Μία φορά τον χρόνο η ηγεσία τόσο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσο και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ μεταβαίνουν στα βουνά για αποτίμηση των πολιτικών τους. Η ΕΚΤ διεξάγει κάθε Ιούνιο φόρουμ στη Σίντρα, μία πόλη στους πρόποδες της ομώνυμης πορτογαλικής οροσειράς, ενώ η Fed συγκεντρώνεται στα τέλη Αυγούστου στο Τζάκσον Χολ, στο Ουαϊόμινγκ, για το οικονομικό συμπόσιο του παραρτήματός της στο Κάνσας Σίτι. Αναδρομικά, τα φετινά σχόλια του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και του προέδρου της Fed Τζερόμ Πάουελ, δίνουν μία εικόνα της συνολικής προοπτικής και των πρόσφατων πολιτικών δράσεων των δύο τραπεζών, οι οποίες συμπίπτουν, αλλά δεν συντονίζονται.
Στο Τζάκσον Χολ, ο Πάουελ χαρακτήρισε την πρόκληση για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές όχι προσωπικές (ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ), αλλά λειτουργικές: η αυξημένη αβεβαιότητα του εμπορίου, ανέφερε, ανέδειξε μία νέα συρρίκνωση της συνολικής ζήτησης. Το 2018 οι περισσότεροι αξιωματούχοι της Fed πίστευαν ότι η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 3% ήταν μη βιώσιμη. Η αξιολόγηση αυτή οδήγησε τη Fed σε αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τέσσερις φορές.
Αυτό το παράδειγμα καταδεικνύει τις παγίδες της χάραξης πολιτικής σε πραγματικό χρόνο. Έναν χρόνο αργότερα, το Γραφείο Οικονομικής Ανάλυσης μείωσε κατά σχεδόν 0,50% την αύξηση του ΑΕΠ για το 2018, ενώ το Γραφείο Στατιστικής αναθεώρησε προς τα κάτω την εκτίμησή του για τη μηνιαία αύξηση της απασχόλησης. Μεταξύ των μηχανισμών των οποίων η αύξηση των επιτοκίων επιβραδύνει τη συνολική ζήτηση είναι η αγορά συναλλάγματος. Όταν η Fed προχωράει σε σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, καθώς άλλες κεντρικές τράπεζες διατηρούν στο χαμηλότερο επίπεδο τα ονομαστικά τους επιτόκια, το δολάριο ενισχύεται.
Ουσιαστικά, η ανατίμηση του δολαρίου είναι ένα κανάλι μέσω του οποίου οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής «δωρίζουν» εγχώρια οικονομική ισχύ στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ που έχουν πιο αδύναμα και πιο ελκυστικά νομίσματα.
Όμως δεν ήταν η κριτική του Τραμπ για την ανατίμηση του δολαρίου που ανάγκασε τη Fed να αλλάξει πορεία. Αντίθετα, οι εμπορικές πολιτικές του Τραμπ αύξησαν την αβεβαιότητα σχετικά με τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Οι επενδύσεις σε μακροπρόθεσμα κεφάλαια είναι πάντα επικίνδυνες για μία επιχείρηση. Όταν προκύπτουν αμφιβολίες για μία τέτοια επένδυση, τότε λιγότερα κεφάλαια διοχετεύονται σε αυτή.
Καθώς οι εμπορικές εντάσεις κλιμακώθηκαν, οι αξιωματούχοι της Fed άρχισαν να χαλαρώνουν τη νομισματική τους πολιτική.
Ορισμένοι οικονομικοί μηχανισμοί, ωστόσο, είναι ασύμμετροι. Όταν η Fed σφίγγει τη νομισματική της πολιτική, οι άλλες κεντρικές τράπεζες δεν ακολουθούν πάντοτε προτιμώντας την υποτίμηση των νομισμάτων τους. Αντίθετα, όταν η Fed χαλαρώνει την πολιτική της, πολύ λιγότεροι εταίροι είναι πρόθυμοι να αφήσουν τα νομίσματά τους να ανατιμηθούν, έτσι ώστε το δολάριο να μπορεί να υποτιμηθεί. Κανείς δεν προσφέρεται εθελοντικά επειδή όλοι φοβούνται την ανοδική πίεση στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Η προηγούμενη γενιά κεντρικών τραπεζιτών θα βασιζόταν στην άμεση παρέμβαση στην αγορά συναλλάγματος για την επίτευξη του ίδιου στόχου. Όμως, ενώ αυτό γίνεται ακόμα στις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών, η χρήση αποθεματικών από μία προηγμένη οικονομία θα προκαλούσε την αγανάκτηση των εταίρων της. Αντ’ αυτού, επιτυγχάνουν το ίδιο μεταβάλλοντας τα επιτόκια των πολιτικών για να εκτρέψουν την εκτίμηση και να υποδεχτούν τη μέτρια υποτίμηση.
Κατά συνέπεια, όταν η Fed στρέφεται γύρω από τον άξονά της, όλες οι υπόλοιπες μεγάλες κεντρικές τράπεζες ακολουθούν. Ο Ντράγκι έσπρωξε την ΕΚΤ προς αυτή την κατεύθυνση στη Σίντρα και ακολούθησε περαιτέρω χαλάρωση στις 12 Σεπτεμβρίου, προκαλώντας την οργή του Τραμπ, καθώς είδε την κίνηση ως στοχευμένη προς τη συναλλαγματική ισοτιμία. Εν μέρει έχει δίκιο, το ασθενέστερο ευρώ είναι το ενδιάμεσο αποτέλεσμα που επιδιώκει ο Ντράγκι για να στηρίξει μία οικονομία που επιβραδύνει και να φέρει τον πληθωρισμό στον στόχο της ΕΚΤ κοντά, αλλά κάτω από το 2%.
Ο Τραμπ θα προτιμούσε ο Πάουελ να δράσει πιο γρήγορα από τους ομολόγους του στον αγώνα για τη μείωση των επιτοκίων. Το πρόβλημα του Πάουελ είναι ότι η αμερικανική οικονομία προφανώς δεν απαιτεί τέτοια στήριξη. Τα στοιχεία για την αγορά εργασίας παραμένουν ισχυρά και οι μισθοί αυξάνονται. Το παγκόσμιο εμπόριο μπορεί να βρίσκεται σε ύφεση, όμως η αμερικανική οικονομία δεν εξαρτάται τόσο από τους εμπορικούς της εταίρους στο παγκόσμιο εμπόριο.
Πιθανώς για τη βαθιά και ποτέ μη εκφρασμένη απογοήτευση του Πάουελ, η Fed ορίζει τη νομισματική της πολιτική κατά τρόπο που αυξάνει την πιθανότητα επανεκλογής του Τραμπ τον επόμενο χρόνο. Η εντολή αυτή δεν περιλαμβάνεται στο καταστατικό της Federal Reserve καθώς η Fed υποτίθεται ότι έχει στόχο τη μέγιστη απασχόληση και τις σταθερές τιμές. Επομένως, η εντολή της για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη απαιτεί από τον Πάουελ να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις της πολιτικής αβεβαιότητας υπό την κυβέρνηση Τραμπ.
Οι αξιωματούχοι της Fed δεν σκέφτονται να αφήσουν σκόπιμα την οικονομία να οπισθοχωρήσει μέχρι τις εκλογές του 2020. Αν ο Πάουελ πετύχει, ο Τραμπ θα πρέπει να επωμισθεί το κόστος των δηλώσεων και των ενεργειών του ή πιθανόν θα επιδοθεί σε νέες επιθέσεις.
Υπάρχει λόγος που ο Πάουελ έχει συχνά ένα προβληματισμένο παρουσιαστικό μετά το Τζάκσον Χολ.