Skip to main content

Κυβέρνηση: Αναμένει ένεση ρευστότητας 10 δισ.

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου 
[email protected] 

Σε ένεση ρευστότητας της τάξεως των 10 δισ. ευρώ (τουλάχιστον) προσβλέπει η ελληνική κυβέρνηση μετά την αναβάθμιση της οικονομίας από τον οίκο Standard and Poor’s, αλλά και το διαφαινόμενο κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης στη σημερινή συνεδρίαση του Eurogroup.

H συμφωνία των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης θα οδηγήσει στην αποδέσμευση ποσού της τάξεως των 6,7 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης -η εκταμίευση αναμένεται να γίνει σε δύο δόσεις, όπως προκύπτει και από την επίσημη ενημέρωση του υπουργείου Οικονομικών-, ενώ επιπλέον 3 δισ. ευρώ αναμένεται να αντλήσει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους μέσω των αγορών. Με τα χρήματα αυτά θα καλυφθούν όλες οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μέχρι και τον Ιούνιο, θα αποπληρωθεί μεγάλο μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, ενώ θα αρχίσει να γεμίζει και ο «κουμπαράς» (cash buffer) o οποίος και θα αξιοποιηθεί ως μηχανισμός «απόκρουσης» κερδοσκοπικών επιθέσεων μετά τον Αύγουστο του 2018. 

Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν ολοκληρωθεί και τα 110 προαπαιτούμενα της 3ης αξιολόγησης, οι εκπρόσωποι των χωρών της Ευρωζώνης κατέληξαν στο Euro Working Group σε συμφωνία επί του κειμένου συμμόρφωσης (compliance report). Οι εκκρεμότητες που παραμένουν όσον αφορά τον κατάλογο των προαπαιτούμενων συμφωνήθηκε να κλείσουν μέσα στις πρώτες ημέρες Φεβρουαρίου και σε κάθε περίπτωση πριν γίνει η εκταμίευση της δόσης που θα συμφωνηθεί στο σημερινό Eurogroup. 

Η εισήγηση που θα έχουν μπροστά τους οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης θα ορίζει ότι το συνολικό ποσό της δόσης των 6,7 δισ. ευρώ θα πρέπει να σπάσει -σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά από το υπουργείο Οικονομικών- σε δύο δόσεις ως εξής: 

  • Τα 5,7 δισ. θα δοθούν με την ολοκλήρωση των τεχνικών εκκρεμοτήτων των τελευταίων προαπαιτούμενων και χωρίς νέα συνεδρίαση του Eurogroup, μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου. Από αυτά τα 5.7 δισ.:  
  • Tα 3,3 δισ. ευρώ θα καλύψουν τις δανειακές υποχρεώσεις του ελληνικού Δημοσίου μέχρι το τέλος Ιουνίου. 
  • Tο 1,9 δισ. ευρώ θα διοχετευτεί για την ενίσχυση του ταμειακού αποθέματος (cash buffer). Ουσιαστικά θα είναι το πρώτο βήμα υλοποίησης της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στο προηγούμενο Eurogroup και η οποία προέβλεπε ότι το cash buffer θα πρέπει να χτιστεί σταδιακά. Ανάλογο μοντέλο είχε εφαρμοστεί και στην Ιρλανδία, η οποία ξεκίνησε να φτιάχνει το μαξιλάρι ασφαλείας πολλούς μήνες πριν από την επίσημη έξοδο από το μνημόνιο. 
  • Tο υπόλοιπο 0,5 δισ. ευρώ αποτελεί την πρώτη από τις δύο δόσεις για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η εκταμίευση θα γίνει ύστερα από έλεγχο της πορείας αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ελληνικού Δημοσίου στο χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 2017.
  • Το υπόλοιπο 1 δισ. ευρώ θα δοθεί στα μέσα Απριλίου με βάση την πορεία εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων κατά την περίοδο μέχρι και το τέλος Μαρτίου. Ο μνημονιακός στόχος για πλήρη αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου έως και το τέλος Ιουνίου του 2018 παραμένει. 

Επιπλέον τρία δισ. ευρώ σκοπεύει να αντλήσει το υπουργείο Οικονομικών μέσα από την έκδοση 7ετούς ομολόγου. Μετά την αναβάθμιση κατά μια βαθμίδα της οικονομίας, η έκδοση μπορεί να γίνει ακόμη και μέσα στα επόμενα 24ωρα, προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να εκμεταλλευτεί το διπλό θετικό γεγονός (αναβάθμιση και κλείσιμο 3ης αξιολόγησης). Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο Οικονομικών μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης αναφέρει ότι «η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης Standard’s & Poor’s έρχεται σε συνέχεια των αναβαθμίσεων του καλοκαιριού από τους οίκους Moody’s και Fitch, ενώ ταυτόχρονα προϊδεάζει για μελλοντικές θετικές εξελίξεις.

Παράλληλα η θετική έκβαση της χθεσινής συνεδρίασης του EWG άνοιξε τον δρόμο για την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης τη Δευτέρα στο Eurogroup και την εκταμίευση δόσης ύψους 6,7 δισ. ευρώ. Οι θετικές εξελίξεις, που ενισχύουν την αίσθηση ότι αποκαθίσταται με σταθερά βήματα η εμπιστοσύνη των αγορών και των επενδυτών στην ελληνική οικονομία, δεν αποτελούν πλέον μεμονωμένα γεγονότα. Με την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο 2018 και τη διασφάλιση σταθερής πρόσβασης στις αγορές, η ελληνική οικονομία αφήνει πίσω της οριστικά τη μακρά περίοδο κρίσης».