Skip to main content

Η μεγάλη απόδραση του Ντόναλντ Τραμπ

Της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]

Μία ακόμη δίκη Αμερικανού προέδρου στη Γερουσία έληξε με μία αναμενόμενη απόφαση: Ο Ντόναλντ Τραμπ αθώωθηκε τόσο για το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας όσο και για το αδίκημα της παρακώλυσης της έρευνας του Κογκρέσου. Η αμερικανική ιστορία μετρά τον τρίτο κατά σειρά πρόεδρο που βρέθηκε σε αυτή τη θέση, αλλά αποχωρεί «δικαιωμένος» από μία δίκη στην οποία ακούστηκαν όσα επέτρεψαν οι Ρεπουμπλικανοί σύμμαχοι και όσα ήθελαν και αντέχουν να ακούσουν οι Αμερικανοί πολίτες.

Η Γερουσία, η οποία ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικανούς, αθώωσε τον Τραμπ με 52 ψήφους υπέρ έναντι 48 ψήφων κατά, για την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας σχετικά με την πίεση που φέρεται να άσκησε στην ουκρανική κυβέρνηση το περασμένο καλοκαίρι – με την παρακράτηση της στρατιωτικής βοήθειας – προκειμένου εκείνη να διεξαγάγει έρευνα εις βάρος της οικογένειας του πολιτικού του αντιπάλου Τζο Μπάιντεν. Μοναδική «παραφωνία» στο ρεπουμπλικανικό πνεύμα αλληλεγγύης υπήρξε ο Μιτ Ρόμνι, πρώην αντίπαλος του Μπαράκ Ομπάμα στις εκλογές του 2012, ο οποίος για τους δικούς του λόγους αποφάσισε να ψηφίσει υπέρ της καθαίρεσης του Αμερικανού προέδρου.

Αμέσως μετά, η Γερουσία αθώωσε τον Τραμπ (με 53 ψήφους υπέρ έναντι 47 κατά) και για την κατηγορία της παρακώλυσης του Κογκρέσου επιχειρώντας να «παγώσει» μάρτυρες και έγγραφα τα οποία θα έριχναν φως στην υπόθεση. Εν προκειμένω, ο Ρόμνεϊ συντάχθηκε με τους υπόλοιπους Ρεπουμπλικανούς.

Και στις δύο ψηφοφορίες, οι γερουσιαστές σηκώθηκαν από τα έδρανά τους και ψήφισαν ένας ένας ξεχωριστά. Ο Αμερικανός πρόεδρος, σύμφωνα με ανώτερο αξιωματούχο, παρακολούθησε τη διαδικασία από τραπεζαρία του Λευκού Οίκου, μία αίθουσα την οποία χρησιμοποιεί ως χώρο ιδιωτικής μελέτης. Όπως ο ίδιος δήλωσε, τη δική του τελευταία κουβέντα επί της διαδικασίας θα την πει σήμερα το μεσημέρι (βράδυ ώρα Ελλάδας) με διάγγελμα προς το έθνος, στο οποίο βεβαίως θα θριαμβολογήσει «τη νίκη της χώρας στη φάρσα της δίκης».   

Η προβλέψιμη κατάληξη της δίκης του Τραμπ, όπου ο λόγος της παραπομπής του βρήκε ελάχιστο χώρο στην πολωμένη αίθουσα της Γερουσίας, αντικατοπτρίζει τέλεια την εποχή μας, σχολιάζει στο BBC ο Τζόναθαν Τάρλεϊ, καθηγητής Νομικής στο George Washington University.  

Οι δίκες είναι συχνά ένας καθρέφτης των κοινωνιών και των εποχών, επισημαίνει ο Τάρλεϊ για να εξηγήσει για ποιον λόγο δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως μία δίκη με πολιτικούς εκπροσώπους καθρεφτίζει την πολιτική ενός τόπου. Και μολονότι η διαδικασία δεν ήταν κολακευτική για καμία από τις δύο πλευρές, μία από τις σημαντικότερες πτυχές σε αυτή τη δίκη ήταν η ελάχιστη τελικά αξία όσων ακούστηκαν. «Ήταν η πρώτη μεταγγλωτισμένη δίκη, στην οποία οι συνήγοροι μετέφεραν κυρίως τα επιχειρήματα που ταίριαζαν στην υπόθεσή παρά ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα», υπογραμμίζει ο Τάρλεϊ.

Με ποιον ακριβώς τρόπο θα αποτυπωθεί η δίκη αυτή και ο αντίκτυπός της στην ιστορία των ΗΠΑ θα το κρίνει ο χρόνος – έως έναν βαθμό και το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου. Για την ώρα, οι δύο πλευρές, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί τινάζουν από πάνω τους την πολιτική σκόνη από τα συντρίμμια της δίκης και τρέχουν να προλάβουν ό,τι μπορούν εννέα μήνες πριν από τις εκλογές.

Σύμφωνα με την πλειονότητα των δημοσκοπήσεων, οι πολιτικές διαθέσεις των Αμερικανών δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες μεταβολές μετά τη δίκη. Τα ποσοστά του Τραμπ παραμένουν περίπου στα ίδια επίπεδα που βρίσκονται καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του και οι πιθανότητες για την επανεκλογή του – αν και όποιες προβλέψεις είναι σε αυτό το πρώιμο στάδιο παρακινδυνευμένες – παραμένουν μεγάλες. Το χάος που προκλήθηκε με τη μεγάλη καθυστέρηση των αποτελεσμάτων στην Αϊόβα, για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, καθώς και η γενικότερη αίσθηση της έλλειψης συγκεκριμένου προσανατολισμού στους κόλπους των Δημοκρατικών, ενδεχομένως κάνει πιο «εύκολη» για τον Τραμπ την κούρσα των προεδρικών εκλογών.

Η απόφαση να μην κλητευθούν μάρτυρες στη δίκη – που επίσης σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις βρίσκει αντίθετους τους Αμερικανούς – πιθανότατα θα έχει ξεχαστεί έως τον Νοέμβριο. Αμφότερες οι πλευρές άλλωστε, είχαν τη δική τους λογική και γι’ αυτό: οι μεν Δημοκρατικοί ήθελαν να ακούσουν μάρτυρες από το στενό περιβάλλον του Τραμπ (όπως ο πρώην σύμβουλος Ασφαλείας Τζον Μπόλτον), οι δε Ρεπουμπλικανοί ήθελαν να ακούσουν είτε τον γιο του Μπάιντεν (που ήταν στο Δ.Σ. της ουκρανικής Burisma) είτε τον άνθρωπο που έφερε στο φως όλη αυτήν την υπόθεση.

Σε μία αποτίμηση της αναμενόμενης απόφασης της Γερουσίας, οι Δημοκρατικοί εκτιμούν ότι απλώς ενθαρρύνει έναν πρόεδρο ο οποίος ούτως ή άλλως αδιαφορεί για τους πολιτικούς κανόνες, ένα πρόεδρο απειλή για τη δημοκρατία, έναν δημαγωγό που ενήργησε παράνομα περιφρονώντας την εξουσία του Κογκρέσου και άλλων θεσμών.

Εάν οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να επικοινωνήσουν το μήνυμά τους αυτό στους Αμερικανούς μένει να αποτυπωθεί στο εκλογικό εποτέλεσμα. Μέχρι στιγμής, οι δημοσκοπήσεις συγκλίνουν στο ότι τίποτα σχεδόν δεν άλλαξε από όλη τη συνολική διαδικασία της έρευνας και της δίκης. Οι δημοσκοπήσεις ωστόσο δεν μπορούν να μεταφέρουν όλη την ιστορία, ούτε και να προβλέψουν τον αντίκτυπο της διαδικασίας αν μη τι άλλο στην ιστορία της αμερικανικής αυτοκρατορίας.