Σύμφωνα με το σχέδιο προϋπολογισμού του 2015 η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει για τόκους (όχι χρεολύσια) προς εξυπηρέτηση του χρέους του Δημοσίου, κατά το έτος αυτό, ποσό περίπου 8 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στο ίδιο κείμενο το ύψος του εν λόγω χρέους υπολογίζεται να βρεθεί στο επίπεδο των 317 δισεκατομμυρίων. Αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο με το οποίο εξυπηρετείται είναι περίπου 2,5%.
Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου
Οικονομολόγοι
Πρόκειται, δηλαδή, για ένα επιτόκιο εξαιρετικά χαμηλό λαμβανομένης υπ’ όψιν της ανύπαρκτης αξιοπιστίας της χώρας και του γεγονότος ότι μόλις προ τριών ετών υπήρξε πρωταγωνίστρια της μεγαλύτερης απομείωσης χρέους στην παγκόσμια ιστορία.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι πολύ χαμηλότερο από το επίπεδο του 10% στα οποία κινούνται σήμερα τα λίγα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που παραμένουν στην δευτερογενή αγορά και δεν τα έχουν αποσύρει στα θησαυροφυλάκιά τους οι “τοκογλύφοι δανειστές” μας.
Το χαμηλό επιτόκιο εξυπηρέτησης, βεβαίως, από μόνο του, δεν αρκεί να τεκμηριώσει την άποψη ότι το “χρέος είναι βιώσιμο”. (Aντιθέτως αρκεί για να καταδείξει την μικρόνοια εκείνων που είχαν θέσει ως στόχο τους την “απαλλαγή της Ελλάδας από το Μνημόνιο” και την “έξοδο στις αγορές”). Αποτελεί όμως ένα θεμελιώδες στοιχείο για την αξιολόγηση των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος.
Όσο μεγάλο και να είναι το ονομαστικό μέγεθος ενός χρέους, εκείνο που έχει σημασία είναι η πραγματική επιβάρυνση που επιβάλλει σε μία εθνική οικονομία και το πως επιδρά στην φερεγγυότητα της, η οποία κρίνεται από το αν η καθαρή τρέχουσα αξία των μελλοντικών εισοδημάτων της που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν στην εξυπηρέτηση και την αποπληρωμή του χρέους είναι ίση ή μεγαλύτερη από την καθαρή τρέχουσα αξία των πληρωμών που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση και την εξόφλησή του.
Υπό το πρίσμα αυτό το ονομαστικό ύψος του χρέους, (317 δισεκατομμύρια), ή το ποσοστό του ως προς το ΑΕΠ, (170%), είναι σχετικής αξίας μεγέθη, και έχουν μικρότερη σημασία από το επιτόκιο εξυπηρέτησής του. Ένα χρέος που αντιστοιχεί στο 500% του ΑΕΠ μίας χώρας είναι εξαιρετικά υψηλό, θεωρητικά. Εάν όμως είναι απεριόριστης διάρκειας και έχει μηδενικό επιτόκιο, τότε στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.
Το ποσό των 8 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα διατεθεί για τόκους το 2015, αντιστοιχεί σε λίγο περισσότερο από το 4% του προϋπολογιζόμενου ΑΕΠ. Ποσοστό όχι δραματικά μεγαλύτερο από το 3% που θα καταβάλει η Μεγάλη Βρετανία για την εξυπηρέτηση του δικού της χρέους, και ίσο με το ποσοστό που κατέβαλλε η χώρα αυτή για τον ίδιο σκοπό στην δεκαετία του 1990.
Ποσοστό, επίσης, πολύ μικρότερο από εκείνο που η Ελλάδα διέθετε, για τον ίδιο σκοπό, στην δεκαετία του 1990, όπου μερικές φορές οι τόκοι και μόνο για την εξυπηρέτηση του χρέους ξεπέρασαν και το 10% του ΑΕΠ. Και σε κάθε περίπτωση, ποσοστό κατά τι μικρότερο από εκείνο που χρειάσθηκε να διατεθεί, για τον ίδιο σκοπό, από την κραταιά Ελλάδα της εποχής, το λαμπρό, ονειρικό και αξέχαστο έτος 2007, χωρίς να δώσει τότε κανείς την παραμικρή σημασία.
Γιατί λοιπόν μας φαίνεται τόσο οδυνηρό και επώδυνο σήμερα; Διότι υπάρχει μία μικρή διαφορά: τόσο το 1990 όσο και το 2007, οι τόκοι πληρώνονταν με νέο δανεισμό, ενώ από τώρα και στο εξής θα πρέπει να πληρώνονται, κυρίως, εξ ιδίων, με μεταφορά εθνικού εισοδήματος στο εξωτερικό, όπου βρίσκεται πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των δανειστών.
Πλην όμως, αυτό είναι ένας νόμος της οικονομίας, και ίσως και της φύσης: ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει, και τα δανεικά πρέπει κάποια μέρα να αποπληρωθούν-πολλώ μάλλον εάν έχει υπάρξει απομείωση του κεφαλαίου ενώ προσφέρεται και χαριστικό επιτόκιο.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ένα ποσοστό γύρω στο 4% του ΑΕΠ, σε μία χώρα με τεράστιο ονομαστικό χρέος, δεν είναι ένα αβάσταχτο άχθος, δεδομένου, μάλιστα ότι, αν το ΑΕΠ αρχίσει να αυξάνεται, το ποσοστό θα αρχίσει να μειώνεται, αναλόγως.
Ένα άλλο κριτήριο που χρησιμοποιείται για να κριθεί η βιωσιμότητα του εξωτερικού χρέους είναι ο λόγος του απαιτούμενου ποσού για την εξυπηρέτησή του προς τα έσοδα από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Το “κατώφλι” πέρα από το οποίο είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εγείρονται ερωτήματα για την βιωσιμότητα είναι το 20%.
Εάν η Ελλάδα συνεχίσει την φετινή πορεία της και έχει το 2015 εισπράξεις από εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών περίπου 55 δισεκατομμυρίων ευρώ, ο λόγος αυτός θα διαμορφωθεί στο (8/55=) 14,5%. Δηλαδή θα βρίσκεται κάτω και από το 15%, που είναι το “αυστηρό κατώφλι” που θέτει για το ίδιο κριτήριο το ΔΝΤ.
Για να αντιληφθούμε τώρα την συνολική εικόνα που προκύπτει από όλα αυτά ας σκεφθούμε μία άλλη –φανταστική- χώρα, που δεν είναι η Ελλάδα, αλλά την χαρακτηρίζουν όλα τα ανωτέρω πραγματικά, και όχι ονομαστικά, στοιχεία όσον αφορά το εθνικό της χρέος: το ένδοξο Μπαταξιστάν, το οποίο παρά την ονομασία του δεν έχει χρεοκοπήσει και δεν προτίθεται να χρεοκοπήσει.
Πρόκειται για μία χώρα με ΑΕΠ και πληθυσμό που είναι ακριβώς ίδια με εκείνα της Ελλάδας. Έχει δανεισθεί από την διεθνή αγορά και εξυπηρετεί κανονικά το δημόσιο χρέος της με ένα μέσο επιτόκιο 4,5 %, ένα επιτόκιο δηλαδή με το οποίο δανειζόταν και η Ελλάδα σε εποχές σταθερότητας αλλά και με το οποίο δανείζονται ακόμη και σήμερα οικονομίες με παρεμφερές επίπεδο ανάπτυξης.
Στην προκειμένη περίπτωση το Μπαταξιστάν καταβάλλει για τόκους το ποσό των 8 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως, που αντιστοιχεί περίπου στο 15% των εισοδημάτων του από εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών-ακριβώς δηλαδή όπως και η Ελλάδα. Με μία απλή διαίρεση των τόκων με το επιτόκιο διαπιστώνει κανείς ότι το εθνικό χρέος της εξωτικής αυτής χώρας ανέρχεται ακριβώς στα 178 δισεκατομμύρια. Αντιστοιχεί, δηλαδή, στο 100% του ΑΕΠ της για το 2014. Η χώρα όμως δεν εξυπηρετεί το χρέος της με νέο δανεισμό. Οι οικονομικοί και πολιτικοί ιθύνοντές της, έχοντας μελετήσει το έργο των Reinhart και Rogoff, έχουν πειστεί ότι το εθνικό χρέος δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να ξεπερνάει το 90, ή έστω το 100% του ΑΕΠ, και γι’ αυτό αποφάσισαν να δανείζονται μεν για να αναχρηματοδοτούν το χρέος τους στην λήξη του, αλλά να πληρώνουν τους τόκους διαθέτοντας ένα αντίστοιχο δημοσιονομικό πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο φροντίζουν να επιτυγχάνουν με την κατάλληλη πολιτική. Έτσι το ονομαστικό μεν χρέος τους δεν πρόκειται να αυξηθεί άλλο, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αρχίσει να μειώνεται σταδιακά άν και όταν υπάρχει ανάπτυξη.
Και εδώ προκύπτει το ερώτημα: στο πανέμορφο Μπαταξιστάν θα τολμούσε να ισχυρισθεί κάποιος αντιπολιτευόμενος ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και ότι αποτελεί βαρίδι στο σώμα της οικονομίας το οποίο την οδηγεί ταχύτατα στον βυθό της θάλασσας; Χαρακτηρίζοντας μάλιστα όποιον είχε αντίθετη γνώμη -και αποτολμούσε να πει ότι το χρέος είναι βιώσιμο- ως εγκάθετο και αργυρώνητο πράκτορα των εχθρών που δηώνουν την χώρα; Φυσικά όχι. Και όμως. Αυτό συμβαίνει σήμερα στην υπαρκτή χώρα που λέγεται Ελλάδα παρά το γεγονός ότι η πραγματική επιβάρυνση της οικονομίας της από την ανάγκη εξυπηρέτησης του χρέους, λόγω του εξαιρετικά χαμηλού επιτοκίου που μας προσφέρουν οι “τοκογλύφοι”, είναι ακριβώς αντίστοιχη εκείνης που θα υπήρχε εάν η χώρα είχε δανειστεί στις αγορές ένα ποσό ίσο με το συνολικό ΑΕΠ της, με το εξαιρετικά ευνοϊκό μέσο επιτόκιο του 4,5%, και το εξυπηρετούσε απρόσκοπτα, χωρίς να την βαρύνει καμία υποψία αφερεγγυότητας, διαθέτοντας προς τούτο το 4% του ΑΕΠ της, που αντιστοιχεί στο 15% των εισπράξεων της από εξαγωγές.
Συνεπώς, μία ψύχραιμη και αντικειμενική ανάλυση, έξω από το πνεύμα της πολιτικής αντιπαράθεσης και δημαγωγίας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το χρέος είναι βιώσιμο, ως προς το σκέλος της εξυπηρέτησής του.
Εκείνο, μόνο, που μπορεί να αντιτείνει κάποιος, στο σημείο αυτό, είναι πως η ιδέα της “μη βιωσιμότητάς” του πηγάζει, κυρίως, από το γεγονός της εξαιρετικής δυσκολίας που δημιουργεί στην διαδικασία της αποπληρωμής-αναχρηματοδότησης-ανακύκλησής του, κατά τις λήξεις των ομολόγων, το τεράστιο ονομαστικό μέγεθός του.
Σε αυτό, άλλωστε, το στοιχείο οφείλονται κυρίως οι απόψεις όσων, στο εξωτερικό, πιέζουν για την απομείωση-αναδιάρθρωσή του. Όμως αυτό είναι κάτι που επιδέχεται διευθέτηση. Ως εκ τούτου εδώ θα έπρεπε να ήταν και ο στόχος της ελληνικής πλευράς η οποία, μέσα από την διαπραγμάτευση με τους εταίρους της (και όχι “δανειστές”), στην οποία θα όφειλε να προσέλθει με αυτοπεποίθηση αλλά και σύνεση, θα μπορούσε να παρουσιάσει τις συγκεκριμένες προτάσεις της.
Αναγκαία συνθήκη όμως της συνδυασμένης με σύνεση αυτοπεποίθησης είναι κάτι που, δυστυχώς, δεν υπάρχει. Ελλείπει, δηλαδή, επί του παρόντος, η θεμελιώδης προϋπόθεση για να υποστηρίξει αξιόπιστα η ελληνική πλευρά τις όποιες προτάσεις της: απουσιάζουν οι μεταρρυθμίσεις που θα μετέτρεπαν σταδιακά την ελληνική οικονομία σε ένα υβρίδιο, έστω, σύγχρονης ευρωπαϊκής οικονομίας, και θα την έβαζαν στον δρόμο της ανάπτυξης, η οποία αποτελεί διαρκές προαπαιτούμενο για την βιωσιμότητα του χρέους.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές ούτε υπάρχουν, ούτε επιχειρήθηκαν, ούτε και μελετάει κανένας να τις εφαρμόσει στο εγγύς ή απώτερο μέλλον. Εκείνο που υπάρχει είναι μία “αντιμνημονιακή” αντιπολίτευση, που συναγωνίζεται (και λόγω θέσεως υπερφαλαγγίζει) σε παραλογισμό και υποκρισία μία “αντιμνημονιακή” κυβέρνηση.
Που αμφότερες παραπλανούν με τραγικό τρόπο τους κατοίκους της χώρας, προς τους οποίους δεν είχαν ποτέ το θάρρος να εξηγήσουν ότι δεν γίνεται να εργαζόμαστε με όρους Βόρειας Αφρικής και να καταναλώνουμε με όρους Βόρειας Ευρώπης.
Και που δεν έχουν κανέναν άλλον στόχο στο οπτικό τους πεδίο εκτός από το να “απελευθερωθούν” από τον ξένο έλεγχο ώστε να μπορέσουν να δανεισθούν και πάλι και να ακολουθήσουν “αναπτυξιακές πολιτικές” “δημοσιονομικής επέκτασης” “ρίχνοντας χρήμα στην αγορά”.
Χωρίς να έχουν ούτε αυτοί, αλλά ούτε και οι ψηφοφόροι τους, συνειδητοποιήσει ότι ακριβώς αυτές οι “αναπτυξιακές” πολιτικές έφεραν την κατάρρευση, γιατί ήταν το πυρηνικό όπλο μαζικής καταστροφής το οποίο στην διάρκεια της δεκαετίας 2000-2010 εκθεμελίωσε πλήρως την ελληνική οικονομία, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά όποιον επιχειρούσε να καταστεί παραγωγικός και πλουτίζοντας άμετρα όποιον υπηρετούσε τον μεταπραττισμό και τον παρασιτισμό.
Εάν υπήρχαν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή εάν είχαν προηγηθεί οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, τότε η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να προτείνει, σθεναρά, την απομείωση του ονομαστικού χρέους.
Και εάν αυτό δεν ήταν εφικτό, (διότι ενδεχομένως δεν είναι εφικτό για τους γνωστούς λόγους), θα μπορούσε να επανέλθει προτείνοντας, και πιθανότατα εξασφαλίζοντας, μερικές ρυθμίσεις που ίσως ήταν πιο ουσιαστικές ακόμη και από την απομείωση του ονομαστικού χρέους, αφού θα αρκούσαν για να το καταστήσουν απόλυτα βιώσιμο σε βάθος χρόνου.
Θα έπρεπε να ζητήσει περαιτέρω μείωση του επιτοκίου και δέσμευση ότι αυτό, ακόμη και μετά την λήξη των “περιόδων χάριτος” δεν θα ξεπεράσει το τρέχον επίπεδο του 2,5%. Και ότι η διάρκεια του χρέους θα επιμηκυνθεί με την έννοια ότι οι δανειστές θα εγγυηθούν την ομαλή ανακύκλησή του για όλη την συμφωνημένη περίοδο.
Καθώς επίσης και ειδικότερες προβλέψεις για την δυνατότητα να νομισματοποιήσει η ΕΚΤ -δηλαδή να “αφαιρέσει”-, έστω και προσωρινά, ένα μέρος του χρέους στα πλαίσια της πολιτικής της “ποσοτικής χαλάρωσης”, υπό την προϋπόθεση, φυσικά, της σταθερής συμμόρφωσης της χώρας προς το συμφωνημένο πρόγραμμα. Μέχρι η αύξηση του ΑΕΠ, σε βάθος χρόνου, να καταστήσει το σχετικό βάρος του χρέους, ήσσονος σημασίας.
Θα το έπραττε αυτό δε η ελληνική κυβέρνηση όχι ως κεντρική ενασχόληση, αλλά ως δευτερεύουσα. Και τούτο διότι το χρέος δεν είναι σήμερα ούτε το κεντρικό, ούτε το πιο σοβαρό πρόβλημα της χώρας. Αλλά ακόμη και αν ήταν, και πάλι δεν θα ήταν το πιο άμεσο, εφ’ όσον μεσοπρόθεσμα είναι διαχειρίσιμο και ανεκτό.
Είναι ο δημαγωγικός ανταγωνισμός του πολιτευτικού χώρου που το έχει καταστήσει κεντρικό σημείο αντιπαράθεσης διότι σε αυτό συναιρούνται και συγκλίνουν όλες οι μυθολογικές παραισθήσεις της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας.
Προσφέρει την ψευδαίσθηση της εύκολης λύσης για όλους όσους δεν θέλουν να ξέρουν τίποτε για τις επώδυνες αλλά αναπόφευκτα αναγκαίες μεταρρυθμίσεις καθώς και για όσους μισούν τους ξένους γιατί μας ”επιβάλλουν λιτότητα”(!) και δεν μας χαρίζουν 30-40 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για να έχουμε να πορευόμαστε.
Έτσι, μία χώρα η οποία δεν είναι επισιτιστικά αυτάρκης, δεν είναι ενεργειακά αυτάρκης, και δεν είναι φαρμακευτικά αυτάρκης, ετοιμάζεται να συγκρουστεί μετωπικά με τους αιμοδότες της, για ένα θέμα που πραγματικά είναι δευτερεύον, και για το οποίο εάν σκεφτόταν με καθαρό μυαλό μάλλον ευγνωμοσύνη θα έπρεπε να αισθάνεται.
Ετοιμάζεται να συγκρουστεί χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα τι συνεπάγεται η σύγκρουση γι’ αυτήν, και χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το τι πραγματικά επιδιώκει-διότι το να χαρίσουν οι “δανειστές” ένα ποσό ανάλογο των 317 δισεκατομμυρίων ευρώ που έχουν επωμισθεί οι φορολογούμενοι πολίτες τους είναι κάτι που έχει συμβεί στην παγκόσμια ιστορία μόνο μία φορά και αυτό ως συνέπεια παγκοσμίου πολέμου. Είναι γνωστό άλλωστε ότι, όσον αφορά την Ελλάδα, οι “δανειστές” έχουν πάντα τον τρόπο να παίρνουν πίσω τα δανεικά-σε βάθος χρόνου.
Το κυριότερο απ’ όλα, όμως, είναι ότι η Ελλάδα ετοιμάζεται για την τιτάνια αυτή σύγκρουση χωρίς να διαθέτει το πιο στοιχειώδες όπλο, δηλαδή ένα εθνικό νόμισμα (το οποίο για να τυπωθεί, να εισαχθεί στην οικονομία και να γίνει αποδεκτό ως μέσο συναλλαγής και οικονομικού λογισμού θα χρειαζόταν τουλάχιστον μία δεκαετία, οπότε δεν υπάρχει λόγος και να το συζητάμε).
Εξ αιτίας αυτής της μικρής λεπτομέρειας, όμως, δεν μπορεί να γίνει ούτε καν Ζιμπάμπουε: εάν, δηλαδή, εκδηλωθεί κρίση ρευστότητας, δεν θα είναι σε θέση ούτε καν να πληθωρίσει την οικονομία της προκειμένου, τουλάχιστον, να μην απονεκρωθούν όλες οι ζωτικές της λειτουργίες.
Μοιάζει με έναν άοπλο χωλό, ο οποίος επιπροσθέτως έχει και τα χέρια δεμένα με χειροπέδες, και ο οποίος, μόνο και μόνο επειδή “κάτι του φάνηκε” και “του την έδωσε“, ετοιμάζεται να επιτεθεί σε μία σιδηρόφρακτη στρατιά. Ποιά είναι η μοναδική του ελπίδα να επιβιώσει; Μα, να δείξουν μεγαθυμία οι “αντίπαλοί“ του και να τον λυπηθούν για την άμετρη ανοησία του.