Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Τελικά, το χτίσιμο προσδοκιών περί περιθωρίων ανεξάρτητης χάραξης πολιτικής στη μεταμνημονιακή εποχή κινδυνεύει να λειτουργήσει περισσότερο αποσταθεροποιητικά παρά -ας το πούμε έτσι…- εμπνευστικά. Επίκεντρο συνεχίζει να είναι το μέτωπο των συντάξεων, το οποίο πλέον καθιερώνεται απ’ όλο το πολιτικό σκηνικό (θυμηθείτε την ομόθυμη πανηγυρική καταβύθιση του νόμου Γιαννίτση, πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες) ως κεντρικός στόχος πολιτικής.
Στη συζήτηση προσέρχονται κεντρικοί παρατηρητές/συντελεστές του ελληνικού πειράματος, όπως αυτό συνεχίζεται. Σιγήσαντος προσωρινά του Πιερ Μοσκοβισί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (έχει εκτραπεί προς Ιταλία), έχουμε τώρα την παρουσία τού με νωπή ακόμη την εμπειρία από την προεδρία του Eurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ να στηρίζει («η περικοπή δεν είναι απαραίτητη για δημοσιονομικούς λόγους, ούτε επηρεάζει διαρθρωτικά το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα»). Αλλά και ο διάδοχός του, ο νυν πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο είχε συμπαραταχθεί στην άποψη ότι οι συντάξεις «δεν είναι μέτρο διαρθρωτικής πολιτικής […] είναι ένα δημοσιονομικό μέτρο. Όλοι ξέρουμε ότι η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη απ’ ό,τι 19 μήνες νωρίτερα [όταν λήφθηκε η σχετική απόφαση]».
Εδώ όμως -και ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει τη θεσμική αρμοδιότητα για αποτίμηση των δημοσιονομικών προοπτικών όπως είχε επισημάνει και ο ίδιος ο Σεντένο, τίμησε με σιγή το ελληνικό Προσχέδιο προϋπολογισμού 2019 με τη μνεία του περί μη περικοπής…- μας προέκυψε χρησμός Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM. «Ο άνθρωπος που κουβαλάει το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους» έβαλε άκομψα ένα μπαστούνι στις ρόδες του ελληνικού ποδηλάτου που είχε αρχίσει να επιταχύνει – πώς; Με την αποδοχή/καταγραφή μεν του υπερπλεονάσματος/άνω του 3,5% του ΑΕΠ που έχει πετύχει η ελληνική οικονομία, αλλά με την προσθήκη ότι «το ποσό δεν είναι αρκετό για να δικαιολογεί αυτόματα την κατάργηση του μέτρου περικοπής των συντάξεων». Βέβαια φρόντισε ο Ρέγκλινγκ να αφήσει ανοιχτή τη συζήτηση -παραπέμποντας, πίσω, στο Eurogroup…- με την παρατήρηση «το κοιτάζουμε, το συζητάμε, το εξετάζουμε». Όμως…
…Όμως εκείνο που συνολικά οικοδομείται είναι τι; Ασάφεια. Αβεβαιότητα. Θολούρα. «Εναλλακτικά σενάρια». Καθώς, δε, ο ίδιος Κλάους Ρέγκλινγκ, με αφορμή την ιταλική κρίση, έκρινε χρήσιμο να ρίξει νερό και στον μύλο των αμφισβητήσεων περί των ελληνικών τραπεζών, ενώ παρέπεμψε και στο cash buffer της Ελλάδας, ώστε να δείξει ότι δεν υπάρχει ανάγκη βεβιασμένων κινήσεων, μένει πίσω η εντύπωση ότι -ακριβώς- η θολούρα αποτελεί μορφή πολιτικής διαχείρισης.
Επειδή πάντως τις μέρες αυτές είναι η τιμητική του Γερούν Ντέισελμπλουμ και του βιβλίου του «Η κρίση του ευρώ» (Εκδόσεις economia), η έμφασή του σ’ αυτήν τη στροφή των πραγμάτων είναι στην Ευρώπη συνολικά -και μάλιστα με τις Ευρωεκλογές στον άμεσο πολιτικό ορίζοντα, με την ιταλική εμπειρία εν εξελίξει κ.ο.κ.- όσο και στην Ελλάδα «να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη». Στην παρουσίαση του βιβλίου του παραδέχθηκε ότι τα αρχικά Προγράμματα προσαρμογής ήταν μη ρεαλιστικά στους χρόνους που έθεταν και υπερβολικά απαιτητικά στην έκταση της προσαρμογής που απαίτησαν – αρχικά της δημοσιονομικής, ύστερα και της διαρθρωτικής. Όμως από δω και πέρα συνέστησε στους Έλληνες πολίτες, αυριανούς ψηφοφόρους (και έδειξε καλά ενημερωμένος για τον πολιτικό κύκλο που ανοίγεται τώρα) να ρωτούν τις πολιτικές ηγεσίες, όταν ακούν εξαγγελίες, «από πού θα χρηματοδοτηθούν οι μειώσεις φόρων ή αυξήσεις δαπανών». Το κεντρικό μότο Ντέισελμπλουμ ήταν ζυγιασμένο: «Υπάρχουν μαθήματα για όλους».
Στην ίδια παρουσίαση του βιβλίου, ο Νίκος Βέττας του ΙΟΒΕ διερωτήθηκε κατά πόσο το σημερινό μίγμα πολιτικής είναι συμβατό με ουσιώδεις αναπτυξιακούς στόχους, αλλά και κατά πόσο η ισορροπία που εξασφαλίσθηκε στο ισοζύγιο είναι διατηρήσιμη – καθώς δεν δείχνει να έχει αλλάξει στην Ελλάδα η παραγωγική βάση. Για τον κ. Βέττα, ανοιχτό παραμένει πάντα το ερώτημα «πώς θα χειριστεί εφεξής η Ευρωζώνη τους αδύναμους κρίκους της» αλλά και πώς θα προχωρήσει η διαχείριση του συσσωρευμένου χρέους, έτσι όπως μπαίνουμε στη φάση ανοδικών επιτοκίων. Μια άλλη εκδοχή των «διδαγμάτων για όλους».
Στην ίδια διοργάνωση ο Θόδωρος Φέσσας, παρεμβαίνοντας ως ΣΕΒ, σημείωσε ότι δεν θα πρέπει -όταν γίνεται η αποτίμηση των διαδοχικών Προγραμμάτων προσαρμογής- να λησμονείται ο ρόλος που έπαιξαν στον σχεδιασμό των Προγραμμάτων και στην προσαρμογή τους, διαχρονικά, οι άνθρωποι της τρόικας/των θεσμών. Διότι μπορεί μεν να υπήρξε πρόβλημα «ιδιοκτησίας» των Προγραμμάτων από ελληνικής πλευράς, αλλά δεν παύουν να λειτούργησαν και σημαντικές αδυναμίες σχεδιασμού τους.
Τα «διδάγματα για όλους» δεν είναι ευθύγραμμη υπόθεση, τελικά.