Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μέσα στον θόρυβο των ημερών, πέρασε κάπως σαν «εξωτερική» ως προς τα ελληνικά μας πράγματα η είδηση: με πρωτοβουλία της Γιάννας Αγγελοπούλου, ένα πρόγραμμα για Έρευνα, Τεχνολογία και Καινοτομία ξεκινάει στο Πανεπιστήμιο του Cambridge -και μάλιστα στο πρωτοπόρο Cavendish Laboratory στον χώρο των φυσικών επιστημών που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα αριθμώντας πλέον κάπου 30 νομπελίστες στις τάξεις του…- σε άμεση διασύνδεση με το εκεί ερευνητικό/επιχειρηματικό cluster, που τις τελευταίες δεκαετίες έχει τοποθετήσει το Cambridge εντελώς διαφορετικά στον χάρτη της διεθνούς καινοτομίας.
Ζώντας σε μια ελληνική πραγματικότητα όπου με χίλιους-μύριους κόπους η διασύνδεση Πανεπιστημίου και βασικής έρευνας με την επιχειρηματική εφαρμογή προσπαθεί να προσπεράσει αγκυλώσεις και προβλήματα αποδοχής, και όπου η γνώριμη ανά την Ευρώπη και τον κόσμο αναζήτηση ταλέντων στον ακαδημαϊκό κόσμο από τις επιχειρήσεις ακόμη αργεί, η πρωτοβουλία αυτή ηχεί απόμακρη.
Το θέμα είναι ότι το GAPSTI, ακρωνύμιο με το οποίο το Πρόγραμμα αυτό επιδιώκει να γίνει γνωστό, πηγαίνει πολύ πιο μακριά από μια απλή συνεργασία πανεπιστημιακής έρευνας-επιχειρηματικότητας. Τι κάνει; Επωφελείται από την παράδοση που έχει δημιουργηθεί στο Cambridge για τη στενή σύνδεση και τον αλληλεπηρεασμό εκπαίδευσης στην αιχμή, βασικής έρευνας και αναζήτησης πρακτικών εφαρμογών: εκείνο που οι «Financial Times» βάφτισαν «το φαινόμενο Cambridge» έχει φτάσει πλέον να φιλοξενεί πάνω από 1.500 επιχειρήσεις τεχνολογικής αιχμής με σχεδόν 60.000 ανθρώπους να δημιουργούν προϊόντα και εφαρμογές (γίνεται λόγος για σύνολο τζίρου άνω των 15 δισ. ευρώ ετησίως), κυρίως όμως να οδηγεί σε όλο και πιο προωθημένες περιοχές έρευνας. Και εφαρμογών που διεκδικούν την έννοια «disruptive», που αλλάζουν δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα. Άμα κανείς επιχειρήσει να παραλληλίσει στους ανθρώπους του Cambridge τη δράση τους με την καλιφορνέζικη Silicon Valley, κινδυνεύει να εισπράξει είτε γενική ενόχληση, είτε όχι-και-τόσο ευγενική απόρριψη.
Εκείνο που θεωρούν ότι ξεχωρίζει τη δική τους προσέγγιση, είναι ότι δεν έρχονται απλώς επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν ή/και οι χρηματοδότες να στηρίξουν έρευνα που έχει ήδη γίνει και καταλήξει, αλλά και ούτε πηγαίνουν να επηρεάσουν, να κατευθύνουν ή (πολύ περισσότερο) να «παραγγείλουν» έρευνα. Αντί γι’ αυτό, αναπτύσσεται μια εξαρχής σχέση αλληλοενημέρωσης και αλληλεπίδρασης, όσο η έρευνα εξελίσσεται και ιχνηλατούνται προοπτικές, οι οποίες συγκεντρώνουν επιχειρηματικό ενδιαφέρον: αυτό, με τη σειρά του, εξασφαλίζει όχι απλώς πόρους -η σύγχρονη έρευνα και τεχνολογία απαιτούν συγκλονιστικούς οικονομικούς πόρους!- αλλά και οργανωτικότητα, χτίσιμο συνεργασιών, κινητοποίηση κεντρικής ακαδημαϊκής και δημόσιας/ευρωπαϊκής στήριξης. Όσο τα αποτελέσματα ωριμάζουν, είτε ενσωματώνονται σε υφιστάμενα σχήματα, είτε ενθαρρύνονται (και στηρίζονται, πάλιν, οργανωτικά, νομικά, διοικητικά) ώστε να πάρουν τον δικό τους δρόμο σαν start-ups. Όμως -και εδώ είναι η ουσία!- σε παγκόσμια ανταγωνιστική κλίμακα.
Επιλέγοντας ως πρώτους κλάδους δραστηριοποίησης την υπολογιστική φυσική – Computational Multiphysics – και τα ενεργειακά υλικά – Energy Materials and Devices – το Πρόγραμμα GAPSTI θέλει να κάνει συνεχή διερεύνηση των αναγκών που δημιουργούνται στην εφαρμοσμένη τεχνολογία, στον επιχειρηματικό κόσμο αλλά και στην κοινωνική δομή, ώστε να «βλέπει» πού πηγαίνουν οι προωθημένες εφαρμογές. Από αεροναυπηγική μέχρι αυτοκίνηση (εδώ θα βρείτε από διαστημική τεχνολογία μέχρι νέες μορφές κυκλοφορίας στις πόλεις), από καθαρές και πιο αποτελεσματικές μορφές παραγωγής ενέργειας μέχρι μεταφορά χωρίς απώλειες ή και αποθήκευση της ενέργειας. Μεγάλες εταιρείες όπως η Boeing ή η Jaguar αλλά και πολυμελείς ομάδες, όπως οι 250 ερευνητές του Maxwell Centre του Cavendish στην ενεργειακή έρευνα, συντρέχουν στη συνεργατική αυτή προώθηση της καινοτομίας. Ενώ η έρευνα, ακριβώς επειδή κινείται στην πρωτοπορία, βρίσκεται σταθερά στο ραντάρ τόσο των επιχειρήσεων (ο ανταγωνισμός τους πηγαίνει όλο και πιο πίσω, σε αρχικές φάσεις, όλο και πιο κοντά στην έρευνα) όσο και των χρηματοδοτικών σχημάτων ή/και των ευρωπαϊκών μηχανισμών (στο ερώτημα «how big is this business?»/πόσο μεγάλες είναι αυτές οι δουλειές, η απάντηση είναι «the thing that matters is how deep it goes»/ εκείνο που μετράει είναι πόσο εις βάθος πηγαίνει). Πόσο θα «ανακαλύψει» ερευνητικό προσωπικό πρώτης γραμμής. πόσο θα αναδείξει τη δουλειά του. πώς θα τα διασυνδέσει…
Και η ελληνική διάσταση, σε όλα αυτά; Το GAPSTI υπόσχεται εξαρχής να αναζητήσει δυνατότητες διασύνδεσης με Ελλάδα -με το χτίσιμο δικτύων και με λειτουργία κοινών πρωτοβουλιών- και να φέρει τον κόσμο που θα κινητοποιήσει σε συνεχή διαβούλευση με πανεπιστημιακούς, ερευνητές και τον χώρο της διαμόρφωσης ερευνητικής πολιτικής. Στην ακραία ρεαλιστική κόνιστρα της εφαρμοσμένης έρευνας, μπορεί η διατύπωση να ξενίσει. Όμως «χτίζοντας κάτι από μέλλον» είναι μια περιγραφή.