου διαστήματος ή έστω μέχρι να επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη.
Κατά την αναλύτρια του οίκου, οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να εμφανίζουν πιστωτικές ζημίες για τα επόμενα δύο ή τρία έτη. 

Οι απώλειες αυτές θα αφορούν το 10,3% των χορηγηθέντων δανείων, με δεδομένο ότι συνδέονται άμεσα και με τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (NPEs) των ελληνικών τραπεζών. 

Επίσης αναφέρει ότι το 51,6% των «ανοιγμάτων» των ελληνικών τραπεζών ήταν μη εξυπηρετούμενα τον Σεπτέμβριο του 2017 και θεωρεί ότι θα συνεχίσουν να αγωνίζονται ώστε να τα μειώσουν, κάτι το οποίο θα είναι δύσκολο με δεδομένο ότι δεν τις υποβοηθούν και οι τρέχουσες συνθήκες. 

Σύμφωνα με τον S&P προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών θα πρέπει να επιτευχθεί επιστροφή των καταθέσεων. Μεγάλο μέρος των καταθέσεων που έχουν αποσυρθεί έχουν «χρησιμοποιηθεί» λόγω της κρίσης προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των νοικοκυριών.

Παράλληλα οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει, εκ νέου, να αποκτήσουν πρόσβαση στις μη εξασφαλισμένες (unsecured) μακροχρόνιου ορίζοντα πιστωτικές αγορές. 

Οι δε πρόσφατες προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών να εκδώσουν καλυμμένα ομόλογα κρίνονται ως θετικές, προκειμένου να ανακτήσουν πρόσβαση σε μία πιο σταθερή χρηματοδότηση. 

Όμως το ύψος των καλυμμένων ομολόγων είναι περιορισμένο (μόλις 2,25 δισ. ευρώ) και αποτελούν μία αρκετά υψηλού κόστους εναλλακτική λύση.

Η S&P εκτιμά πως οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να συσσωρεύουν σημαντικές πιστωτικές ζημίες από τα δάνεια που έχουν δώσει, με αποτέλεσμα να αυξάνονται και οι επισφάλειες που εγγράφουν στους ισολογισμούς τους για την κάλυψη των NPEs. 

Γενικότερα το 2018 θα είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό έτος για την Ελλάδα και τον τραπεζικό της τομέα, υποστηρίζει ο οίκος αξιολόγησης κυρίως λόγω της εξόδου της Ελλάδας από το πρόγραμμα στήριξης τον Αύγουστο του 2018. 

Μία επιτυχημένη ολοκλήρωση του προγράμματος θα αποτελέσει το ορόσημο για την επιστροφή της εμπιστοσύνης, αν και η περίοδος μετά το πέρας του μνημονίου θα συνεχίσει να είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Εκτιμάται ότι η οικονομία θα κινηθεί με ρυθμό ανάπτυξης 1,3% το 2017 και κατά μέσο όρο 2,4% στο διάστημα 2018-2021.