Skip to main content

Πρ. Παυλόπουλος: Ένα αντισυνταγματικό φορολογικό τεκμήριο – Το κατ’ ουσίαν αμάχητο τεκμήριο των άρθρων 15 επ. του ν. 5073/2023

(ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI)

Ο Πρ. Παυλόπουλος μετείχε σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Συντονιστική Επιτροπή Ελευθέρων Επαγγελματιών, Επιστημόνων, Επαγγελματοβιοτεχνών και Εμπόρων

Σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Συντονιστική Επιτροπή Ελευθέρων Επαγγελματιών, Επιστημόνων, Επαγγελματοβιοτεχνών και Εμπόρων, με θέμα «Ζητήματα Συνταγματικότητας του νέου Φορολογικού Νόμου», μετείχε ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος.

Στην ομιλία του με θέμα «Ένα αντισυνταγματικό φορολογικό τεκμήριο: Το κατ’ ουσίαν αμάχητο τεκμήριο των άρθρων 15 επ. του ν. 5073/2023», ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε μεταξύ άλλων ότι «η σημασία της ανάδειξης της ‘σύνθετης’ αντισυνταγματικότητας του κατ’ ουσίαν αμάχητου φορολογικού τεκμηρίου, που θεσπίζουν οι διατάξεις των άρθρων 15 επ. του ν. 5073/2023, έγκειται όχι μόνο στο εμφανές νομικό ενδιαφέρον της -κάτι το οποίο άλλωστε απασχολεί περισσότερο τον νομικό κόσμο, υπό την ευρεία του όρου έννοια- αλλά κατ’ εξοχήν στο ότι αποκαλύπτει και μια καίρια παθογένεια της κρατικής μηχανής, τουλάχιστον κατά το μέρος της εκείνο το οποίο αφορά την, κρισιμότατη για το κοινωνικό σύνολο και για την αποτελεσματικότητα του Κράτους, εν γένει δημοσιονομική οργάνωση και πολιτική. Τούτο οφείλεται και στο ότι η τακτική υιοθέτησης αμάχητων φορολογικών τεκμηρίων όχι μόνο δεν είναι νέα αλλ’ ανατρέχει στο απώτερο παρελθόν, και μάλιστα παγιούμενη και εντεινόμενη, παρά τις επανειλημμένες «προειδοποιήσεις» ιδίως της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας».

Όπως είπε, «η τακτική υιοθέτησης αμάχητων φορολογικών τεκμηρίων από την Εκτελεστική και την Νομοθετική Εξουσία έχει, μεταξύ άλλων πολλών, και μια πρόσθετη πλην όμως καταλυτικών επιπτώσεων για το Κράτος Δικαίου και την Κοινωνική Δικαιοσύνη ‘θλιβερή’ εξήγηση: Αδυνατώντας -ή και παραλείποντας, λόγω ‘μικρόψυχου’ υπολογισμού του κακώς νοούμενου ‘πολιτικού κόστους’- να θέσει τις βάσεις σύγχρονων και αποτελεσματικών δημόσιων υπηρεσιών, με το απαραίτητο σε αριθμό και καταξιωμένο σ’ εκπαίδευση και τεχνοκρατική πείρα προσωπικό, η Εκτελεστική Εξουσία, με ‘θεραπαινίδα’ πραγμάτωσης των επιλογών της την Νομοθετική Εξουσία, επιδίδεται σε ‘ανέξοδες’ πολιτικές είσπραξης άμεσων φόρων μέσω αμάχητων φορολογικών τεκμηρίων, τα οποία μοιραίως μεταθέτουν στους ‘ώμους’ των φορολογουμένων ένα ‘κυκλώπειο’ οικονομικό βάρος. Ακριβέστερα, παρατηρώντας παθητικώς και με έκδηλη ‘αμηχανία’ την ως άνω αδυναμία, η οποία οδηγεί κατά κάποιο τρόπο νομοτελειακώς στην δημοσιονομική ‘θεοποίηση’ των έμμεσων φόρων και, επέκεινα, στην συνακόλουθη ‘εκτόξευση’ των δεικτών ακρίβειας και πληθωρισμού -με όλες τις εντεύθεν συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο και για την κοινωνική συνοχή- οι Κυβερνήσεις ναι μεν αντιλαμβάνονται την ανάγκη αποτελεσματικής είσπραξης των θεσμοθετημένων άμεσων φόρων και πάταξης της φοροδιαφυγής. Πλην όμως δεν έχουν το πολιτικό ‘θάρρος’ ουσιαστικής μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος και των μηχανισμών του, τόσο σε ό,τι αφορά τις δομές του όσο και σε ό,τι αφορά το έμψυχο δυναμικό του, μολονότι υπάρχει -διεθνώς και όχι μόνο- αξιόλογη και αξιόπιστη εμπειρία ανάλογων μεταρρυθμίσεων».

Ο κ. Παυλόπουλος πρόσθεσε ότι «όλως αντιθέτως, υποκύπτοντας στις ‘σειρήνες’ της νοοτροπίας υπότροπων ‘Επιμηθέων’ καταφεύγουν στην θέσπιση αμάχητων φορολογικών τεκμηρίων -κυρίως όταν διαθέτουν την απαραίτητη και ‘πρόθυμη’ πλειοψηφία στην Βουλή- προκειμένου να εισπράξουν το μέγιστο των άμεσων φόρων με την ‘ελάσσονα’ κατά το δυνατόν προσπάθεια των αρμόδιων φορολογικών αρχών, και σε ό,τι αφορά τον καθορισμό της φορολογητέας ύλης και σε ό,τι αφορά τους αυτεπαγγέλτως διενεργούμενους αποδεικτικούς φορολογικούς ελέγχους».

Σύμφωνα με τον κ. Παυλόπουλο, «το αποτέλεσμα της κατά κανόνα προσφυγής σε μια τέτοια πολιτική -που αναδεικνύεται και σε άκρως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα κακής νομοθέτησης καθώς και κακοδιοίκησης- είναι, ιδίως σήμερα, κάτι παραπάνω από ορατό:

Από την μια πλευρά η πολιτική αυτή αποβαίνει, κατά πολύ μεγάλο μέρος, αναποτελεσματική. Αφού και η είσπραξη άμεσων φόρων ελάχιστα βελτιώνεται -αν βελτιώνεται- και οι έμμεσοι φόροι, όπως είναι αναμενόμενο, παραμένουν στα ίδια επίπεδα -αν δεν αυξάνονται μάλιστα- ενώ οι φορολογικές αρχές, από την πλευρά τους, ‘εθίζονται’ ακόμη περισσότερο στην νοοτροπία ενός είδους ‘φιλισταϊκής’ διοικητικής ‘αβελτηρίας’ η οποία με την σειρά της υποθάλπει, υποδορίως ή και εμφανώς, φαινόμενα αδιαφάνειας και διαφθοράς, επέκεινα δε και φαινόμενα εκτεταμένης φοροδιαφυγής. Και μάλιστα με ρυθμό που ακολουθεί ‘γεωμετρική πρόοδο’, όπως προκύπτει και από δείκτες αντικειμενικών ελέγχων οι οποίοι απαξιώνουν, δυστυχώς, διεθνώς την Χώρα μας.

Και, από την άλλη πλευρά, η ίδια αυτή πολιτική πλήττει ανεπανόρθωτα το Κράτος Δικαίου, ήτοι έναν από τους θεμελιώδεις πυλώνες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και τούτο διότι, φυσικά μεταξύ άλλων, αφενός αποδυναμώνεται ουσιωδώς η Αρχή της Νομιμότητας, δοθέντος ότι οι κείμενες φορολογικές διατάξεις δεν εφαρμόζονται αποτελεσματικώς στην πράξη -και λόγω της έντονης αδράνειας λειτουργίας των αντίστοιχων κυρωτικών μηχανισμών- οπότε έτσι καθίστανται leges minus quam perfectae ή και leges imperfectae. Και, αφετέρου, Θεμελιώδη Δικαιώματα των μελών του κοινωνικού συνόλου πλήττονται στον πυρήνα τους λόγω της γενικευμένης ‘αποσάθρωσης’ των βασικών συνιστωσών της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Περαιτέρω, και ως οιονεί ‘φυσική’ συνέπεια, οι ανισότητες διευρύνονται ανεξέλεγκτα και το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου -όπως και η Κοινωνική Δικαιοσύνη- αναντικατάστατη ‘αντηρίδα’ της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εμφανίζει τάσεις προϊούσας κατάρρευσης. Έτσι όμως η εμπιστοσύνη προς το Κράτος και προς την ικανότητά του να εκπληρώνει την αποστολή του, σύμφωνα με τα ‘προτάγματα’ της Δημοκρατικής Αρχής, χάνει σταδιακώς την απαραίτητη για την ‘συμπαγή’ θωράκιση του κοινωνικού ιστού ‘ικμάδα’ της, σε βαθμό που ‘αναβαθμίζει’ την αρχικώς εμφανιζόμενη κοινωνική ‘δυσανεξία’ σε σταδιακώς διογκούμενη κοινωνική οργή. Όσο και αν ορισμένοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δουν κατάματα την κατά τα ως άνω πραγματικότητα, οι επιπτώσεις της είναι πια κάτι παραπάνω από ορατές και καθιστούν κάτι παραπάνω από επειγόντως αναγκαίες τις τολμηρές αποφάσεις αντιμετώπισης αυτής της χρόνιας και ήδη σοβούσας επώδυνης κρίσης».