Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Δεν μπορεί να το χωρέσει η λογική… Η χώρα με τα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα κοιτάσματα πετρελαίου στον πλανήτη αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή βαθιά ανθρωπιστική και πολιτική κρίση, έχοντας στο ενεργητικό της χρόνια οικονομική κακοδιαχείριση, οργανωμένο έγκλημα και έντονη πολιτική διαφθορά. Η οικονομία της Βενεζουέλας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) να εκτιμά ότι το ΑΕΠ της έχει συρρικνωθεί 50% από το 2013, ενώ η πετρελαϊκή βιομηχανία της καταγράφει σταθερή μείωση την τελευταία 20ετία, παρότι τα αποθέματα της χώρας υπολογίζονται σε περίπου 300 δισ. βαρέλια.
Οι αμερικανικές κυρώσεις στο πετρέλαιο της Βενεζουέλας θα αυξήσουν το κόστος παραγωγής με τη S&P Global Platts να προβλέπει ότι η ημερήσια πετρελαϊκή παραγωγή θα υποχωρήσει κατά 1,15 εκατ. βαρέλια έως το τέλος του έτους.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, καθότι φέτος η Βενεζουέλα αναμένεται να αναλάβει την προεδρία του ΟΠΕΚ, παραδοσιακά ένας ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος για τον συντονισμό της συνεργασίας μεταξύ των 14 χωρών-μελών του καρτέλ, σε μία κρίσιμη περίοδο τόσο για τις αγορές πετρελαίου όσο και τους καταναλωτές. Η Σαουδική Αραβία πιέζει τους εταίρους της στον ΟΠΕΚ να εφαρμόσουν τις βαθιές περικοπές στην παραγωγή που συμφωνήθηκαν πέρυσι τον Δεκέμβριο στη Βιέννη, με απώτερο στόχο τη στήριξη των τιμών. Η Βενεζουέλα είναι ιδρυτικό μέλος του καρτέλ και, μαζί με τη Ρωσία, ελέγχει το 40% της παγκόσμιας προσφοράς.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αμερικανικές κυρώσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν «πονοκέφαλο» στην περίπτωση που μια αύξηση των τιμών πετρελαίου -το ζητούμενο του ΟΠΕΚ- ανεβάσει το κόστος βενζίνης για τους Αμερικανούς καταναλωτές, εξέλιξη που αναμφισβήτητα δεν θα αρέσει στην κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Αναλυτές υποστηρίζουν, δε, ότι το πετρέλαιο που η Βενεζουέλα εξάγει στις ΗΠΑ θα διοχετευθεί σε άλλες χώρες, όπως Κίνα και Ινδία, και θα πωλείται σε χαμηλότερες τιμές. Συνεπώς, ο αντίκτυπος των αμερικανικών κυρώσεων θα είναι κατά πολύ μικρότερος από αυτόν που είχε προβλέψει η Ουάσιγκτον.
Το «έργο» με τις αμερικανικές κυρώσεις έχει ξαναπαιχθεί με όλες τις προεκτάσεις του στην αγορά πετρελαίου. Αυτό ωστόσο που δεν μπορεί να «χωνευτεί» από την παγκόσμια κοινότητα είναι η παρέμβαση στο εσωτερικό μιας χώρας με σκοπό τον έλεγχο των πλούσιων πετρελαιοπηγών της. Η πολιτική και το πετρέλαιο αναδεικνύονται για μία ακόμη φορά σε παράγοντες που καταλύουν την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία ενός λαού, που τυχαίνει να ζει σε ένα πλούσιο από ορυκτά υπέδαφος.