Skip to main content

Η τελευταία ευκαιρία

Από την έντυπη έκδοση

Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Η Ελλάδα από κάθε άποψη βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Δεν έχει περιθώρια πειραματισμών, αλλ’ ούτε και αντέχει μαθητευόμενους μάγους. Το ξεκίνημα της κυβέρνησης δείχνει ότι ο νέος πρωθυπουργός και το επιτελείο του έχουν κατανοήσει τόσο αυτές τις ειδικές συνθήκες που διέπουν τους καιρούς μας όσο και τον περιοριστικό παράγοντα του χρόνου: η κυβέρνηση μπορεί να έχει πλάνο τετραετίας, αλλά -πολύ ορθά- κινείται και δρα ωσάν να έχει περιθώριο περίπου εξαμήνου. Επιδιώκει να δημιουργήσει άμεσα ένα νέο οργανωτικό σε επίπεδο διοίκησης περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις και θα εφαρμόσει την οικονομική πολιτική της.

Ο συγκεντρωτισμός για τον οποίον κατηγορείται δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μεθοδευμένη προσπάθεια να περιοριστεί η τεράστια διάχυση αρμοδιοτήτων στη δημόσια μηχανή – κατάσταση που ευνοούσε τόσο την ενδημική ανευθυνότητα όσο και την εκτεταμένη διαφθορά. Από την άποψη αυτή, τούτο μπορεί να θεωρηθεί πως αποτελεί το πρώτο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής: η δημιουργία, δηλαδή, εκείνου του λειτουργικού περιβάλλοντος που θα διευκολύνει την αποτελεσματική εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής.

Το δεύτερο επίπεδο επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων που κληροδότησε η προηγούμενη κυβέρνηση: από το να αποτελεί η ΔΕΗ το μεγαλύτερο συστημικό κίνδυνο της οικονομίας και την ανείπωτη ταλαιπωρία των πολιτών στο Μάτι, μέχρι την εγκληματική καθυστέρηση στην απορρόφηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ. Στο τρίτο και αμιγώς οικονομικό επίπεδο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνειδητοποίησε ότι τα χέρια του είναι σε μεγάλο βαθμό δεμένα. Λόγω ευρώ συναλλαγματική πολιτική δεν υπάρχει. Νομισματική πολιτική δεν μπορεί να ασκήσει – αυτή καθορίζεται από την ΕΚΤ.

Σε επίπεδο ιδεολογίας, εξάλλου, διαφορές με την ΤτΕ δεν έχει. Ούτε και θα άφηνε ποτέ το γραφείο του ή κάποιον υπουργό ή σύμβουλό του να παρασυρθεί στο θεσμικό ατόπημα της επίθεσης στην κεντρική τράπεζα και στην καταδικασμένη εκ των προτέρων επιδίωξη περιορισμού της ελευθερίας έκφρασής της. Στη δημοσιονομική πολιτική το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ επίσης δένει τα χέρια. Και, πολύ ορθά, ο Μητσοτάκης επέλεξε να μη θέσει από την πρώτη στιγμή θέμα μείωσης, αναγνωρίζοντας ότι θα έρχονταν σε άμεση σύγκρουση Βρυξέλλες και Βερολίνο.

Περιορίστηκε, λοιπόν, στην εκμετάλλευση των λίγων βαθμών ελευθερίας που του άφησε η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργεί υπερπλεονάσματα. Πολιτική που υπαγορεύτηκε από ιδεολογικά και κομματικά κριτήρια: η υπερφορολόγηση αφενός μεν κατέστρεφε τη μεσαία τάξη, αφετέρου δε τρομοκρατούσε όλους τους πολίτες. Στη συνέχεια, όμως, με την επιλεκτική διανομή επιδομάτων (θα) δημιουργούσε κομματικούς οπαδούς. Η πολιτική αυτή όχι μόνο καταρράκωσε τις δημόσιες επενδύσεις, αλλά απέτυχε στον κύριο στόχο της κομματικής αιχμαλωσίας. Oι λελογισμένες φοροελαφρύνσεις που έδωσε και θα δώσει η κυβέρνηση επιδιώκουν να τονώσουν κάπως την εσωτερική ζήτηση και να βελτιώσουν την οικονομική καθημερινότητα, αλλά πάντως δύσκολα θα φέρουν μόνιμη ανάπτυξη. Διότι η νέα κυβέρνηση δείχνει να έχει αναγνωρίσει τους πέντε σημαντικούς παράγοντες που εμποδίζουν την αύξηση της ευμάρειας σε όφελος του κοινωνικού συνόλου: την καθυστέρηση στην επίλυση διαφορών, την έλλειψη σταθερού φορολογικού συστήματος, τη γραφειοκρατία, την εξαιρετικά χαμηλή εσωτερική αποταμίευση και το προβληματικό τραπεζικό σύστημα.

Με την έννοια αυτή η οικονομική πολιτική Μητσοτάκη ουσιαστικά δεν είναι ούτε δημοσιονομική, ούτε συναλλαγματική, ούτε νομισματική: είναι διαρθρωτική με ίσως απώτερο στόχο την αναδιάταξη του προτύπου ανάπτυξης. Αυτές είναι κυρίως αντιπροσωπευτικές κινήσεις που σηματοδοτούν ευρύτερες κατευθύνσεις και στόχους: την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό. Διότι, χωρίς την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων η ελληνική οικονομία δεν έχει τα απαραίτητα κεφάλαια για ταχύρρυθμη (τουλάχιστον 3%-4%) ανάπτυξη. Και η νέα κυβέρνηση θέλει να αποδείξει ότι θέλει τις ξένες επενδύσεις. Το στοίχημα είναι μεγάλο. Πρώτα και κύρια διακυβεύεται η τύχη του ελληνικού εκσυγχρονισμού: αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτύχει, η χώρα μας θα χάσει οριστικά το τρένο της νέας οικονομίας με ανεπανόρθωτες ζημιές για την κοινωνία – η οποία θα πρέπει τότε να μάθει να ζει μόνιμα στο περιθώριο των παγκόσμιων οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων.