Σε βαθύτερη ύφεση για το 2020 αναμένεται να οδηγήσει η αναζωπύρωση της πανδημίας που οδήγησε στην επιβολή του δεύτερου lockdown στην χώρα μας, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος η οποία προβλέπει ότι επίσης θα μετριαστεί η προσδοκώμενη ανάκαμψη για το 2021.
Τα τρία σενάρια για την οικονομία
Στο βασικό της σενάριο για την οικονομία με βάση την εξέλιξη της πανδημίας ,η ΤτΕ προβλέπει ύφεση10% ενώ για το 2021 και το 2022 αναμένει ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με ρυθμό 4,2% και 4,8% αντιστοίχως, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ενισχυθούν σημαντικά.
Στο ήπιο σενάριο, που υποθέτει ότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αναστολής της λειτουργίας πολλών κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας θα αρθούν γρηγορότερα και η μετάβαση στην κανονικότητα θα είναι σχετικά σύντομη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 9% το 2020, ενώ θα σημειώσει άνοδο κατά 4,8% το 2021 και 5% το 2022.
Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι οι συνέπειες της πανδημίας θα είναι πιο έντονες και η ανάκαμψη της οικονομίας θα καταστεί δυσκολότερη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 11% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 3,2% και 4,5% το 2021 και το 2022 αντιστοίχως.
Η πανδημία ανέκοψε την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας που είχε ξεκινήσει το 2017, σύμφωνα με την ΤτΕ. Η ύφεση που καταγράφηκε το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2020 ήταν 8,5% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, πρωτίστως λόγω της αρνητικής συμβολής των εξαγωγών υπηρεσιών. Η υποχώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης συνέβαλε αρνητικά, αλλά η μείωση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών μετρίασε την ύφεση.
Σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η αυξημένη αβεβαιότητα όσον αφορά την εξέλιξη της πανδημίας και η αρνητική επίπτωσή της στο ΑΕΠ αναμένεται να συνεχιστούν και στις αρχές του 2021 και έως ότου καταστούν διαθέσιμα στο ευρύ κοινό αποτελεσματικά εμβόλια και φάρμακα για τον κορωνοϊό.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι τα εκτεταμένα και συντονισμένα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και αφορούν τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική αλλά και το τραπεζικό σύστημα έχουν περιορίσει σε ένα βαθμό τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα και έχουν αμβλύνει τους κινδύνους για την αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη πρόβλεψη της ΤτΕ, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2020, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας, αναμένεται να επιδεινωθεί έναντι της πρόβλεψης του Ιουνίου και να διαμορφωθεί σε έλλειμμα της τάξεως του 7,3% του ΑΕΠ, εξαιτίας της μεγαλύτερης μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των επιπλέον δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
Παρόλα αυτά η ΤτΕ εκτιμά ότι οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030. Έτσι, η εκτιμώμενη αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα.
Στο μέτωπο των κόκκινων δανείων η ΤτΕ προβλέπει μετά την υποχώρηση τους το 2020 (διαμορφώθηκαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2020 σε 58,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 9,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019) νέα αύξηση το 2021 λόγω της πανδημίας. Για το λόγο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει υποβάλει στην κυβέρνηση πρόταση για τη δημιουργία μιας εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, η οποία θα αναλάβει τη διαχείριση ενός σημαντικού ποσοστού ΜΕΔ, ενώ παράλληλα η πρόταση προβλέπει και την αντιμετώπιση του ζητήματος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC).
Αναλυτικά η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2020
Υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2020, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Καταστατικό της.
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας αυξάνει την αβεβαιότητα και καθυστερεί την ανάκαμψη
Η πανδημία του κορωνοϊού συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία. Εξελίχθηκε σε παγκόσμια υγειονομική κρίση με τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε πολύ μεγάλη ύφεση και σε αποπληθωρισμό, σε αύξηση του πιστωτικού κινδύνου και του δημοσιονομικού ελλείμματος, ενώ αναμένεται και αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τα εκτεταμένα και συντονισμένα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και αφορούν τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική αλλά και το τραπεζικό σύστημα έχουν περιορίσει σε ένα βαθμό τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα και έχουν αμβλύνει τους κινδύνους για την αγορά εργασίας.
Παρ’ όλα αυτά, η αναζωπύρωση της πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στην Ελλάδα, από το Σεπτέμβριο και μετά έχει επιτείνει την αβεβαιότητα. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έλαβαν πρόσθετα περιοριστικά μέτρα εν όψει της εκθετικής αύξησης των κρουσμάτων και των αυξημένων πιέσεων στα συστήματα υγείας. Η ελληνική κυβέρνηση, μετά από σειρά μέτρων τοπικού χαρακτήρα, ανακοίνωσε τη λήψη νέων γενικευμένων περιοριστικών μέτρων (lockdown), τα οποία τέθηκαν σε ισχύ στις 7 Νοεμβρίου. Η απόφαση αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε βαθύτερη ύφεση για το 2020 και να μετριάσει την προσδοκώμενη ανάκαμψη το 2021, αλλά ήταν επιβεβλημένη για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.
Η πίεση που ασκείται στο δημόσιο σύστημα υγείας από την πανδημία αναμένεται να συνεχιστεί τους χειμερινούς μήνες. Αυτό ενδεχομένως θα οδηγήσει σε παράταση των περιοριστικών μέτρων σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο. Συνεπώς, η αυξημένη αβεβαιότητα όσον αφορά την εξέλιξη της πανδημίας και η αρνητική επίπτωσή της στο ΑΕΠ αναμένεται να συνεχιστούν και στις αρχές του 2021 και έως ότου καταστούν διαθέσιμα στο ευρύ κοινό αποτελεσματικά εμβόλια και φάρμακα για τον κορωνοϊό. Σύμφωνα με την ιατρική κοινότητα, υπάρχει αξιόλογη πρόοδος σ’ αυτό τον τομέα και απτά αποτελέσματα αναμένονται το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους. Μέχρι τότε, οι μακροοικονομικές προβλέψεις συνεχίζουν να εμπεριέχουν σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας και οι αρμόδιες εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές μπορούν να διατυπώσουν μόνο εκτιμήσεις με βάση εναλλακτικά σενάρια.
Η πανδημία ώθησε την ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση
Η πανδημία ανέκοψε την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας που είχε ξεκινήσει το 2017. Η ύφεση που καταγράφηκε το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2020 ήταν 8,5% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, πρωτίστως λόγω της αρνητικής συμβολής των εξαγωγών υπηρεσιών. Η υποχώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης συνέβαλε αρνητικά, αλλά η μείωση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών μετρίασε την ύφεση.
Τα δημοσιονομικά μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων καθώς και οι άνευ προηγουμένου παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών θεσμών − οι οποίες περιλαμβάνουν δημοσιονομικές, νομισματικές, εποπτικές και διαρθρωτικές πολιτικές − περιόρισαν τις αρνητικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία.
Χρηματοπιστωτικές εξελίξεις
Οι εξελίξεις στην αγορά ομολόγων είναι θετικές, όπως προκύπτει από την πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδος από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s και την υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων. Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά η αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα.
Οι καταθέσεις του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα συνεχίζουν να αυξάνονται, εξαιτίας της αποταμίευσης για λόγους πρόνοιας, της αναβολής καταναλωτικών και άλλων δαπανών, των άμεσων κρατικών ενισχύσεων που πιστώθηκαν στους λογαριασμούς των επιχειρήσεων για τη στήριξη της ρευστότητάς τους και της χρήσης της δυνατότητας αναβολής πληρωμών δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων.
Η πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αυξήθηκε το 2020, κυρίως ως προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, αντανακλώντας τα μέτρα που θέσπισε η ελληνική κυβέρνηση για την ενίσχυση των προγραμμάτων εγγυοδοσίας και συγχρηματοδότησης τραπεζικών πιστώσεων, καθώς και τα ευνοϊκά μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και τις εποπτικές διευκολύνσεις από την πλευρά του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.
Προβλέψεις: Επιδείνωση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών δεδομένων το 2020 – Θετικές προοπτικές για το 2021-2022
Στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί με την πανδημία, οι μακροοικονομικές προβλέψεις περιβάλλονται από μεγάλη αβεβαιότητα. Γι’ αυτό, στην παρούσα έκθεση εξετάζονται τρία σενάρια − ένα βασικό και δύο εναλλακτικά, το ένα πιο ήπιο και το άλλο πιο δυσμενές, βάσει διαφορετικών υποθέσεων για την εξέλιξη της πανδημίας και τη συνολική διάρκεια των μέτρων που ελήφθησαν για τον περιορισμό της. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η οικονομική δραστηριότητα θα υποχωρήσει σημαντικά το 2020, με το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ να διαμορφώνεται σε -10%. Το 2021 και 2022 αναμένεται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με ρυθμό 4,2% και 4,8% αντιστοίχως, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ενισχυθούν σημαντικά.
Στο ήπιο σενάριο, που υποθέτει ότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αναστολής της λειτουργίας πολλών κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας θα αρθούν γρηγορότερα και η μετάβαση στην κανονικότητα θα είναι σχετικά σύντομη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 9% το 2020, ενώ θα σημειώσει άνοδο κατά 4,8% το 2021 και 5% το 2022. Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι οι συνέπειες της πανδημίας θα είναι πιο έντονες και η ανάκαμψη της οικονομίας θα καταστεί δυσκολότερη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 11% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 3,2% και 4,5% το 2021 και το 2022 αντιστοίχως.
Η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης, στο βασικό σενάριο, εκτιμάται ότι ήταν αρνητική το 2020, λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών στην αγορά εργασίας και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά και λόγω της αναβολής καταναλωτικών δαπανών εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και της αύξησης της αποταμίευσης για λόγους πρόνοιας. Τα επόμενα δύο έτη η σταδιακή ανάκαμψη της αγοράς εργασίας θα συμβάλει στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης με σχετικά ήπιους ρυθμούς.
Οι συνολικές επενδύσεις εκτιμάται ότι σημείωσαν σημαντική πτώση το τρέχον έτος αντανακλώντας την πτώση των επιχειρηματικών επενδύσεων, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες εκτιμάται ότι αυξήθηκαν. Κατά την περίοδο 2021-2022, η επενδυτική δαπάνη αναμένεται να ενισχυθεί, υποβοηθούμενη από τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, την αξιοποίηση των πόρων από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.
Οι συνολικές εξαγωγές εκτιμάται ότι μειώθηκαν σημαντικά το 2020, αντανακλώντας την επίδραση της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί σε παγκόσμιο επίπεδο στα έσοδα από τον τουρισμό. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να αυξηθούν με υψηλούς ρυθμούς το 2021, αλλά και το 2022, σε συνάρτηση με την ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης. Οι εισαγωγές αναμένεται να συμβαδίσουν με την εξέλιξη της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης.
Ο πληθωρισμός με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε αρνητικά επίπεδα το επόμενο διάστημα, κυρίως λόγω των χαμηλών τιμών του πετρελαίου στη διεθνή αγορά και των υπηρεσιών, ενώ θα καταγράψει θετικό, αν και χαμηλό, ρυθμό έως το 2022. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να κινηθεί σε επίπεδα κοντά σε εκείνα του γενικού δείκτη κατά την περίοδο 2020-2022.
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2020, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας, αναμένεται να επιδεινωθεί έναντι της πρόβλεψης του Ιουνίου και να διαμορφωθεί σε έλλειμμα της τάξεως του 7,3% του ΑΕΠ, εξαιτίας της μεγαλύτερης μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των επιπλέον δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία της οικονομίας και τα δημοσιονομικά μεγέθη την περίοδο 2020-2022, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω της σύνθεσης του χρέους που αποτελείται κατά 80% από δάνεια του επίσημου τομέα, αλλά και της ευνοϊκής διάρθρωσης των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Κατ’ επέκταση, η εκτιμώμενη αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα.
Οι προβλέψεις υπόκεινται σε αυξημένους κινδύνους που σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας
Όσον αφορά τους κινδύνους που περιβάλλουν το βασικό σενάριο των προβλέψεων της Τράπεζας της Ελλάδος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος σχετίζεται με την πρόσφατη αναζωπύρωση της πανδημίας του κορωνοϊού, η οποία τείνει να καθυστερήσει την επιστροφή στην κανονικότητα. Περαιτέρω κλιμάκωση της πανδημίας, που θα συνοδευόταν από παρατεταμένη διάρκεια των μέτρων περιορισμού της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, δύναται να έχει πιο έντονες και επίμονες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και ιδιαίτερα στους κλάδους εκείνους που σχετίζονται με τις υπηρεσίες και κυρίως με τον τουρισμό. Επιπλέον, μια αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξαιτίας της ύφεσης θα στερούσε πόρους από παραγωγικές επενδύσεις.
Οι κίνδυνοι από το εξωτερικό περιβάλλον συνδέονται κυρίως με την αβεβαιότητα ως προς τη διάρκεια και την ένταση της πανδημίας, με πιθανή μια βραδύτερη και πιο αδύναμη ανάκαμψη της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας. Κίνδυνοι πηγάζουν επίσης από μια επιδείνωση των γεωπολιτικών εντάσεων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και από το ενδεχόμενο αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕE χωρίς τη σύναψη συμφωνίας.
Αντίθετα, μια θετικότερη του αναμενομένου έκβαση θα μπορούσε να συνδεθεί με την παραγωγή αποτελεσματικών εμβολίων για τον κορωνοϊό και τη διάθεσή τους στο ευρύ κοινό στις αρχές το 2021. Επίσης, η ταχύτερη απορρόφηση και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) θα μπορούσε να δώσει μεγαλύτερη ώθηση στις αναπτυξιακές προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας.
Τράπεζες: Καταγραφή ζημιών το πρώτο εννεάμηνο του 2020 – Ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια, αλλά η πρόκληση της υψηλής αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης παραμένει
Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση των προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, λόγω της επίπτωσης της πανδημίας, και της ζημίας συνεπεία της πώλησης μεγάλου όγκου ΜΕΔ μιας συστημικής τράπεζας, το αποτέλεσμα μετά από φόρους των τραπεζών το πρώτο εννεάμηνο του 2020 ήταν ζημιογόνο. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2020 σε ικανοποιητικό επίπεδο (14,6% και 16,3% αντίστοιχα). Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 12,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,9%.
Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση από το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτό το γεγονός χρήζει αντιμετώπισης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της παρούσας στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2020 – Αναμένεται όμως νέα εισροή μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της πανδημίας
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν, σε ατομική βάση, στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2020 σε 58,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 9,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019 και κατά 48,5 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε υψηλός (35,8%) το Σεπτέμβριο του 2020. Επισημαίνεται ότι η υπαγωγή μεγάλου μέρους των ενήμερων δανείων σε καθεστώς προσωρινής αναστολής καταβολής δόσεων μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 2020 συγκράτησε την εισροή νέων ΜΕΔ. Σημειώνεται πάντως ότι το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος παραμένει πολύ υψηλό, ανεξαρτήτως αν τα ΜΕΔ των τραπεζών έχουν μειωθεί λόγω των μεταβιβάσεων σε φορείς εκτός τραπεζικού συστήματος.
Εντός του 2020 υλοποιήθηκαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ. Αυτές αφορούν την πραγματοποίηση τιτλοποιήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων με ενεργοποίηση του μηχανισμού “Ηρακλής” και την ψήφιση του νόμου 4738/2020 που βελτιώνει πολλές πτυχές του πτωχευτικού δικαίου. Καθώς όμως, ακόμη και μετά τις ενέργειες αυτές, τα ΜΕΔ θα παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο και δεδομένου ότι αναμένεται να υπάρξει νέα εισροή ΜΕΔ λόγω της πανδημίας, είναι απαραίτητο να εφαρμοστούν και άλλες, συμπληρωματικές του “Ηρακλή”, λύσεις.
Προκλήσεις
H πανδημία του κορωνοϊού έχει επιτείνει σημαντικά κάποια από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα μετά τη δεκαετή κρίση χρέους. Συγκεκριμένα, παρατηρείται μεγάλη κάμψη του ΑΕΠ, αποπληθωρισμός, αναβολή επενδυτικών αποφάσεων, ανακοπή της πτωτικής πορείας της ανεργίας, ενώ προβλέπεται ότι θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων τα οποία θα αυξήσουν το ήδη υψηλό απόθεμα. Τα αναγκαία δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών επιδεινώνουν τη δημοσιονομική θέση της χώρας και αυξάνουν τον ήδη υψηλό λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ.
Τα παραπάνω προβλήματα προστίθενται σε αυτά που ήδη αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία πριν από την πανδημία, δηλαδή στη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της χώρας και τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, παρά την πρόσφατη βελτίωση της θέσης της Ελλάδος στην κατάταξη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Ινστιτούτου IMD. Επιπλέον, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί την περίοδο της πανδημίας, παραμένει αργός ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας λαμβάνοντας υπόψη τις επιδόσεις της χώρας στο δείκτη DESI της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Διαχρονικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να αποτελούν το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής και η προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Παράλληλα, η επερχόμενη κλιματική αλλαγή αναδεικνύει ως νέα πρόκληση τη μετάβαση της οικονομίας σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας.
Προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ύφεσης και για την επιτάχυνση της ανάκαμψης
Τα μέτρα στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστούν
Αξιοποιώντας την εμπειρία από προηγούμενες κρίσεις, όπως η κρίση χρέους, οι ευρωπαϊκές αρχές αντέδρασαν άμεσα, αποφασιστικά και αποτελεσματικά για να στηρίξουν την ευρωπαϊκή οικονομία και να παράσχουν χρόνο στην ιατρική-επιστημονική κοινότητα, ώστε να αναπτύξει κατάλληλη θεραπεία και εμβόλιο κατά του κορωνοϊού. Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική σε συνδυασμό με τη διευκολυντική ενιαία νομισματική πολιτική στήριξαν την ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονομία, μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα.
Τα μέτρα στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστούν, καθώς μια πρόωρη απόσυρσή τους θα μπορούσε να καθυστερήσει την ανάκαμψη οδηγώντας σε απότομη αύξηση των πτωχεύσεων, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της διαρθρωτικής ανεργίας και σε μείωση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας της εργασίας. Μια τέτοια αρνητική εξέλιξη θα οδηγούσε σε στασιμότητα και αποπληθωρισμό στην Ευρώπη. Συνεπώς, ο συνδυασμός επεκτατικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να συνεχιστεί μέχρις ότου η ανάκαμψη τεθεί σε στέρεη τροχιά και ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη προσεγγίσει επίπεδα κοντά αλλά κάτω από το 2% σε σταθερή και βιώσιμη βάση.
Επιπλέον, η δημιουργία του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU δεν θα πρέπει να είναι μια εφάπαξ πολιτική, αλλά θα πρέπει να μετεξελιχθεί σε ένα μόνιμο δημοσιονομικό εργαλείο μακροοικονομικής σταθεροποίησης με έκδοση ασφαλών ομολόγων.
Μεσοπρόθεσμα απαιτούνται η αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, καθώς και η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας
Μεσοπρόθεσμα, για την επαναφορά της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι απαραίτητο να συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να αυξηθούν οι επενδύσεις. Κάτι τέτοιο θα διευκολύνει τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο θα επιταχύνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό, θα ενσωματώνει τις αρχές της πράσινης και κυκλικής οικονομίας και θα εδράζεται στη συνεχή επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Για το σκοπό αυτό θεωρείται κρίσιμη η έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU για την περίοδο 2021-2026, συνολικού ύψους 32 δισεκ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2018 για την Ελλάδα, εκ των οποίων 19,3 δισεκ. ευρώ αφορούν επιχορηγήσεις και 12,7 δισεκ. ευρώ δάνεια. Η στόχευση των διαθέσιμων πόρων θα πρέπει να είναι στην υλοποίηση αναπτυξιακών δράσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα αφορούν την εξοικονόμηση ενέργειας, τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, αλλά και την ενίσχυση του τομέα της υγείας. Επιπλέον, σημαντικά κονδύλια θα πρέπει να κατευθυνθούν στην εκπαίδευση, καθώς μια αύξηση της δαπάνης για την εκπαίδευση με στόχο τη διεύρυνση και βάθυνση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου κεφαλαίου αναμένεται να έχει σημαντικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στο ελληνικό ΑΕΠ και την απασχόληση και να ενισχύσει τη διαδικασία του ψηφιακού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για την αξιοποίηση των κονδυλίων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης είναι ο αποτελεσματικός σχεδιασμός και συντονισμός των δράσεων, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, αλλά και η αξιοποίηση οικονομιών κλίμακας από τη συμμετοχή ελληνικών και ξένων μεγάλων επιχειρήσεων οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλή εξωστρέφεια και διοικητική και χρηματοοικονομική τεχνογνωσία. Για το σκοπό αυτό δημοσιεύθηκε το προκαταρκτικό Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο αξιοποιεί το μεσοπρόθεσμο σχέδιο ανάπτυξης της Επιτροπής Πισσαρίδη. Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις του Σχεδίου συνάδουν με αντίστοιχες προτάσεις πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχουν δημοσιευθεί στις περιοδικές της εκθέσεις.
Σε μια οικονομία με υψηλό δημόσιο χρέος και περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, όπως η ελληνική, η δημοσιονομική επέκταση θα πρέπει να παραμείνει στοχευμένη και προσωρινού χαρακτήρα, ώστε να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα του χρέους και να μην κινδυνεύσει να μετατραπεί η πανδημική κρίση σε μια κρίση χρέους. Επιπλέον, το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας θα πρέπει να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και κατά συνέπεια στον περιορισμό του κινδύνου αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους.
Μετά την πανδημία, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει και πάλι να εστιάσει στη σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων και στην επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας, ώστε να εξασφαλιστεί η μακροχρόνια βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Η διαδικασία απόσυρσης της κρατικής στήριξης θα πρέπει να συντονιστεί με τη σταδιακή επιστροφή σε θετικούς και ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να μετριαστεί ο κίνδυνος εγκλωβισμού σε μια κατάσταση μακροχρόνιας οικονομικής στασιμότητας με διαρκείς αποπληθωριστικές πιέσεις.
Παρά την ανάγκη δημοσιονομικής σταθεροποίησης που θα προκύψει τα επόμενα χρόνια, η δημοσιονομική πολιτική, εφόσον υιοθετηθεί το κατάλληλο μίγμα, θα μπορεί και πάλι να υποβοηθά την ανάπτυξη. Για παράδειγμα, μια περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών θα στηρίξει την εργασία και την οικονομική ανάπτυξη και θα λειτουργήσει ως κίνητρο για μείωση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας. Επιπλέον, δεδομένου του μεγάλου επενδυτικού κενού στην ελληνική οικονομία, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να έχει ισχυρό επενδυτικό προσανατολισμό με αύξηση φιλικών προς την ανάπτυξη δημόσιων δαπανών, οι οποίες συμβάλλουν και στην αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων με σημαντικά και διατηρήσιμα αναπτυξιακά αποτελέσματα.
Παρά τις σημαντικές θεσμικές αλλαγές, όπως η ενεργοποίηση του μηχανισμού “Ηρακλής” και η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου, και τη σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος των ΜΕΔ που έχει ήδη επιτευχθεί, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνεχίζουν να αποτελούν μείζον πρόβλημα, το οποίο μάλιστα αναμένεται να ενταθεί όταν αρθούν τα μέτρα στήριξης που υιοθετήθηκαν λόγω της πανδημίας. Για το λόγο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει υποβάλει στην κυβέρνηση πρόταση για τη δημιουργία μιας εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, η οποία θα αναλάβει τη διαχείριση ενός σημαντικού ποσοστού ΜΕΔ, ενώ παράλληλα η πρόταση προβλέπει και την αντιμετώπιση του ζητήματος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC). Μία συνολική και άμεση παρέμβαση στο πρόβλημα των ΜΕΔ θα απεμπλέξει τις τράπεζες από την κοστοβόρα και χρονοβόρα διαχείρισή τους, θα διαμορφώσει ευνοϊκές συνθήκες για την επίτευξη διατηρήσιμης οργανικής κερδοφορίας και θα τους δώσει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν πιο αποτελεσματικά στην κατεύθυνση της πιστοδότησης της οικονομίας τα διευκολυντικά μέτρα στο πλαίσιο της ενιαίας νομισματικής πολιτικής και τα μέτρα ενίσχυσης ρευστότητας που έχει υιοθετήσει η Πολιτεία. Θα έχει επίσης σειρά άλλων ευεργετικών επιδράσεων, όπως η ουσιαστική βελτίωση της επενδυσιμότητας των ελληνικών τραπεζών, καθώς και της πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδος.
Τα συμπεράσματα
Η πανδημία του κορωνοϊού έχει οδηγήσει σε βαθιά ύφεση την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία. Τα συντονισμένα έκτακτα νομισματικά, δημοσιονομικά και εποπτικά μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς έχουν περιορίσει σε ένα βαθμό την έκταση της ύφεσης.
Η πρόσφατη αναζωπύρωση της πανδημίας έχει αυξήσει την αβεβαιότητα για την έκταση της ύφεσης και τις προοπτικές ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Για το λόγο αυτό, η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική θα πρέπει να παραμείνουν επεκτατικές έως ότου η ευρωπαϊκή οικονομία επανέλθει σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά. Μια πρώιμη άρση των μέτρων στήριξης θα καθυστερούσε την ανάκαμψη.
Η ελληνική οικονομία έχει πληγεί σε σημαντικό βαθμό από την υγειονομική και οικονομική κρίση, παρά τις εγχώριες και ευρωπαϊκές δράσεις ανάσχεσης των επιπτώσεων της πανδημίας. Το δεύτερο κύμα της πανδημίας και τα νέα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν προκειμένου να διασφαλιστεί η δημόσια υγεία μείωσαν περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα και αύξησαν την αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας το αμέσως επόμενο διάστημα. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα οι προοπτικές της οικονομίας εμφανίζονται βελτιωμένες, εξαιτίας των θετικών ειδήσεων όσον αφορά την παραγωγή και διάθεση αποτελεσματικών εμβολίων για τον κορωνοϊό, καθώς και λόγω των διαθέσιμων πόρων από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης.
Η πανδημία έχει βαρύτατες υγειονομικές, κοινωνικές, οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις. Ωστόσο, μέσω των κονδυλίων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης δίνεται η δυνατότητα να αξιοποιηθεί η κρίση ως ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό, την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και την υιοθέτηση ενός βιώσιμου και εξωστρεφούς προτύπου οικονομικής ανάπτυξης. Οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι δεν θα χαθεί αυτή η ευκαιρία για την Ελλάδα, καθώς και ότι μεσοπρόθεσμα, όταν η ανάκαμψη της οικονομίας επανέλθει σε στέρεη βάση, θα αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία.