Skip to main content

Κώστας Σισμανίδης: Δεν έχω αμφιβολία ότι είναι ο τάφος του Αριστοτέλη

Τη βεβαιότητά του ότι το μνημείο είναι ο τάφος- ηρώο του Αριστοτέλη, αλλά και την πεποίθησή του ότι μια αρχιτεκτονική έρευνα σε αυτό θα έφερνε στο φως επιγραφές, εξέφρασε ο διδάκτωρ κλασικής αρχαιολογίας, Κώστας Σισμανίδης, ανασκαφέας των αρχαίων Σταγείρων Χαλκιδικής, αλλά και του μνημείου που συντάραξε, με την αποκάλυψη της ταυτότητάς του, ελληνικό και διεθνές κοινό.

«Από την αρχή της ανακάλυψης του μνημείου υποψιάστηκα ότι είναι ο τάφος του Αριστοτέλη. Είχα όμως μερικές αμφιβολίες και ήθελα να το τεκμηριώσω απόλυτα. Ερεύνησα λοιπόν όλες τις σχετικές αρχαίες πηγές και κατέληξα, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι όντως είναι ο τάφος του Αριστοτέλη. Δεν το είχα δημοσιεύσει όμως ακόμη επιστημονικά γιατί στο μεταξύ έγραψα τρεις ογκώδεις τόμους για την ανασκαφή στα αρχαία Στάγειρα. Το συγκεκριμένο θέμα το πραγματεύομαι στον δεύτερο τόμο, που ευελπιστώ να κυκλοφορήσει του χρόνου σε πολύ μεγαλύτερη έκταση και με πολλά περισσότερα επιχειρήματα από την ανακοίνωση που έκανα στο συνέδριο.

Είχα λοιπόν σκοπό η επιστημονική κοινότητα να ενημερωθεί με την έκδοση του σχετικού βιβλίου. Προέκυψε, όμως, φέτος η Unesco, που κήρυξε το Έτος Αριστοτέλη με αφορμή τη συμπλήρωση 2.400 χρόνων από τη γέννηση  του μεγάλου φιλοσόφου, αλλά και το Παγκόσμιο Συνέδριο για τον Αριστοτέλη στη Θεσσαλονίκη. Τότε δεν αντιστάθηκα στην πρόκληση. Αποφάσισα να το ανακοινώσω και ό,τι ήθελε προκύψει. Θεωρώ ότι δεν υπήρχε καλύτερος χώρος να το κάνω από αυτό το συνέδριο», τονίζει ο κ. Σισμανίδης.

Τα αρχαία Στάγειρα βρίσκονται νοτιανατολικά από την Ολυμπιάδα της Χαλκιδικής, πάνω σε μια όμορφη χερσόνησο, που λέγεται «Λιοτόπι». Η χερσόνησος αυτή, που εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα, αποτελείται από δυο λόφους, μεταξύ των οποίων υπάρχει ένας αυχένας. «Ο βόρειος λόφος αποτέλεσε την πρώτη πόλη των Σταγείρων που ιδρύθηκε από Ίωνες αποίκους της νήσου Άνδρου γύρω στα μέσα του 7ου αι. πΧ», πληροφορεί ο κ. Σισμανίδης, που διενήργησε ανασκαφές στην περιοχή σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, όταν εκτός από το περίφημο μνημείο ανακάλυψε, μεταξύ άλλων, κι ένα εκπληκτικό αρχαϊκό τείχος, το μοναδικό χερσαίο τείχος της περιοχής, που φτάνει ως και τα 5 μ. ύψος, καθώς και την επέκταση της πόλης στον νότιο λόφο, που έγινε γύρω στα 500 π.Χ.

«Στο κέντρο μεταξύ των δύο λόφων, στον χαμηλό αυχένα που δημιουργείται, εντοπίστηκε η αγορά της πόλης, όπου ανασκάφτηκαν η κλασική στοά κι ένα μεγάλο συγκρότημα δημόσιων καταστημάτων και αποθηκών. Το μνημείο βρέθηκε περίπου 40- 50 μ. βορειότερα από τη στοά, δηλαδή στον βόρειο λόφο. Το σημαντικό είναι ότι βρίσκεται ακριβώς πάνω στο αρχαϊκό τείχος. Το άλλο σημαντικό είναι ότι απέχει περίπου 45 με 50 μ. από την κορυφή του βόρειου λόφου όπου ήταν χτισμένος ο ναός του Διός Σωτήρος και της Αθηνάς Σωτείρας. Συνταρακτικό επίσης είναι ότι, εκτός από το γεγονός ότι αυτά τα τρία πιο σημαντικά κτήρια που έχουν αποκαλυφθεί στα Στάγειρα έχουν τις ίδιες αποστάσεις μεταξύ τους, βρίσκονται και πάνω στην ίδια ευθεία γραμμή. Δηλαδή, αν τραβήξουμε μια γραμμή από το κέντρο της στοάς θα περάσει από το κέντρο του αψιδωτού οικοδομήματος, που είναι ο τάφος του Αριστοτέλη και θα φτάσει στο κέντρο του αρχαϊκού ναού στην κορυφή. Αυτό είναι ένα μετρολογικό στοιχείο που νομίζω ότι δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο αψιδωτό οικοδόμημα. Είμαι σίγουρος ότι έγινε εσκεμμένα», εξηγεί ο ανασκαφέας των αρχαίων Σταγείρων.

Τι λένε όμως οι αρχαίες πηγές που τον οδήγησαν να επιβεβαιώσει τις αρχικές υποψίες του; «Στην Αθήνα είχαν κατηγορήσει τον Αριστοτέλη “επί ασεβεία” εξαιτίας ενός ύμνου που είχε γράψει στον φίλο του Ερμία στη Μικρά Ασία -γνωστός και ως ύμνος “εις την αρετήν”- όπου τον επαινούσε περίπου ως θεό. Ήταν μια κατηγορία που στην Αθήνα τότε επέσυρε σίγουρα την ποινή του θανάτου. Έτσι, όταν φοβήθηκε ότι θα τον καταδικάσουν (στο μεταξύ είχε πεθάνει το 323 π.Χ. ο Αλέξανδρος που ήταν ο προστάτης του, ενώ η αντιμακεδονική μερίδα στην Αθήνα είχε ξεσηκωθεί), ο Αριστοτέλης πήγε στη Χαλκίδα, όπου η μητέρα του, λόγω καταγωγής, είχε σπίτι. Ο Αριστοτέλης πάντα έπασχε από το στομάχι του -μάλλον είχε καρκίνο του στομάχου- και η στεναχώρια που του προξένησε όλη αυτή η ιστορία τον οδήγησε στον θάνατο έναν χρόνο αργότερα, το 322 π.Χ.», πληροφορεί.

Και συνεχίζει: «Σύμφωνα πάντα με τις αρχαίες πηγές, οι οποίες είναι αρκετές και λένε περίπου τα ίδια πράγματα, λίγο μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη κατέβηκε η επίσημη αντιπροσωπεία από τα Στάγειρα στη Χαλκίδα και παρέλαβε την τέφρα του, την οποία έβαλαν μέσα σε μια χάλκινη υδρία και τη μετέφεραν στα Στάγειρα. Εκεί την απέθεσαν μέσα σε ένα υπέργειο, μεγάλο, πεταλόσχημο κτήριο, κοντά στην αγορά της πόλης, το οποίο έφτιαξαν βιαστικά, ενώ μπροστά του υπήρχε ένας οδικός, κτιστός και ψηλός δρόμος, όπου γίνονταν τελετές προς τιμήν του Αριστοτέλη. Έτσι καθιερώθηκαν τα Αριστοτέλεια και ο τόπος ονομάστηκε Αριστοτέλειο. Επίσης στήθηκε ένας βωμός μπροστά στον τάφο του φιλοσόφου», τονίζει και επισημαίνει:

«Σύμφωνα πάλι με τις πηγές, όταν οι άρχοντες της πόλης είχαν δισεπίλυτα προβλήματα, συνεδρίαζαν μέσα σε αυτό το κτήριο. Γι’ αυτό και το σχήμα του είναι αψιδωτό, πεταλόσχημο. Είναι το σχήμα που έχουν τα βουλευτήρια. Εκεί τους ενέπνεε το πνεύμα του Αριστοτέλη και έπαιρναν την καλύτερη απόφαση για τα δύσκολα προβλήματα που δεν μπορούσαν να λύσουν. Όλα αυτά τα έχουμε βρει, και το αψιδωτό κτήριο και τη θέση του βωμού, η οποία ήταν στο κέντρο ενός μαρμαροστρωμένου, μεγάλου, τετράγωνου δαπέδου και τον δρόμο που οδηγούσε στο εσωτερικό του τάφου. Άλλο ενδεικτικό στοιχείο είναι ότι το κτίσμα, σύμφωνα με τις πηγές, έγινε βιαστικά. Αυτή η βιασύνη φαίνεται στη δομή του γιατί ενώ είναι κατασκευασμένο με εξαιρετικό δομικό υλικό, μάρμαρα, πωρόλιθο, γρανίτη, όλο αυτό το υλικό είναι σε δεύτερη χρήση από άλλα κτίσματα», πληροφορεί.

Για τη σημερινή κατάσταση του μνημείου, ο κ. Σισμανίδης αναφέρει:

«Ενώ σε όλα τα άλλα μνημεία στον χώρο κάναμε αποκαταστάσεις και αναστηλώσεις (ύστερα από σχετικές αρχιτεκτονικές μελέτες και αφού πέρασαν από το ΚΑΣ), αυτό είναι όπως ακριβώς το βρήκαμε με την ανασκαφή. Επειδή πολλοί γωνιόλιθοί του είναι κατ’ εμέ σχεδόν βέβαιο ότι έχουν και επιγραφές, θα ήθελα κάποια στιγμή να γίνει μια αρχιτεκτονική μελέτη και αφού εγκριθεί να “λύσουμε” όλο το κτήριο για να το ψάξουμε γενικώς. Μετά να αποκατασταθεί, δεδομένου ότι τα πάντα είναι πολύ καλά φωτογραφημένα και λεπτομερώς αποτυπωμένα σχεδιαστικά».

Οι ανασκαφές στα αρχαία Στάγειρα, που ξεκίνησαν το 1990 και συνεχίστηκαν έως το 2000, έγιναν με χρηματοδοτήσεις. «Ξεκινήσαμε με 300.000 δρχ. τις οποίες διέθεσε η κοινότητα της Ολυμπιάδας. Κατόπιν, και επειδή παρά το μικρό ποσό είχαμε εξαιρετικά αποτελέσματα, η νομαρχία Χαλκιδικής μας έδωσε 4 εκατομμύρια δρχ. και συνεχίσαμε. Τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά και τότε μπήκαμε σε ευρωπαϊκά προγράμματα. Το 2000 μάς τελείωσαν τα χρήματα και σταμάτησε η ανασκαφή» αναφέρει, χωρίς να σχολιάζει τις πρόσφατες δηλώσεις του περί διακοπής των ανασκαφών τη δεκαετία του ’90 από την τότε πολιτική ηγεσία.

Σημειώνεται ότι δύο ημέρες πριν, ο ίδιος ανέφερε στους δημοσιογράφους ότι η διακοπή της ανασκαφής των αρχαίων Σταγείρων έγινε με απόφαση της τότε πολιτικής ηγεσίας («κ.κ. Βενιζέλο, Μενδώνη, Πάχτα»), λέγοντας: «μου έκοψαν τις χρηματοδοτήσεις γιατί ήμουν αντίθετος με τη δημιουργία του εργοστασίου χρυσού στην περιοχή. Δεν ήθελαν να ακούγεται το όνομα Στάγειρα που απείχε από εκεί που ήθελαν να φτιάξουν το εργοστάσιο δύο χιλιόμετρα».

Ενδιαφέρον πάντως έχει το γεγονός ότι εντός των εγκαταστάσεων του εργοστασίου βρίσκεται η ελληνιστική Στάγειρα. «Το 349 π.Χ. ο Φίλιππος κατέστρεψε τα αρχαία Στάγειρα, σε λίγα χρόνια όμως τα οικοδόμησε ο ίδιος γιατί τον παρακάλεσε ο Αριστοτέλης, που μόλις είχε προσλάβει ως δάσκαλο του Αλεξάνδρου και τον οποίον σεβόταν πολύ. Καθώς λοιπόν πέρασαν κάποια χρόνια ώσπου να τα ανοικοδομήσει κι επειδή είχε πια επικρατήσει Pax Macedonica, κάποιοι έχτισαν μια άλλη πόλη, σε απόσταση τριών χιλιομέτρων βορειοδυτικά από την προηγούμενη, εκεί ακριβώς που βρίσκονται οι εγκαταστάσεις μεταλλουργίας» σημειώνει.

Ο ίδιος επισημαίνει ότι «από την εποχή του Μποδοσάκη είχαν γίνει τεράστιες καταστροφές στην περιοχή, με αποχωματώσεις με μπουλντόζες κ.λπ. Όπου όμως άφησαν νησίδες κι έκανα ανασκαφή βρήκα σημαντικότατες αρχαιότητες: οικίες, εργαστήρια, πέντε κεραμικούς κλιβάνους, ένα αρχαίο θυσιαστήριο, ένα τμήμα του τείχους της πόλης και πολλά ακόμα. Με βάση κυρίως τα κινητά ευρήματα, νομίσματα και κεραμική, χρονολογούνται όλα μετά τον Φίλιππο. Αυτό δείχνει ότι έγινε μετεγκατάσταση πολλών κατοίκων σε αυτό το μέρος, καθώς εδώ είχαν κάμπο, νερά, χωράφια, ενώ τα μεταλλεία και τα δάση για την ξυλεία ήταν πιο κοντά. Εγώ την ονομάζω αυτή ελληνιστική πόλη των Σταγείρων» καταλήγει ο αρχαιολόγος.