Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Τελικά τι ήταν η συμφωνία; Εκβιασμός ή συμβιβασμός; Και τι μας αποκαλύπτει; Την κυριαρχία της «γερμανικής Ευρώπης» ή την επιστροφή σε μία «ευρωπαϊκή Γερμανία»; Τα ερωτήματα αυτά κυριαρχούν το τελευταίο διάστημα. Και αν το πρώτο έχει σημασία μόνο στη σφαίρα των εντυπώσεων και της μικροκομματικής αντιπαράθεσης, το δεύτερο είναι καθοριστικό για το μέλλον ολόκληρης της Ευρωζώνης.
Το Βερολίνο, ως ο μεγαλύτερος και πλέον ισχυρός παίχτης, όρισε τους κανόνες στη διαχείριση της ελληνικής και ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Το μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων πέντε ετών, απέναντί του στάθηκε μόνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – στον βαθμό που επέτρεπε ο ρόλος της.
Στις κρίσιμες αποφάσεις των διακυβερνητικών οργάνων ο λόγος του Βερολίνου ήταν χωρίς αντίλογο, ακόμη και όταν έγινε αντιληπτό ότι το γερμανικό φάρμακο δεν θεράπευε τον ασθενή, αλλά τον εξασθενούσε περαιτέρω: είτε γιατί δεν ήταν το κατάλληλο είτε γιατί χορηγήθηκε χωρίς συνέπεια και σε υπερβολικές δόσεις.
Οι όποιες επιθέσεις από διακεκριμένους οικονομολόγους μικρή σημασία είχαν: πρώτον, γιατί η διαπραγμάτευση δεν γίνεται με αυτούς και δεύτερον, γιατί την κριτική τους μπορούσε κανείς -δικαιολογημένα αρκετές φορές- να την απορρίψει ως «ευκολία της θεωρίας».
Εως πρόσφατα η στάση της Γερμανίας ήταν απόλυτη και ενιαία, με το δίδυμο καγκελαρίου – υπουργού Οικονομικών σε συγχρονισμένο βηματισμό. Αυτό άλλαξε τον τελευταίο μήνα, με τους δύο να αποκτούν ρόλους: του «καλού» (Αγκελα Μέρκελ) και του «κακού» (Βόλφγκανγκ Σόιμπλε).
Αν και κανείς δεν απέκλινε από την αυστηρή γραμμή του λεγόμενου ορθοφιλελευθερισμού, η απόσταση ήταν ορατή και δεν είχε να κάνει με το ύφος, αλλά με το όραμα για το μέλλον του ευρώ.
Ο κ. Σόιμπλε επιδιώκει μία ένωση απαλλαγμένη από βαρίδια, όπως αυτό της Ελλάδας. Δεν είναι τυχαία η επιμονή στη θέση πως το «κούρεμα» του δημοσίου χρέους επιτρέπεται νομικά μόνο εκτός της Ευρωζώνης.
Προφανώς εκτιμά ότι αυτό θα λειτουργήσει ως ισχυρό κίνητρο για μία «εθελούσια» έξοδο (όχι μόνο για εμάς, αλλά ακόμη και για μεγάλες χώρες που χαλούν τη συνταγή, όπως η Ιταλία). Η κα Μέρκελ δεν έχει πειστεί για τη δυνατότητα να διατηρηθεί η ένωση σε περίπτωση αποχώρησης μελών.
Η Γερμανία εμφανίζει αυτή τη στιγμή δύο πρόσωπα, σαν τον Ιανό, τον θεό «όλων των ενάρξεων και των μεταβάσεων». Ποιο θα επικρατήσει; Αυτό που κινείται από την «αγάπη» για την ενωμένη Ευρώπη ή εκείνο που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ηγεμονία του;
«Γνωρίζεις κάποιο συναίσθημα πιο ισχυρό από την αγάπη; Ναι. Το συμφέρον» διαβάζουμε στον «Δρ Φάουστους» του Τόμας Μαν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, το συμφέρον ταυτίζεται με την αγάπη για την ενωμένη Ευρώπη. Οχι μόνο για πολιτικούς και ιστορικούς λόγους, αλλά και για καθαρά οικονομικούς.
Η ING, για παράδειγμα, υπολογίζει πως μόνο τον τελευταίο χρόνο η χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει προσφέρει στη γερμανική οικονομία 25 δισ. ευρώ, μέσα από το φθηνό ευρώ. Γιατί λοιπόν να διακινδυνεύσει κανείς τη διάλυσή του;