Προειδοποιητική βολή ή αρχή του τέλους του Ερντογάν; Γερμανοί αναλυτές επιχειρούν να αποκωδικοποιήσουν τα μηνύματα της κάλπης, δύο ημέρες μετά τις τοπικές εκλογές στην Τουρκία.
Συνοψίζοντας τα συμπεράσματα της εκλογικής αναμέτρησης η Süddeutsche Zeitung παρατηρεί ότι η Τουρκία έχει άμεση ανάγκη εσωτερικής συμφιλίωσης, διότι και αυτή η κάλπη κατέδειξε πόσο διχασμένη είναι η χώρα.
«Στη συντηρητική ανατολίτικη ενδοχώρα το AKP παραμένει ισχυρό. Εκεί έχει τους πιο πιστούς οπαδούς του. Σε όλα τα άκρα όμως υπάρχει εικόνα αποσύνθεσης. […]. Μέχρι το 2023 δεν θα πραγματοποιηθούν άλλες εκλογές στην Τουρκία. Είναι μια καλή ευκαιρία για περισυλλογή. Μέχρι σήμερα βέβαια ο Ερντογάν ήξερε μόνον μια συνταγή κάθε φορά που αισθανόταν ότι απειλείται: να ασκεί όλο και μεγαλύτερες πιέσεις. Ο χρόνος θα δείξει εάν οι χθεσινές εκλογές τού έγιναν μάθημα» γράφει.
«Η Τουρκία βρίσκεται μπροστά σε μεγάλη τομή» σημειώνει από την πλευρά της η Handelsblatt, προσθέτοντας πως «παρά τον άνισο προεκλογικό αγώνα προς όφελος του κυβερνώντος κόμματος, ο υποψήφιος του αντιπολιτευόμενου CHP κατάφερε να εκδιώξει από το αξίωμά του τον δήμαρχο του AKP στην Άγκυρα», ενώ «πιθανότατα να πρέπει να εγκαταλείψει και ο δήμαρχος του AKP στην Κωνσταντινούπολη».
«Στις δυο πόλεις ζει πάνω από το 25% των Τούρκων. Το άστρο του Ερντογάν δύει και γι΄ αυτό ευθύνεται το κόμμα του» σχολιάζει η οικονομική εφημερίδα.
Όπως αναφέρει η ΗΒ «μπορεί το AKP να αντλεί ψήφους από διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα, […] ωστόσο τα προβλήματα που προκάλεσε πρόσφατα ο Ερντογάν και οι συν αυτώ παρατρεχάμενοι πλήττουν και τους μεγαλύτερους οπαδούς του: Η οικονομική κρίση καταστρέφει θέσεις εργασίας, ο πληθωρισμός ροκανίζει τους τραπεζικούς λογαριασμούς της μεσαίας τάξης, η διαμάχη με τους συμμάχους στη Δύση αποκόπτει τους Τούρκους επιχειρηματίες από ξένες επενδύσεις. Ο Ερντογάν ήθελε να ενώσει την Τουρκία και να συμβάλει στον εκδημοκρατισμό και την οικονομική της ανάπτυξη. Το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει όμως ότι προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη πόλωση. Αντί να απευθυνθεί πολιτικά σε όλους τους Τούρκους, αυτός και το περιβάλλον του επικεντρώθηκαν στο πώς θα διευρύνουν την εξουσία τους. Αντί να είναι ενωτικός μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και το μπαράζ των φρικτών τρομοκρατικών επιθέσεων, ο Ερντογάν οδήγησε τη χώρα σε προεκλογικό αγώνα για μια αμφιλεγόμενη συνταγματική αναθεώρηση. Παράλληλα ξόδευε δισ. για να μην χάσει τους ψηφοφόρους του. Τώρα πληρώνει το τίμημα».
Σύμφωνα με την εφημερίδα ο Τούρκος πρόεδρος θα πρέπει τώρα να προαναγγείλει μεγάλες μεταρρυθμίσεις. «Ωστόσο, ακόμη κι αν καταφέρει να συνεχίσει να κυβερνά μέχρι τις επόμενες εκλογές, είναι σαφές το εξής: όπως ‘κατέλαβε’ ο Ερντογάν τη χώρα πριν από 25 χρόνια, έτσι και οι πολίτες προχωρούν τώρα σε ανακατάληψη της πατρίδας τους» καταλήγει το δημοσίευμα.
«Ευάλωτος ο Ερντογάν»
Η Frankfurter Rundschau εκτιμά πως η οικονομική κατάσταση ήταν ο κύριος λόγος που οδήγησε σε αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα
«Είχε διαφανεί ήδη στις προεδρικές εκλογές της περασμένης χρονιάς: ο Ερντογάν είναι ευάλωτος και η αντιπολίτευση έχει επιβιώσει παρά την καταστολή, την ‘κάθαρση΄ και τις δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις» γράφει.
«Η αντιπολίτευση κατάφερε να κερδίσει επτά από τις δέκα σημαντικότερες μεγαλουπόλεις παρότι ήταν αντιμέτωπη με τον απόλυτο σχεδόν κυβερνητικό έλεγχο των ΜΜΕ και τις προσπάθειες χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Το γεγονός ότι το AKP απώλεσε την εξουσία στη δυτική Τουρκία, συνιστά τομή, διότι οι πόλεις αυτές ενσαρκώνουν το μέλλον της χώρας, παράγουν τα 2/3 του ΑΕΠ και προσελκύουν τους νέους και όλους εκείνους που αναζητούν δουλειά» επισημαίνει η εφημερίδα.
Στο ίδιο μήκος κύματος η Stuttgarter Zeitung υποστηρίζει πως «η καταστροφική οικονομική κατάσταση ήταν η βασική αιτία για το ράπισμα στον Ερντογάν».
Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο ίδιο δημοσίευμα, «παρά την ιστορική ήττα, ο πρόεδρος παρέμεινε σχετικά ήρεμος, διότι παρά την περί του αντιθέτου αίσθηση, οι εκλογές αυτές δεν αφορούσαν εν τέλει το πρόσωπό του».
Σύμφωνα με την Stuttgarter Zeitung ο Ερντογάν συνεχίζει να έχει τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας και «μέχρι τις επόμενες εκλογές έχει τεσσεράμισι χρόνια στη διάθεσή του για να διασφαλίσει το αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησής του».