Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Αν η Ελλάδα θέλει όντως να είναι πραγματικό ευρωπαϊκό σύνορο, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει, προς κάθε κατεύθυνση, ποια είναι και η ευρωπαϊκή της πολιτική.
Έχει πέρα για πέρα δίκιο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν λέει ότι η Ελλάδα είναι σύνορο της Ευρώπης και θα κάνει ό,τι πρέπει ώστε το γεγονός αυτό πέρα από τυπικό να γίνει και ουσιαστικό. Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος να εμπλέξει την Ε.Ε. με έργα και δράσεις στην προστασία των συνόρων της και άρα κυριαρχικών δικαιωμάτων της. Και δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι μια τέτοια εμπλοκή θα έχει τεράστιο γεωπολιτικό βάρος αλλά και ειδική σημασία για την ίδια την πολιτική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η από κοινού προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων προϋποθέτει ή συνεπάγεται και μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική, που για την Ένωση είναι μέγα ζητούμενο τα τελευταία χρόνια.
Πέρα όμως από την ικανοποίηση αυτού του ζητούμενου, μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και εξωτερικών σχέσεων απαιτεί και από ελληνικής πλευράς σοβαρές αναθεωρήσεις. Σε μια περίοδο, έτσι, όπου η Ευρώπη κάνει σοβαρά βήματα ενοποιητικής προόδου, καιρός είναι κάτι παρόμοιο να συμβεί και με την εξωτερική μας πολιτική.
Στη χώρα όπου πριν από πέντε χρόνια κάποιοι χόρευαν για την επικράτηση του «όχι» στην Ε.Ε. στο περίφημο δημοψήφισμα ιλαροτραγωδία, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι από κάθε άποψη η θέση της χώρας μας είναι στον χώρο του κράτους δικαίου και όχι σε ανατολίτικα παζάρια.
Σε επίπεδο εξωτερικών σχέσεων, όπως τόνιζε πρόσφατα σε άρθρο του ο καθηγητής Παύλος Ελευθεριάδης, η πιο σημαντική σχέση της Ελλάδας είναι με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Καμία άλλη σχέση δεν έχει την ίδια σημασία για εμάς, ούτε η σχέση με τις ΗΠΑ ή την Κίνα, ούτε και φυσικά η σχέση με την Τουρκία. Το μέλλον μας εξαρτάται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό δυστυχώς δεν έχει γίνει ακόμα κοινό κτήμα της εξωτερικής μας πολιτικής. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι η πλειοψηφία των έμπειρων στελεχών μας στο υπουργείο Εξωτερικών, καθοδηγούμενοι από όσα διδάχθηκαν από τις κρίσεις του ‘80 και ‘90, έχουν την προσοχή τους διαρκώς προς την Ανατολή.
Συχνά βλέπουμε, έτσι, αξιωματούχους της ελληνικής διπλωματίας να ασχολούνται με το πώς θα ακυρώσουν, ανασκευάσουν ή διεκτραγωδήσουν τις εκάστοτε διεκδικήσεις του κ. Ερντογάν ή τις δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων ή υποναυάρχων. Η διαρκής ενασχόληση με την Τουρκία δεν είναι όμως εξωτερική πολιτική. Πρέπει να γνωρίζουμε τους γείτονές μας. Δεν εξαρτάται όμως το μέλλον μας από το αν θα ακυρώσουμε τις επιδιώξεις τους. Αυτή η διπλωματική υπερδιέγερση για την Τουρκία είναι τελικά αντιπαραγωγική.
Η απειλή, που πράγματι αποτελεί το καθεστώς Ερντογάν για την ειρήνη στο Αιγαίο και γενικότερα στη Μεσόγειο, δεν μπορεί να είναι η μόνη προτεραιότητα του υπουργείου Εξωτερικών.
Ποια είναι μια εναλλακτική εξωτερική πολιτική; Ως μέλος της E.E. και ως μια από τις παλαιότερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρώπης, της οποίας το κοινοβούλιο λειτουργεί από το 1844, ο ρόλος μας είναι να συνεισφέρουμε στην ευρωπαϊκή πολιτική με δημιουργικές και σοβαρές προτάσεις για τα πιο κεντρικά της ζητήματα, που απασχολούν τα κράτη-μέλη στο σύνολό τους. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να συνεισφέρουμε λύσεις και προτάσεις για τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Eυρωπαϊκή Ενωση, στους θεσμούς της, στην Ευρωζώνη, στο Μεταναστευτικό, αλλά και την προστασία της E.E. από τους εχθρούς της, είτε εντός ή εκτός των συνόρων, την προστασία του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, για την ειρήνη και πρόοδο στα Βαλκάνια.
Είναι ζωτική ανάγκη επίσης να καταλάβουμε, όχι μόνον σε επίπεδο ελίτ, ποιοι είναι οι νέοι κίνδυνοι για τις δημοκρατικές κοινωνίες σε θρησκευτικό και ιδεολογικό επίπεδο και πώς οι εχθροί τους ήδη τις διαβρώνουν από μέσα.
Αναφορικά δε με τους νέους πολέμους καλόν είναι, όπως είπε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Θεσσαλονίκη, να ρίξουμε βάρος στην κυβερνοασφάλεια και στις άτυπες ψηφιακές επιθέσεις.
Ειδικό βάρος θα πρέπει να δοθεί επίσης και στις υπηρεσίες πληροφοριών που διαθέτει η χώρα. Οι νέοι πόλεμοι γίνονται πλέον και με αόρατους στρατούς, όχι τόσο σε πεδία μαχών, όσο στην κοινωνία, την οικονομία, την παιδεία και την υγεία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μια «άλλη» εξωτερική και αμυντική πολιτική είναι πλέον και κορυφαίο ζητούμενο για τη χώρα. Και στην παρούσα συγκυρία υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις οι απαιτούμενες αλλαγές να προχωρήσουν με τους ευνοϊκούς ρυθμούς που υπαγορεύουν οι περιστάσεις. Λαμβανομένης υπ’ όψιν και της πανδημίας.