Ένα πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου συλλέγονταν ιδιαίτερα προσωπικά δεδομένα από εθελοντές επί πληρωμή παύει το Facebook, ύστερα από δημοσίευμα του TechCrunch.
Σύμφωνα με το TechCrunch, οι συμμετέχοντες – μεταξύ των οποίων και άτομα ηλικιών 13-17 ετών – πληρώνονταν μέχρι και 20 δολάρια τον μήνα για να «ανοίγουν» τα τηλέφωνά τους σε «βαθιά» ανάλυση. Όπως σημειώνεται, η εφαρμογή που χρησιμοποιούνταν φαίνεται να είναι κατά παράβαση των πολιτικών προστασίας ιδιωτικότητας της Apple.
Το TechCrunch υποστηρίζει πως το Facebook χρησιμοποιούσε διαφημίσεις στα social media για να στοχεύει άτομα νεαρής ηλικίας για το πρόγραμμα, κάτι που το κοινωνικό δίκτυο αρνείται. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο σχετικό ρεπορτάζ, το Facebook ενημέρωσε πως σταματά τη λειτουργία της επίμαχης εφαρμογής για iOS, μετά το δημοσίευμα, αν και, όπως σημειώνεται, συνεχίζει να λειτουργεί στο Android.
«Απεγνωσμένο για δεδομένα πάνω στους ανταγωνιστές του, το Facebook πλήρωνε κρυφά ανθρώπους για να εγκαθιστούν ένα VPN ονόματι “Facebook Research”, που επιτρέπει στην εταιρεία να “ρουφάει” όλη τη δραστηριότητα στο τηλέφωνο και στο web, παρόμοια με την εφαρμογή του Onavo Protect του Facebook, που η Apple απαγόρευσε τον Ιούνιο κι απομακρύνθηκε τον Αύγουστο. Το Facebook παρακάμπτει το App Store κι ανταμείβει εφήβους κι ενηλίκους για να κατεβάζουν την εφαρμογή Research. Και παρέχει root access στο network traffic, σε κάτι που ενδεχομένως να αποτελεί παραβίαση της πολιτικής της Apple, ώστε το κοινωνικό δίκτυο να μπορεί να αποκρυπτογραφεί και να αναλύει τη δραστηριότητα του τηλεφώνου, επιβεβαιώνει έρευνα του TechCrunch. Το Facebook παραδέχτηκε στο TechCrunch πως τρέχει το πρόγραμμα Research για να συλλέγει δεδομένα πάνω στις συνήθειες χρήσης» αναφέρεται στο δημοσίευμα.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η εφαρμογή είχε τη δυνατότητα να παρέχει στο Facebook απεριόριστη πρόσβαση στις συσκευές των χρηστών, περιλαμβανομένων των περιεχομένων προσωπικών μηνυμάτων σε εφαρμογές chat (μεταξύ των οποίων φωτογραφίες και βίντεο), emails, δραστηριότητα web browsing, αρχεία που περιλαμβάνουν τις εφαρμογές που είναι εγκατεστημένες, και πότε χρησιμοποιούνται, ιστορικό γεωγραφικής τοποθεσίας (πού βρισκόταν ο χρήστης) και χρήση δεδομένων. Επίσης, το TechCrunch αναφέρει πως από τους χρήστες ζητούνταν να παρέχουν screenshots των παραγγελιών τους στο Amazon.
To ΒΒC αναφέρει πως σε μία από τις sign-up σελίδες αναφερόταν πως το Facebook θα χρησιμοποιούσε τις πληροφορίες για να βελτιώσει τις υπηρεσίες του. Όπως συμπληρωνόταν, «υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου θα συλλέγουμε αυτές τις πληροφορίες ακόμα κι όπου η εφαρμογή χρησιμοποιεί κρυπτογράφηση ή και κατά τη διάρκεια ασφαλούς χρήσης browser», ενώ τονιζόταν πως οι συμμετέχοντες είχαν συμφωνήσει να μην αποκαλύψουν πληροφορίες για το πρόγραμμα σε «τρίτους». Επίσης, υπογραμμιζόταν πως όλοι όσοι συμμετείχαν στο πρόγραμμα είχαν συναινέσει, και ότι η έρευνα αγοράς αποτελεί καθιερωμένη πρακτική.
Σύμφωνα με το Facebook, η έρευνα επικεντρωνόταν σε χρήστες 13-35 ετών, και από αυτούς για τους κάτω των 18 ζητήθηκε γραπτή γονική συναίνεση. Ωστόσο, το BBC αναφέρει πως, όταν παρουσιάστηκε ως 14χρονο αγόρι για τους σκοπούς δοκιμής, ήταν σε θέση να κατεβάσει την εφαρμογή χωρίς γονική συναίνεση – πάντως σε μια σελίδα αναφερόταν πως οι χρήστες θα έπρεπε να είναι άνω των 18. Επίσης, δημοσιογράφος του Buzzfeed προσπάθησε να εγγραφεί μέσω μιας εναλλακτικής σελίδας εγγραφής, όπου η απόκτηση γονικής συναίνεσης περιελάμβανε τον διαμοιρασμό μιας διεύθυνσης email και το κλικ (τικ) σε ένα κουτάκι.
Σε δήλωσή του το Facebook εκφράζει τη διαφωνία του με τον τρόπο που παρουσιάστηκε το πρόγραμμα, υποστηρίζοντας πως αγνοούνται/παραβλέπονται δεδομένα, και ότι δεν υπήρχε τίποτα μυστικό γύρω από αυτό. «Δεν ήταν “κατασκοπεία”, καθώς όλοι όσοι έκαναν εγγραφή για να συμμετέχουν πέρασαν μια διαδικασία ελέγχου, στο πλαίσιο της οποίας ζητήθηκε η άδειά τους, και πληρώθηκαν για να συμμετάσχουν. Εν τέλει, λιγότεροι από το 5% αυτών που επέλεξαν να συμμετέχουν ήταν έφηβοι. Όλοι τους με γραπτές γονικές συναινέσεις» αναφέρει.
Σε ερώτηση από το BBC για το πώς αποκτήθηκε η γονική συναίνεση, το Facebook ανέφερε ότι το θέμα χειρίστηκε «τρίτος» και δεν επεκτάθηκε περαιτέρω. Η Apple και η Google δεν έχουν προβεί σε σχόλια.