Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Σ. Μητρόπουλου*
Η μετά COVID-19 ανάπτυξη της χώρας περνάει μέσα από τις υποδομές. Οι επενδύσεις υποδομών έχουν υψηλούς οικονομικούς πολλαπλασιαστές, ευρεία γεωγραφική κατανομή και απαιτήσεις συστηματικής συντήρησης και γι’ αυτό αποτελούν βασικό μοχλό οικονομικής επιτάχυνσης. Παγκόσμια, οι επενδύσεις σε υποδομές τα επόμενα είκοσι χρόνια θα φτάσουν τα 80 τρισ. δολάρια. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, στην πρώτη σχεδιαστική έκφρασή του, έχει κατανείμει στις υποδομές 560 δισ. ευρώ, αναδεικνύοντας τη σημαντικότητά τους στην τροφοδότηση και τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης της Ευρώπης. Η Ελλάδα υποφέρει από χρόνια υποεπένδυση στις υποδομές. Το μέσο ύψος επενδύσεων υποδομών τη δεκαετία της κρίσης (2009-18) αντιστοιχούσε στο 1,4% του ΑΕΠ, περίπου τα 2/3 του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η ποιότητα των υποδομών της χώρας δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή, με την Ελλάδα στην 38η θέση της παγκόσμιας κατάταξης. Σύμφωνα με μελέτη της PwC, υπάρχουν 88 έργα υποδομών που βρίσκονται στο στάδιο προετοιμασίας ή εκτέλεσης τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επενδύσεις περίπου 25 δισ. ευρώ στην επόμενη πενταετία. Το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών έχει ξεκινήσει την προετοιμασία έργων ύψους 13 δισ. ευρώ.
Το πλέον κρίσιμο θέμα είναι η αποτελεσματικότητα των επενδύσεων/υποδομών. Πρώτον, το μίγμα τους πρέπει να μεγιστοποιεί το οικονομικό αποτέλεσμα. Η επιλογή και προτεραιοποίηση έργων οφείλει να αξιολογείται κυρίως με βάση την αύξηση του ΑΕΠ ανά ευρώ επένδυσης και δευτερογενώς με βάση τη γεωγραφική θέση τους, ώστε οι θετικές επιπτώσεις να κατανέμονται με μια σχετική ομοιομορφία στην επικράτεια.
Δεύτερον, χρειάζεται ουσιαστική μείωση των καθυστερήσεων προετοιμασίας και υλοποίησης, που είναι σχεδόν 50 μήνες αθροιστικά, γιατί συγκρατούν τον επενδυτικό ρυθμό και δεσμεύουν πόρους ευρωπαϊκών κονδυλίων που τελικά δεν αξιοποιούνται. Οι καθυστερήσεις στην προετοιμασία οφείλονται στην αργή, και με παλινδρομήσεις, ωρίμανση, σε αποσπασματικές προσπάθειες χρηματοδότησης κυρίως από ευρωπαϊκά προγράμματα, και στην αμφισβήτηση της διαδικασίας ανάθεσης από τους συμμετέχοντες. Η στήριξη της όλης διαδικασίας με συμβούλους που έχουν γνώση του χώρου θα βοηθήσει στη συμπίεση των δύο πρώτων καθυστερήσεων. Η ταχεία διοικητική επίλυση διαδικαστικών διαφορών θα μειώσει τις «εύκολες» προσφυγές στα δικαστήρια και τις συνεπακόλουθες καθυστερήσεις. Επιπλέον, η συμπίεση της γραφειοκρατίας κατά τη φάση των αδειοδοτήσεων, των πρόδρομων εργασιών, των απαλλοτριώσεων και των πιθανών αρχαιολογικών σωστικών ανασκαφών, θα επιταχύνει την υλοποίηση και θα μειώσει το κόστος των έργων, μιας και η κύρια αιτία της μη τήρησης των προϋπολογισμών είναι η αλλαγή προδιαγραφών πέρα από τις συμβατικά προβλεπόμενες.
Τρίτον, η χρηματοδότηση των επενδύσεων υποδομών πρέπει να βελτιστοποιεί και αξιοποιεί συνδυαστικά όλες τις πηγές, χωρίς ουσιώδη συνεισφορά του δημόσιου προϋπολογισμού. Νέα εργαλεία μπορούν να τη διευκολύνουν:
* Project bonds: ομόλογα για την κατασκευή του έργου, τα οποία εκδίδονται από τον παραχωρησιούχο με καταφυγή αποκλειστικά στα έσοδα από την παραχώρηση.
* Tax increments, η χρήση του προϊόντος πρόσθετης φορολογητέας ύλης, η οποία δημιουργείται από την αναβάθμιση ακίνητης περιουσίας λόγω της επένδυσης.
* Asset recycling, η αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων/υποδομών.
* Value capture, η ρευστοποίηση ή προεξόφληση της προστιθέμενης αξίας σε ακίνητα, η οποία οφείλεται στη θετική επίδραση μιας νέας υποδομής (π.χ. μετρό).
Η δημιουργία ενός νέου πλαισίου για την επιλογή, ωρίμανση και χρηματοδότηση έργων υποδομών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση της ταχύτητας και της έκτασης με την οποία οι νέες υποδομές θα επιδράσουν στην οικονομία.
Πρώτο στοιχείο του νέου μοντέλου αποτελεί η δημιουργία ενός ενιαίου μηχανισμού προετοιμασίας για όλα τα «μεγάλα» έργα υποδομών, ο οποίος θα σχεδιάζει τη συνολική ανάπτυξή τους, θα αξιολογεί κάθε έργο, θα επιβλέπει την ωρίμανση και θα εξασφαλίζει τη χρηματοδότησή του. Με την εξασφάλιση των αναγκαίων κεφαλαίων, ανάλογα με τη δομή της χρηματοδότησης, τα έργα θα ανατίθενται, μέσα από διαγωνιστικές διαδικασίες, σε σχήματα με αποδεδειγμένη εμπειρία και πιστοληπτική επάρκεια.
Το δεύτερο στοιχείο της νέας αρχιτεκτονικής αφορά την αυστηρή επίβλεψη των υπό εκτέλεση έργων, με τη βοήθεια εξειδικευμένων συμβούλων, την ταχεία επίλυση συμβατικών διαφορών χωρίς καταφυγή σε δικαστήρια, και την έγκαιρη παραλαβή τους ώστε η επένδυση να κινητοποιεί συνεχώς την οικονομία.
Τέλος, τα έργα, ή σε περίπτωση παραχωρήσεων οι συμβάσεις, μετά την ολοκλήρωσή τους θα παραδίδονται στο αρμόδιο υπουργείο ή/και σε δημόσιους φορείς για την παρακολούθηση της πιστής τήρησης των όρων λειτουργίας και συντήρησης. Εκεί θα πρέπει να στελεχωθούν ειδικές μονάδες παρακολούθησης με εξειδικευμένα στελέχη, που θα παρακολουθούν την εφαρμογή των συμβάσεων και τη λειτουργία του έργου. Οι επενδύσεις υποδομών θα αποτελέσουν την ηλεκτρομηχανή της ανάπτυξης για τα επόμενα 10 χρόνια. Για να μεγιστοποιηθεί η θετική επίπτωσή τους στην οικονομία θα πρέπει όλα τα πιθανά έργα να ενταχθούν σε ένα συνολικό σχεδιασμό, να προετοιμασθούν με ταχύτητα, να χρηματοδοτηθούν πλήρως και να εκτελεσθούν χωρίς προβλήματα. Η δημιουργία ειδικών μηχανισμών μέσα στο Ελληνικό Δημόσιο, κατάλληλα στελεχωμένων και απόλυτα εστιασμένων σ’ αυτόν τον τομέα είναι αναγκαία συνθήκη. Μόνον έτσι η υλοποίηση των υπό προετοιμασία έργων θα διπλασιάσει τον επενδυτικό ρυθμό στα 3 δισ. ευρώ ανά έτος και θα προσθέτει περίπου 0,7% ως 1% στο ΑΕΠ της χώρας κάθε χρόνο.
*Ο Κώστας Σ.Μητρόπουλος είναι πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Attica Bank