Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Κατακόρυφη αύξηση στο χρέος της κεντρικής διοίκησης κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 αποτυπώνει το τριμηνιαίο δελτίο δημοσίου χρέους που εξέδωσε το υπουργείο Οικονομικών. Από τα 328,7 δισ. ευρώ στο τέλος του χρόνου, το χρέος της κεντρικής διοίκησης διαμορφώθηκε στα 343,74 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου, με την αύξηση να διαμορφώνεται στα 15,037 δισ. ευρώ.
Υψηλόβαθμο στέλεχος του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) με το οποίο συνομίλησε η «Ν» σημειώνει ότι αυτή η αύξηση οφείλεται κατά κύριο λόγο στα βραχυπρόθεσμα δάνεια τύπου repos που συνήφθησαν με φορείς της γενικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με το ίδιο στέλεχος, η κίνηση αυτή είναι επωφελής, καθώς με τα repos υποκαθίστανται σε έναν βαθμό οι επιχορηγήσεις προς τους φορείς της γενικής κυβέρνησης, οι οποίες αν γίνονταν με απευθείας δανεισμό της κεντρικής κυβέρνησης προκειμένου αυτή με τη σειρά της να επιχορηγήσει τους φορείς, το δημοσιονομικό κόστος υπό μορφή τόκων θα ξεπερνούσε τα 600 εκατ. ευρώ. Ενδεικτικό του ότι η αύξηση του χρέους της κεντρικής διοίκησης οφείλεται κατά κύριο λόγο στα repos είναι και το γεγονός ότι από το τέλος του χρόνου μέχρι το τέλος Μαρτίου καταγράφηκε και απότομη αύξηση στα ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου. Από μόλις 934 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2017, το διαθέσιμο υπόλοιπο εκτοξεύτηκε στα 12,328 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου.
Στο ποσό των 12,328 δισ. ευρώ περιλαμβάνεται, όπως αναφέρεται και στο τριμηνιαίο δελτίο του χρέους, και το λεγόμενο «μαξιλάρι για το χρέος». Ο λογαριασμός αποθεματικού προσόδων από τις αγορές κεφαλαίου είχε υπόλοιπο 6,197 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου, με προοπτική αυτό το ποσό να αυξηθεί πάνω από τα 15 δισ. μέχρι τις 20 Αυγούστου, οπότε και θα γίνει η τελική εκταμίευση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.
Ο λόγος για τον οποίο τα repos αλλά και τα διαθέσιμα του Δημοσίου εμφανίζονται εξαιρετικά μειωμένα στο τέλος του 2017 είναι -σύμφωνα με πηγές που έχουν πολύ καλή γνώση τα της διαχείρισης του δημοσίου χρέους- μια λάθος διατύπωση στο αναθεωρημένο μνημόνιο μετά την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης. Σε αυτό, είχε μπει ως πρόβλεψη, με προτροπή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, να οριστεί πλαφόν στο ύψος του χρέους της κεντρικής διοίκησης ίσο με τα 325 δισ. ευρώ. Στην πραγματικότητα, το πλαφόν, εξηγεί η ίδια πηγή, έπρεπε να μπει με βάση το χρέος της γενικής κυβέρνησης (σ.σ.: το χρέος της κεντρικής διοίκησης περιλαμβάνει το χρέος της γενικής κυβέρνησης, αλλά και τον δανεισμό μεταξύ των φορέων, ο οποίος όμως δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα, καθώς πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια τσέπη). Προκειμένου όμως να τηρηθεί το… γράμμα του αναθεωρημένου μνημονίου μέχρι να δοθούν οι αμοιβαίες εξηγήσεις και να αποκατασταθεί η λανθασμένη διατύπωση, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους υποχρεώθηκε να κατεβάσει πολύ χαμηλά την έκθεση σε repos, ψαλιδίζοντας ταυτόχρονα και τα ταμειακά διαθέσιμα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στο τέλος του 2017 τα ταμειακά διαθέσιμα ήταν μόλις 934,1 εκατ. ευρώ και η έκθεση στον βραχυπρόθεσμο δανεισμό μόλις 14,93 δισ. ευρώ.
Από τα περίπου 15 δισ. ευρώ που είναι η καθαρή αύξηση του δανεισμού της κεντρικής διοίκησης κατά τη διάρκεια του α’ τριμήνου, το 62,3% αφορά τα έντοκα γραμμάτια και τους βραχυπρόθεσμους τίτλους, το 24,7% αφορά το δάνειο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (σ.σ.: η εκταμίευση των 5,5 δισ. ευρώ έγινε λίγα 24ωρα πριν λήξει το τρίμηνο), ενώ το 13% οφείλεται και στην έκδοση του νέου ομολόγου. Η έκθεση της κεντρικής διοίκησης σε ομόλογα και βραχυπρόθεσμους τίτλους ανέρχεται στα 67,78 δισ. ευρώ, ενώ στα 238,127 δισ. ευρώ ανέρχονται τα δάνεια από τον μηχανισμό στήριξης. Όπως προαναφέρθηκε, τα βραχυπρόθεσμα δάνεια είναι 22,5 δισ. ευρώ. Οι εγγυήσεις που έχει δώσει το Ελληνικό Δημόσιο ανήλθαν στα 11,948 δισ. ευρώ από 12,017 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017.
Από το υπόλοιπο του χρέους των 343,7 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου, ποσοστό 51% τοκίζεται με σταθερό επιτόκιο (από 48,1% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό στο τέλος Δεκεμβρίου), ενώ το τμήμα του χρέους που τοκίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο ήταν 49% από 51,9% στο τέλος του χρόνου. Το διαπραγματεύσιμο τμήμα του χρέους περιορίστηκε ακόμη περισσότερο στο 19,7% (από 19,9% στο τέλος Δεκεμβρίου), λόγω της νέας εκταμίευσης από τον ESM στο τέλος Μαρτίου, με το μη διαπραγματεύσιμο τμήμα του χρέους να ανέρχεται πλέον στο 80,3%, με προοπτική περαιτέρω αύξησης τον Αύγουστο, οπότε και θα δοθεί η τελευταία δόση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, η οποία μπορεί να ξεπεράσει και τα 20 δισ. ευρώ.