Οι ειδικοί δεν έχουν ενιαία άποψη για τη σημασία και το αποτέλεσμα των κυρώσεων ως μέσου για την άσκηση πολιτικής. Όμως η έρευνα υποδεικνύει ότι οι ΗΠΑ κάνουν λάθη, επιμένοντας σε κυρώσεις κατά του Ιράν.
Ήδη τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Περικλής, κορυφαίος ηγέτης της κλασσικής Αθήνας, είχε αποπειραθεί να ασκήσει πιέσεις και πολιτική απειλώντας με κυρώσεις. Έκτοτε παραμένει αναπάντητο το ερώτημα, εάν και κατά πόσον οι κυρώσεις είναι πραγματικά αποτελεσματικές και οδηγούν στην αλλαγή συμπεριφοράς που επιδιώκει εκείνος που τις επιβάλλει. Στη δεκαετία του ´90 το αμερικανικό Ινστιούτο Πίτερσον για τη Διεθνή Οικονομία (PIIE) εξέδωσε σχετική μελέτη, στην οποία εξετάζει 200 διαφορετικές περιπτώσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο κυρώσεων, από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έως τις αρχές του 21ου αιώνα. Ο Κρίστιαν φον Σεστ, συνεργάτης του Ινστιτούτου Λάιμπνιτς για τις Διεθνείς Σχέσεις με έδρα το Αμβούργο, συνοψίζει τα εντυπωσιακά αποτελέσματα της έρευνας: «Αυτή η καταγραφή, την οποία υπογράφουν ο αμερικανός συνάδελφος Χούφμπαουερ και άλλοι επιστήμονες, υποδεικνύει ότι μόνο το ένα τρίτο των εμπορικών κυρώσεων επιτυγχάνει την αλλαγή συμπεριφοράς στην οποία αποσκοπεί. Άλλοι ερευνητές λένε μάλιστα ότι και αυτό είναι υπερβολικό και στην πραγματικότητα το ποσοστό δεν ξεπερνά το 5%».
Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που οι εμπορικές κυρώσεις συνοδεύονται από απειλή για χρήση στρατιωτικής βίας, είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς αν όντως εκείνες οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Επιπλέον, οι κυρώσεις δεν έχουν πάντα την ίδια στόχευση: μπορεί να αποβλέπουν σε αλλαγή συμπεριφοράς, μπορεί απλώς να περιορίζουν τις εναλλακτικές λύσεις ή μπορεί να επιβάλλονται ως ποινή για την παραβίαση διεθνών κανόνων. Το σίγουρο είναι οι κυρώσεις μπορούν να πλήξουν πιο εύκολα μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, παρά ένα αυταρχικό καθεστώς. Και αυτό γιατί, όπως λέει ο Κρίστιαν φον Σεστ, «στη δημοκρατία υπάρχουν δίαυλοι, μέσω των οποίων η κοινή γνώμη μπορεί να εκφράσει την αγανάκτησή της, ασκώντας πιέσεις στην ίδια την κυβέρνησή της».
Από την Κούβα στο Ιράν
Σε κάθε περίπτωση οι κυρώσεις μπορούν να επιφέρουν σημαντικό πλήγμα στην οικονομία μίας χώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κούβα ή επίσης η Βόρεια Κορέα. Ωστόσο και εδώ δεν υπήρξε αλλαγή συμπεριφοράς λόγω κυρώσεων. Διαφορετική είναι η περίπτωση του Ιράν: μετά τις κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ το 2010 και η ΕΕ δύο χρόνια αργότερα, οι εξαγωγές πετρελαίου κατέρρευσαν και το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά το ένα τρίτο. Τελικά το Ιράν αποδέχθηκε μία συμβιβαστική λύση στη διεθνή διαμάχη για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Κι όμως, τώρα βρίσκεται αντιμέτωπο με νέες κυρώσεις, τουλάχιστον από την πλευρά των ΗΠΑ. Όπως επισημαίνει ο Κρίστοφερ Ντάασε, «το Ιράν έχει τηρήσει τους κανόνες, έχει τηρήσει τη συμβαση που υπέγραψε. Πρέπει παρόλα αυτά να τιμωρηθεί;».
Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει βέβαια το δικό του αφήγημα: το Ιράν, λέει, τμωρείται με καταγγελία της σύμβασης και επιπλέον με εμπορικές κυρώσεις, διότι υποστηρίζει τη διεθνή τρομοκρατία, προκαλώντας αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με τον γερμανό αναλυτή «μπορείς να αντιδράσεις σε αυτή τη συμπεριφορά με κυρώσεις, ή να προσπαθήσεις τουλάχιστον. Αλλά το να καταγγείλεις μία συνθήκη την οποία είχες συνάψει για εντελώς διαφορετικούς λόγους, είναι κάτι που δεν συζητείται καν…».
Δυσδιάκριτη η στρατηγική Τραμπ
Συνοψίζοντας ο Κρίστιαν φον Σεστ υποστηρίζει ότι, με την τακτική που ακολουθεί, ο Ντόναλντ Τραμπ αγνοεί δύο βασικά κριτήρια για την αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων. Το πρώτο είναι η στόχευση. Από τη στιγμή που για την Τεχεράνη δεν είναι καν ξεκάθαρος ο λόγος για τον οποίο υφίσταται κυρώσεις, προφανώς οι κυρώσεις δεν θα είναι αποτελεσματικές. Και το δεύτερο: «Βασικό κριτήριο για την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων είναι η ενιαία επιβολή τους. Εκείνοι που αποφασίζουν να επιβάλουν κυρώσεις θα πρέπει να τηρούν ενιαίο μέτωπο, χωρίς διαιρέσεις» λέει ο γερμανός αναλυτής.
Θα καταφέρει όμως η Ουάσιγκτον να σμιλεύσει ενιαίο μέτωπο με τους Ευρωπαίους; Μάλλον αμφίβολο. Όπως επισημαίνει ο αναλυτής Κρίστοφερ Ντάασε «η ΕΕ σπανίως είχε επιδείξει τόσο αρραγή ενότητα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής όσο σε αυτό το ζήτημα. Είναι και μία ευκαιρία για την Ευρώπη να αποδείξει ότι μπορεί να αντιπαρατεθεί με τις ΗΠΑ, αλλά και να διερευνήσει νέες δυνατότητες συνεργασίας».