Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Χατζηλίδη
[email protected]
Ο πρωθυπουργός παρουσίασε χθες από το βήμα της Βουλής το σχέδιο της κυβέρνησής του για το προσφυγικό – μεταναστευτικό. Υποστήριξε ότι, σε σχέση με το 2015, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα είναι μεταναστευτικό και όχι προσφυγικό και παρέθεσε τους τρόπους αντιμετώπισης του μείζονος ζητήματος. Με την ουσία της σχεδιασθείσας παρέμβασης μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει, ανάλογα με τις αντιλήψεις ή τις ιδεολογικές του καταβολές. Πάμε τώρα στη σημειολογία.
Ανάμεσα σε άλλα, μία αναφορά του κ. Μητσοτάκη προκάλεσε αίσθηση. «Τα προσφυγόπουλα πρέπει να αισθάνονται και θα αισθάνονται Έλληνες. Και θα πάνε σε ελληνικό σχολείο και εάν είναι άριστοι μαθητές, να σηκώσουν την ελληνική σημαία. Αυτό είναι το σωστό. Μακριά από εμάς τα ξενοφοβικά» είπε ο πρωθυπουργός. Αυτονόητα πράγματα, θα πει κανείς. Αν είναι αυτονόητα, γιατί αυτό το απόσπασμα της ομιλίας του ήταν που έγινε τίτλος στις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες και συζητήθηκε τόσο πολύ στα social media, εισπράττοντας θετικά σχόλια από πολλούς φίλους και κυρίως από αντιπάλους; Διότι αποτελεί μία ηχηρή υπενθύμιση της φιλελεύθερης και προοδευτικής εκδοχής Μητσοτάκη, αυτής δηλαδή που κυρίως χαρακτήριζε την πολιτική του προσωπικότητα μέχρι τη στιγμή που έγινε αρχηγός της Ν.Δ. Από εκεί και πέρα, ευρισκόμενος στην αντιπολίτευση, ως αρχηγός του μεγάλου κεντροδεξιού -και άρα πολυσυλλεκτικού- κόμματος της χώρας, ήταν αναμενόμενο πού και πού να την αφήνει στην άκρη – όπως έκανε με τις Πρέσπες.
Πλέον, όμως, ως πρωθυπουργός έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Και ως εκ τούτου μπορεί να φέρνει την ατζέντα στα οικεία για τον ίδιο πολιτικά νερά του μεσαίου χώρου. Η λογική λέει ότι όσο περνάει ο καιρός, θα το κάνει όλο και πιο πολύ, όλο και πιο συχνά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, αντί να αναλύσει τους λόγους της διαμορφούμενης κυριαρχίας Μητσοτάκη στο κέντρο, επιμένει να μιλά για «νεοφιλελεύθερο νεομητσοτακισμό» και φλερτ με την «ακροδεξιά», αντιμετωπίζοντας ο ίδιος με φοβικά και ενοχικά σύνδρομα τον δικό του αναγκαίο μετασχηματισμό σε ένα σύγχρονο κεντροαριστερό, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Περιορίζεται σε ρηχές αναφορές στο ΠΑΣΟΚ του 1981 και ελπίζει στα «αντιμητσοτακικά» ανακλαστικά των ψηφοφόρων της λεγόμενης προοδευτικής παράταξης.
Έτσι, όμως, δείχνει να μην κατανοεί πως οι εποχές έχουν αλλάξει, χάνοντας ζωτικό πολιτικό χώρο τον οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι έτοιμος να κατακτήσει. Διότι η επικράτηση στο πολιτικό κέντρο, στον λεγόμενο μεσαίο χώρο, είναι που τελικά κρίνει τις εκλογές και εξασφαλίζει πολιτική ηγεμονία.