Skip to main content

Παναγιωτόπουλος-ΝΑΤΟ: Η Τουρκία δεν μπορεί να ζητεί διάλογο ενώ επιχειρεί να προκαλέσει τετελεσμένα

Σαφές μήνυμα προς την Τουρκία έστειλε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος, μιλώντας, στην 66η ετήσια Σύνοδο της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ, που πραγματοποιήθηκε, το Σάββατο, μέσω τηλεδιάσκεψης.

Κατά την ομιλία του, ο Ν. Παναγιωτόπουλος υπογράμμισε πως «η Ελλάδα σέβεται πλήρως τις αρχές του Βορειο-ατλαντικού Συμφώνου και ειδικά τη δέσμευση του Άρθρου 1, περί επιλύσεως οιασδήποτε διεθνούς διαφοράς με ειρηνικά μέσα και χωρίς χρήση βίας ή άλλο τρόπο ασυμβίβαστο προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών».

Επεσήμανε, όμως, ότι από τον Αύγουστο, «οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις βρίσκονται σε ετοιμότητα προκειμένου να αντιμετωπίσουν μια πρωτοφανή πρόκληση που απειλεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στην Ανατολική Μεσόγειο, όχι από τρίτη χώρα αλλά από κράτος – μέλος του ΝΑΤΟ, την Τουρκία».

Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας τόνισε προς τα μέλη της Επιτροπής Ασφαλείας και Αμύνης της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του ΝΑΤΟ ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές προς πάσα κατεύθυνση, από την αρχή της κρίσεως, «πως θα ήταν εφικτός ένας ουσιαστικός και εποικοδομητικός διάλογος εφ’ όσον θα αποσυρθεί το ερευνητικό σκάφος μαζί με τις ναυτικές μονάδες που το συνοδεύουν».

Υπενθύμισε, δε, ότι στις 12 Σεπτεμβρίου επετεύχθη η επανέναρξη των τεχνικών συζητήσεων υπό την εποπτεία της ηγεσίας του ΝΑΤΟ για τη δημιουργία μηχανισμού αποφυγής πιθανής εμπλοκής με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής πλευράς.

«Ωστόσο», είπε ο υπουργός, «η γειτονική χώρα προέβη σε νέα πρόκληση, κατά παράβαση των συμφωνημένων περί του μηχανισμού εκτόνωσης κρίσεων, αποστέλλοντας το ερευνητικό σκάφος ακόμα εγγύτερα προς τα νησιά».

«Η συμπεριφορά αυτή επιβεβαιώνει τη διάσταση μεταξύ των δηλώσεων και των ενεργειών εκ μέρους της γείτονος, πλήττοντας την αξιοπιστία της στη Συμμαχία, ενώ μαρτυρά και τις πραγματικές της προθέσεις. Δεν μπορεί να ζητεί διάλογο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ενώ επιχειρεί να προκαλέσει τετελεσμένα στην ίδια περιοχή» ανέφερε ο Ν. Παναγιωτόπουλος.

Αναφορικά με την αντίδραση της Ελλάδος, ο υπουργός Εθνικής ‘Αμυνας σημείωσε πως από τον Αύγουστο η χώρα μας αντιμετωπίζει τις εξελίξεις με ψυχραιμία, υπευθυνότητα και αυτοσυγκράτηση διατηρώντας πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα και αποφασιστικότητα.

Όπως εξήγησε, οι ενέργειες αυτές πλήττουν τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, την ενότητα και τη συνοχή της Συμμαχίας αφού αντιβαίνουν στο ‘Αρθρο 1 του Βορειο-Aτλαντικού Συμφώνου, αφού δεν συνιστούν έναν ειρηνικό τρόπο επίλυσης διαφοράς μεταξύ δύο Συμμάχων και γειτόνων. «Η διπλωματία των κανονιοφόρων δεν νοείται ως διάθεση ειρηνικής επιλύσεως», σχολίασε χαρακτηριστικά.

Επανέλαβε ότι η Ελλάδα επιθυμεί το διάλογο, ο οποίος θα διεξαχθεί με σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και όχι υπό την απειλή χρήσεως στρατιωτικής βίας, προκλήσεων και σχεδιασμένης παραπληροφορήσεως ενώ υπογράμμισε ότι ενώ ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ ζήτησε να αποφευχθούν οι σεισμικές ερευνητικές δραστηριότητες, δεν εισακούσθηκε.

Επιπλέον, ο υπουργός Εθνικής Αμύνης δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι αν δεν είχε προκύψει η υγειονομική κρίση εξαιτίας του κορονοϊού θα ήθελε να καλωσορίσει στην Αθήνα τα μέλη της Επιτροπής Ασφαλείας και Αμύνης της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του ΝΑΤΟ, ειδικά σήμερα, ανήμερα της Ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων.

Ακόμη, ο Ν. Παναγιωτόπουλος τόνισε ότι οι τρέχουσες γεωπολιτικές συνθήκες, οι προκλήσεις και οι απειλές για την ασφάλεια τόσο της Ελλάδος, όσο και της ευρύτερης περιοχής επιβάλλουν την ανάγκη για ισχυρές και άριστα εκπαιδευμένες Ένοπλες Δυνάμεις με αποτρεπτική ισχύ.

Για το λόγο αυτό, όπως είπε, η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής ‘Αμυνας εργάζεται ώστε να διαφυλαχθούν η εθνική ακεραιότητα, τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας και οι υποχρεώσεις έναντι της Συμμαχίας.

Υπενθύμισε ότι η Ελλάδα συμμετέχει στο ΝΑΤΟ από το 1952 και στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1981 επιβεβαιώνοντας την ιδιαίτερη θέση της στις δημοκρατικές χώρες της Δύσης.

Απαντώντας σε ερωτήσεις, ο Ν. Παναγιωτόπουλος υπογράμμισε ότι η χώρα μας υποστηρίζει την Ευρωατλαντική προοπτική χωρών Δυτικών Βαλκανίων, εδραζόμενη σε αρχές και προϋποθέσεις του Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ αλλά και πλήρη σεβασμό καλής γειτονίας.

Τόνισε, επίσης, ότι οι τουρκικοί ισχυρισμοί για αποστρατικοποίηση των νήσων του Αιγαίου είναι αβάσιμοι νομικά, η δε Ελλάδα, όπως όλα τα κυρίαρχα κράτη, έχει φυσικό και νομικό, βάσει του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, δικαίωμα άμυνας έναντι της σοβαρής απειλής από τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις σε περιοχές απέναντι από τα νησιά.