Οι προϋποθέσεις επιδότησης της ανεργίας λόγω καταγγελίας, μετά από μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, περιλαμβάνονται σε εγκύκλιο του ΟΑΕΔ.
Συγκεκριμένα, ο άνεργος ο οποίος έχει ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχει το άρθρo 7 του ν. 2112/1920 (Α’ 67) και έχει θεωρήσει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ως καταγγελία της σχέσης εργασίας από τον εργοδότη, επιδοτείται, εάν, μαζί με την αίτηση για επιδότηση, προσκομίσει στον ΟΑΕΔ την εξώδικη δήλωση με την οποία άσκησε το εν λόγω δικαίωμα, καθώς και αποδεικτικό έγγραφο της κοινοποίησής της στον εργοδότη.
Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία για την υποβολή αίτησης για επιδότηση ξεκινά από την κοινοποίηση της εξώδικης δήλωσης στον εργοδότη.
Εντός έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης για επιδότηση, ο άνεργος οφείλει να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία του ΟΑΕΔ είτε έγγραφα που αποδεικνύουν την εξόφληση της αποζημίωσης απόλυσης από τον εργοδότη είτε την αγωγή που άσκησε κατά του εργοδότη, με βάση το ασκηθέν δικαίωμα που του παρέχει το άρθρo 7 του ν. 2112/1920.
Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και εάν η ασκηθείσα αγωγή δεν γίνει τελεσίδικα δεκτή, η επιδότηση ανεργίας διακόπτεται και τα ήδη καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται αναδρομικά. Εντός προθεσμίας 60 ημερών από την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδοθεί επί της αγωγής, τόσο ο άνεργος, όσο και ο εναγόμενος εργοδότης, εφόσον έχει ενημερωθεί από τον ΟΑΕΔ για την επιδότηση του ανέργου, υποχρεούνται να προσκομίσουν στον ΟΑΕΔ την εκδοθείσα απόφαση, αλλιώς επιβάλεται πρόστιμο, ύψους 300 ευρώ, σε βάρος καθενός από τους υπόχρεους.
Αντί να λάβει το επίδομα ανεργίας, κατά τα ανωτέρω, ο άνεργος, με σχετική αίτησή του προς τον ΟΑΕΔ, η οποία κατατίθεται ταυτόχρονα με την προσκόμιση της εξώδικης δήλωσης, μπορεί να επιλέξει να λάβει αναδρομικά το σύνολο της επιδότησης ανεργίας που δικαιούται, εφόσον προσκομίσει στον ΟΑΕΔ δικαστική απόφαση που κάνει τελεσίδικα δεκτή την αγωγή που άσκησε κατά του εργοδότη, με βάση το ασκηθέν δικαίωμα που του παρέχει το άρθρo 7 του ν. 2112/1920.
Προθεσμία υποβολής αίτησης – Δικαιολογητικά
Οι ασφαλισμένοι που άσκησαν το δικαίωμα του νόμου, προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, μπορούν να τύχουν επιδότησης, εφόσον υποβάλουν σχετική αίτηση στην αρμόδια Υπηρεσία ΚΠΑ2 του ΟΑΕΔ εντός 60 ημερών από την επομένη της επιδόσεως στον εργοδότη της αρχικής (αρχική θεωρείται η πρώτη σε χρονική σειρά εξώδικη δήλωση, στην περίπτωση που έχουν υποβληθεί περισσότερες από μία εξώδικες δηλώσεις για το ίδιο θέμα) εξωδίκου δηλώσεως ή της αγωγής εναντίον του, προσκομίζοντας πλέον των λοιπόν απαιτούμενων για την επιδότηση δικαιολογητικών:
Την εξώδικη δήλωση και την έκθεση επίδοσής της στον εργοδότη ή την αγωγή που απευθείας ασκήθηκε κατά του εργοδότη και την έκθεση επίδοσής της σε αυτόν.
Στην παρούσα διάταξη εντάσσονται, όσοι ασφαλισμένοι έχουν υποβάλει αίτηση τακτικής επιδότησης ανεργίας από τις 13 Σεπτεμβρίου 2017 και εξής.
Όσον αφορά στην ημερομηνία επίδοσης της εξωδίκου δηλώσεως ή της αγωγής, αυτή είναι δυνατόν να είναι προγενέστερη της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, υπό την προϋπόθεση ότι έως την ημερομηνία υποβολής αιτήσεως δεν παρήλθε η προθεσμία των 60 ημερών.
Σημειώνεται ότι δεν νοείται υπαγωγή στις εν λόγω διατάξεις με την προσκόμιση εξώδικης δήλωσης που επιδόθηκε στον εργοδότη, μετά την κατάθεση αγωγής εναντίον του.
Αναγνώριση της αξίωσης για επιδότηση
Η Υπηρεσία προβαίνει σε έκδοση δελτίου ανεργίας και αναγνώριση της αξίωσης του αιτούντος, εφόσον, βέβαια, πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις επιδότησης, ως εξής:
Α. Άμεσα, με βάση την εξώδικη δήλωση ή την αγωγή που προσκομίστηκε για την υποβολή της αίτησης. Πρόκειται για «πρόδρομη», υπό αίρεση επιδότηση, εφόσον χορηγείται, πριν αποδειχθεί η καταγγελία της σύμβασης του ασφαλισμένου είτε εξωδικαστικά, με βάση το πραγματικό γεγονός της καταβολής αποζημίωσης είτε δια της δικαστικής οδού, με βάση τελεσίδικη δικαστική απόφαση επί της αγωγής που κατατίθεται.
Β. Αναδρομικά, αφού η καταγγελία της σύμβασης του ασφαλισμένου αναγνωρισθεί με τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής του. Πρόκειται για επιδότηση που καταβάλλεται, χωρίς την επιφύλαξη της ως άνω περίπτωσης, εφόσον το γεγονός της απόλυσης έχει αναγνωρισθεί από τα αρμόδια δικαστήρια.
Η επιδότηση κατά την Α’ ή τη Β’ ως άνω περίπτωση εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του ασφαλισμένου, όπως αυτή ενυπόγραφα καταγράφεται σε Υπεύθυνη Δήλωση, που συνοδεύει την αίτηση επιδότησής του.
Η διαδικασία που ακολουθείται, ανάλογα με την υπαγωγή στην επιδότηση κατά την Α’ ή τη Β’ περίπτωση, είναι αναλυτικά η παρακάτω:
Α. Επιδότηση με βάση την εξώδικη δήλωση/αγωγή, χωρίς την αναμονή της τελεσιδικίας
Α.1. Γενικές Πληροφορίες
Ως ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης θα λογίζεται η αναγραφόμενη στην εξώδικη δήλωση/αγωγή ημερομηνία λύσης της εργασιακής σχέσης (όχι η ημερομηνία της επιδόσεως αυτής στον εργοδότη ή της άσκησης της αγωγής).
Για λόγους επιείκειας, όταν η ημερομηνία αυτή απέχει χρονικά από την ημερομηνία υποβολής αιτήσεως και ο ασφαλισμένος είναι νέος επιδοτούμενος, αφετηρία για την καταμέτρηση των ημερών εργασίας της παρ. 1 του άρθρ. 5 του ν. 1545/1985 (των 80 ημερών ασφάλισης κατ’ έτος) θα αποτελεί η δήλη (η αναφερόμενη στην εξώδικη δήλωση/αγωγή ως ημερομηνία καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης) ημερομηνία της καταγγελίας σύμβασης και όχι η ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως.
Όσον αφορά στην ημερομηνία έναρξης της επιδότησης, θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρ. 18 του ν. 2961/54 (Α’ 197) (έναρξη επιδότησης, μετά την πάροδο του εξαήμερου αναμονής).
Α.2. Επιδότηση με βάση την εξώδικη δήλωση
Εφόσον ο ασφαλισμένος αιτείται επιδότησης, προσκομίζοντας εξώδικη δήλωση, βάσει της οποίας επιθυμεί να επιδοτηθεί, αναλαμβάνει στην Υπεύθυνη Δήλωσή του την υποχρέωση εντός της αποκλειστικής προθεσμίας έξι μηνών από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεώς του να προσκομίσει στην Υπηρεσία είτε έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ξεκίνησε η καταβολή αποζημίωσής του από τον εργοδότη, λόγω της απόλυσής του είτε την αγωγή που θα ασκήσει κατά του εργοδότη του, δηλώνοντας παράλληλα ότι θα προσκομίσει την τελεσίδικη επ’ αυτής απόφαση εντός 60 ημερών από την επομένη της δημοσιεύσεώς της, άλλως υποχρεούται σε καταβολή προστίμου, ύψους 300 ευρώ.
Μετά την έγκριση της επιδότησης και, εφόσον ο ασφαλισμένος προσκομίζει εντός του εξαμήνου:
i. Δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την καταβολή μέρους ή την εξόφληση της αποζημίωσής του (ενδεικτικά: Απόδειξη καταβολής α’ δόσης αποζημίωσης, βεβαίωση εργοδότη περί καταβολής αποζημίωσης, κ.ο.κ.), η επιδότηση συνεχίζεται για όσο διάστημα έχει εγκριθεί, εφόσον δεν έχει ήδη ανασταλεί ή λήξει, παύοντας πλέον να είναι υπό αίρεση, καθώς στηρίζεται στο πραγματικό γεγονός της απόλυσης, όπως αυτή αποδεικνύεται από την καταβολή αποζημίωσης, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή και η προσκόμιση εντύπου καταγγελίας σύμβασης.
ii. Την αγωγή που τελικά κατέθεσε:
- Η επιδότηση καταβάλλεται έως τη λήξη της, εφόσον δεν έχει ήδη ανασταλεί ή λήξει. Παραμένει, όμως, υπό αίρεση, μέχρι την καθ’ οιονδήποτε τρόπο τελεσιδικία της υποθέσεως.
- Η Υπηρεσία ενημερώνει παράλληλα τον εργοδότη εγγράφως και επί αποδείξει παραλαβής για την επιδότηση του ασφαλισμένου και για την απορρέουσα εκ του νόμου υποχρέωση του ιδίου να προσκομίσει στον ΟΑΕΔ αντίγραφο της τελεσιδίκου αποφάσεως εντός 60 ημερών από την επομένη της δημοσιεύσεως αυτής, επί ποινή προστίμου, ύψους 300 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν προσκομίσει εντός της εξάμηνης προθεσμίας τα δικαιολογητικά για τα οποία δεσμεύτηκε, δηλαδή ούτε δικαιολογητικά αποζημίωσης, λόγω απόλυσης ούτε την αγωγή εναντίον του εργοδότη του, η Υπηρεσία θα προβαίνει σε ανάκληση του δελτίου ανεργίας και της επιδότησης, καθώς και σε καταλογισμό χρέους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ανεξαρτήτως των λόγων μη προσκόμισης αυτών (π.χ. αμέλεια του ενδιαφερομένου, κ.ο.κ.).
Στην περίπτωση μη καταβολής του καταλογισθέντος χρέους, ακολουθείται η διαδικασία σύνταξης πράξης βεβαίωσης οφειλής, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Α.3 Επιδότηση με βάση την αγωγή
Εφόσον ο ασφαλισμένος αιτείται επιδότησης, προσκομίζοντας την αγωγή που κατέθεσε εναντίον του εργοδότη του και δηλώνει ότι επιθυμεί να επιδοτηθεί άμεσα με βάση αυτήν, δεσμεύεται στην Υπεύθυνη Δήλωσή του μόνο για την προσκόμιση της τελεσίδικης επ’ αυτής απόφασης εντός 60 ημερών από την επομένη της δημοσιεύσεώς της, επί ποινή προστίμου, ύψους 300 ευρώ.
Α.4. Προσκόμιση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης
Στις περιπτώσεις που ο ασφαλισμένος επιδοτήθηκε ή επιδοτείται, προσκομίζοντας είτε εξαρχής την αγωγή του είτε εντός της εξάμηνης προθεσμίας, όταν η υπόθεση τελεσιδικήσει με οποιονδήποτε τρόπο (είτε αφού καταστεί τελεσίδικη η αρχική απόφαση του Πρωτοδικείου με την παρέλευση της προθεσμίας που είχαν τα ενδιαφερόμενα μέρη για την άσκηση έφεσης είτε αφού εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση από το Εφετείο) και η σχετική απόφαση περιέλθει στην Υπηρεσία, η επιδότηση:
α. Παύει να τελεί υπό αίρεση, αν με την τελεσίδικη απόφαση αναγνωρίζεται η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ασφαλισμένου ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, β. ανακαλείται και καταλογίζεται ως χρέος στον ασφαλισμένο το σύνολο των καταβληθέντων επιδομάτων και των αναλογούντων καταβληθέντων δώρων, χωρίς, ωστόσο, να ανακαλείται και το δελτίο ανεργίας, αν με την τελεσίδικη απόφαση δεν αναγνωρίζεται η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ασφαλισμένου ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, αλλά ως οικειοθελής αποχώρηση αυτού. Στην περίπτωση μη καταβολής του καταλογισθέντος χρέους, ακολουθείται η διαδικασία σύνταξης πράξης βεβαίωσης οφειλής, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Α.5 Επιβολή προστίμου
Κατά τη διάρκεια της κατά τα ως άνω εγκριθείσας επιδότησης των ασφαλισμένων – και δη κατά την προσέλευση αυτών για τη δήλωση της τρίμηνης παρουσίας τους-, οι Υπηρεσίες οφείλουν να ζητούν από τους ασφαλισμένους πληροφόρηση για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής τους. Ομοίως και μετά την αναστολή ή τη λήξη της επιδότησης και εφόσον οι ασφαλισμένοι δεν έχουν προσκομίσει ακόμα τη δημοσιευθείσα τελεσίδικη απόφαση, οι Υπηρεσίες οφείλουν να επικοινωνούν σε τακτά χρονικά διαστήματα τόσο με τους υποχρέους (ασφαλισμένο και εργοδότη) όσο και με τη Γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου, προκειμένου για την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας.
Μη προσκόμιση της τελεσίδικης απόφασης από τον ασφαλισμένο ή/και τον εργοδότη εντός της προθεσμίας των 60 ημερών, επιφέρει ως κύρωση την επιβολή προστίμου, ύψους 300 ευρώ, στο υπόχρεο μέρος που παρέβη την υποχρέωση, ανεξαρτήτως της εκπλήρωσης της υποχρέωσης από το άλλο υπόχρεο μέρος και της δικαστικής έκβασης της υπόθεσης.
Αρμόδιο όργανο για την επιβολή του προστίμου ορίστηκε, με την υπ’ αριθμ. 1449/10.1.2018 απόφαση της Διοικήτριας του Οργανισμού, ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας ΚΠΑ2, η δε διαδικασία επιβολής και είσπραξής του είναι η εξής:
- Κλήση του υποχρέου στην Υπηρεσία για ακρόαση των απόψεών του.
- Σύνταξη πρακτικού, στο οποίο θα καταγράφονται οι απόψεις του υποχρέου.
- Έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου.
- Κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο και γνωστοποίηση της υποχρέωσης καταβολής του προστίμου στον τραπεζικό λογαριασμό 040/546080-80 (IBAN: GR7701100400000004054608080).
- Προσκόμιση στην Υπηρεσία ΚΠΑ2 από τον υπόχρεο του αποδεικτικού κατάθεσης της τραπέζης, για να εκδοθεί το Γραμμάτιο Είσπραξης.
Η διαδικασία καταβολής προστίμου και προσκόμισης του αποδεικτικού στην Υπηρεσία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός 30 ημερών από της κοινοποιήσεως. Στην περίπτωση μη καταβολής του προστίμου, ακολουθείται η διαδικασία σύνταξης πράξης βεβαίωσης οφειλής, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Σημειώνεται ότι η επιβολή του προστίμου δεν επηρεάζει τη χορήγηση της επιδότησης. Τυχόν αντιρρήσεις κατά της πράξης επιβολής προστίμου θα εξετάζονται από τις αρμόδιες Επιτροπές Εκδίκασης Ενδικοφανών Προσφυγών (ΕΠ.ΕΚ.Ε.Π.).
Β. Επιδότηση, μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης
Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος, κατά την υποβολή της αίτησής του, δηλώνει ότι επιθυμεί να επιδοτηθεί, μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κατατεθείσας αγωγής του, στην ίδια Υπεύθυνη Δήλωση αναλαμβάνει την υποχρέωση να προσκομίσει την απόφαση αυτή εντός 60 ημερών από την επομένη της δημοσιεύσεώς της.
Η Υπηρεσία θέτει την αίτηση σε εκκρεμότητα, μέχρι την προσκόμιση της αποφάσεως και, εφόσον με αυτήν αναγνωρίζεται η καταγγελία της σύμβασης του ασφαλισμένου, προβαίνει σε αναδρομική καταβολή του συνόλου της επιδοτήσεως, με βάση τις ημερομηνίες αρχικής αιτήσεως και καταγγελίας της σύμβασης. Η ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης προκύπτει από τη δικαστική απόφαση, στην περίπτωση δε που η ημερομηνία αυτή απέχει χρονικά από την ημερομηνία υποβολής αιτήσεως και ο ασφαλισμένος είναι νέος επιδοτούμενος, ισχύουν τα αναφερόμενα στην παρ. Α.1 της παρούσας εγκυκλίου.
Δικαστική απόρριψη της αγωγής του ασφαλισμένου συνεπάγεται την απόρριψη και του αιτήματός του για τακτική επιδότηση ανεργίας, λόγω οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία του. Εκπρόθεσμη προσκόμιση της απόφασης δεν επιφέρει την επιβολή προστίμου. Συνεπάγεται, όμως, την απόρριψη του αιτήματος του ασφαλισμένου.
3. Παρακολούθηση των επιδοτήσεων που υπάγονται στην παρούσα διάταξη-Μηχανογραφική υλοποίηση
Η παρακολούθηση της εκπλήρωσης της υποχρέωσης του ασφαλισμένου να προσκομίσει εντός εξί μηνών είτε έγγραφα που αποδεικνύουν την αποζημίωσή του, λόγω απόλυσης είτε την αγωγή που κατέθεσε ή της υποχρέωσης του ασφαλισμένου και του εργοδότη να προσκομίσουν την τελεσίδικη απόφαση εντός 60 ημερών από της δημοσιεύσεώς της, εφόσον δεν καταβλήθηκε από τον εργοδότη αποζημίωση απόλυσης, αλλά και η παρακολούθηση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο Α.5 της παρούσας εγκυκλίου, των ενεργειών στις οποίες η ίδια η Υπηρεσία οφείλει να προβαίνει, κατά τη διάρκεια της επιδότησης και μετά τη λήξη αυτής, μέχρι την προσκόμιση της τελεσίδικης απόφασης, καθώς και της διαδικασίας επιβολής και καταβολής προστίμου, θα γίνεται από τις Υπηρεσίες με καταγραφή των απαιτούμενων στοιχείων σε αρχείο excel, μέχρι τη μηχανογραφική υλοποίηση σχετικής εφαρμογής.
4. Υποβολή αίτησης, μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης
Από τη νέα διάταξη, σε συνδυασμό με τις ισχύουσες περί προθεσμιών υποβολής αιτήσεων, μετά την άσκηση αγωγής διατάξεις, προκύπτει ότι οι ασφαλισμένοι που προσφεύγουν στα δικαστήρια, διατηρούν το δικαίωμά τους να υποβάλουν αίτηση είτε κατά τα ως άνω είτε εντός 60 ημερών από την επομένη της δημοσίευσης της τελεσίδικης απόφασης.
Η επιδότηση των ασφαλισμένων που χορηγήθηκε, βάσει της παρούσας διάταξης, με την προσκόμιση εξώδικης δήλωσης μη αρχικής, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων και βάσει της τελεσίδικης απόφασης του δικαστηρίου, δεν επηρεάζεται, όταν η απόφαση αναγνωρίζει ως γεγονός την καταγγελία της σύμβασης, εντασσόμενη στις προγενέστερες διατάξεις περί επιδότησης, κατόπιν έγερσης αγωγής. Ωστόσο, η ένταξη στις προγενέστερες διατάξεις, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν με την ως άνω εγκύκλιο, δεν αίρει την υποχρέωση τόσο του ασφαλισμένου όσο και του εργοδότη να προσκομίσουν την τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου. Η δε τυχόν μη εμπρόθεσμη προσκόμιση αυτής επιφέρει την επιβολή προστίμου, σύμφωνα με την παρ. Α.5 της παρούσας εγκυκλίου.
5. Εξώδικη δήλωση για τη θεώρηση της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας ως καταγγελίας σύμβασης εργασίας, κατόπιν άσκησης του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας
Στις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρ. 7 του ν. 1545/1985 (Α’ 91), όπως προσετέθησαν με το άρθρ. 51 του ν. 4488/2017 (Α’ 137), είναι δυνατόν να ενταχθούν και οι ασφαλισμένοι που είχαν προβεί αρχικά σε επίσχεση εργασίας, αλλά, εν συνεχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του προαναφερθέντος γ’ εδαφίου του άρθρ. 7 του ν. 2112/1920 (Α’ 67), θεώρησαν την αξιόλογη καθυστέρηση στην καταβολή των μισθών τους ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας τους και αυτήν ως καταγγελία της εργασιακής τους σύμβασης.
Στις περιπτώσεις αυτές, η εξώδικη δήλωση και μόνο συνιστά και παραίτηση από το δικαίωμα της επίσχεσης, βάσει δε αυτής ανακαλείται τυχόν επιδότηση, λόγω επίσχεσης, εκδίδεται δελτίο ανεργίας και εφαρμόζονται τα αναφερόμενα στην παρ. Α’: «Καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη ή το σύνδικο, μετά από πτώχευση της επιχείρησης είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά τη λήξη ή αναστολή της επιδότησης ανεργίας, λόγω επίσχεσης» της υπ’ αριθμ. 71211/16.9.2016 εγκυκλίου της Δ/νσης Ασφάλισης.
Στην εγκύκλιο σημειώνεται ότι, από της δημοσιεύσεως του νόμου, οποιαδήποτε άλλη εγκύκλιος ή οδηγία έρχεται σε αντίθεση με τα παραπάνω καταργείται.