Skip to main content

Όρια αναθεωρητικής αρμοδιότητας της νέας Βουλής

Από την έντυπη έκδοση

Του Ιωάννη Κ. Θεοδωρόπουλου,
Δικηγόρου

Η πρόσφατη δημοσίευση άρθρου στην «Καθημερινή» (φύλλο της 14/7) του ομοτίμου καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Νίκου Κ. Αλιβιζάτου, θορύβησε εκείνους οι οποίοι ονειρεύονται τη διενέργεια των προσεχών εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής. Η ταραχή τους είναι ευεξήγητη, αφού ο διακεκριμένος καθηγητής υποστήριξε ότι, εφόσον το άρθρο 54 παρ. 1 του παρόντος Συντάγματος είναι υπό αναθεώρηση από την παρούσα Βουλή, και εφόσον τούτο αναθεωρηθεί, 180 βουλευτές αρκούν για την ψήφιση νέου εκλογικού νόμου, που θα εφαρμοστεί στις αμέσως επόμενες εκλογές, αντί των 200. 

Καταλήγοντας δε προτρέπει τον πρωθυπουργό της χώρας Κυριάκο Μητσοτάκη «να ενταφιάσει από σήμερα την απλή αναλογική» και προσθέτει επιγραμματικά «κάτι τέτοιο ασφαλώς θα έμοιαζε με πιρουέτα, αλλά νομικά δεν θα ήταν αθέμιτο». 

Η επιστημονική συζήτηση, η οποία έχει αναπτυχθεί αναφορικά με τα όρια της αναθεωρητικής αρμοδιότητας της παρούσας, νέας Βουλής, κατέδειξε ότι η τελευταία ουδεμία νομική δέσμευση έχει τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και κατά «κατεύθυνση» των αναθεωρητέων άρθρων του Συντάγματος, στα οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 54 αυτού. 

Εκείνοι που ονειρεύονται την εφαρμογή της απλής αναλογικής στις προσεχείς εκλογές, και παρά τις ολέθριες συνέπειες που θα έχει αυτό για τη χώρα, δεν θα παύσουν, για ευνόητους λόγους, να επανέρχονται. 

Αν και το θέμα έχει αρκούντος, από επιστημονικής απόψεως εξαντληθεί, αποφάσισα να δημοσιεύσω το παρόν κείμενο ως μια μικρή συμβολή στην αναπτυχθείσα, από πολλές πλευρές, επιχειρηματολογία. 

Ειδικότερα: Eν όψει της προβλεπόμενης αναθεώρησης του ισχύοντος Συντάγματος, πολύς λόγος έγινε, εάν η παρούσα αναθεωρητική Βουλή μπορεί να προχωρήσει χωρίς δέσμευση στην αναθεώρηση των άρθρων αυτών ως προς το περιεχόμενό τους. Την περί δεσμεύσεως άποψη υποστηρίζει εκθύμως η απελθούσα κυβέρνηση, για προφανείς λόγους.

 Αναφερόμενος στο θέμα αυτό θα μου επιτραπούν ορισμένες ιστορικές και νομικές παρατηρήσεις:

Το Σύνταγμα του 1864, το πρώτο που προέβλεπε διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης, είχε δε ως πρότυπό του το, υποδειγματικό για την εποχή του, βελγικό σύνταγμα του 1831, όταν στο θρόνο του Βελγίου ευρίσκετο ο Βασιλεύς Λεοπόλδος ο Α’, (είναι αυτός που οι Έλληνες εξέλεξαν ως πρώτο Βασιλέα τους), καθιέρωσε διαδικασία συνταγματικής αναθεωρήσεως με συμμετοχή σε αυτήν, αλληλοδιαδόχως, μεσολαβούσης προκηρύξεως και διενεργείας εκλογών, δύο Βουλών. Εξ αυτών η πρώτη Βουλή, η οποία κινούσε την αναθεωρητική διαδικασία, απεφάσιζε αποκλειστικώς περί των αναθεωρητέων διατάξεων. Η δε δεύτερη Βουλή, η «διπλή Αναθεωρητική Βουλή», αναδεικνυόμενη μετά την διάλυση της πρώτης και την προκήρυξη και διενέργεια εκλογών, και συγκροτούμενη από διπλάσιο αριθμό εκλεγομένων βουλευτών κατά πρόνοια αυτού του Συντάγματος (που επαλείφθηκε κατά την συνταγματική αναθεώρηση του 1911), ασκούσε την αναθεωρητική λειτουργία και απεφάσιζε περί της αναθεωρήσεως του συνόλου ή μέρους των συνταγματικών διατάξεων που είχαν ορισθεί ως αναθεωρητέες από την προηγούμενη Βουλή, και περί του τρόπου αναθεωρήσεως αυτών, διατυπώνοντας και επιψηφίζοντας το κείμενο νέων συνταγματικών διατάξεων.

Αυτό το σύστημα διαδικασίας συνταγματικής αναθεωρήσεως διατηρήθηκε κατά βάσει στα Συντάγματα του 1911 και του 1952 καθώς και στο ισχύον Σύνταγμα του 1975.

Η διατυπωθείσα εκδοχή ότι η κινούσα την διαδικασία συνταγματικής αναθεωρήσεως, πρώτη Βουλή, πέραν του ορισμού των αναθεωρητέων διατάξεων, έχει συνάμα την εξουσία να αποφασίσει, κατά τρόπο δεσμευτικό για την επόμενη αυτής Αναθεωρητική Βουλή, και περί της κατευθύνσεως που θα ακολουθήσει το έργο της συνταγματικής αναθεωρήσεως, δεν είναι υποστηρίξιμη.

Εν πρώτοις, μια τέτοια εκδοχή δεν είναι συμβατή προς την συστηματική και τελολογική ερμηνεία της συνταγματικής διατάξεως περί αναθεωρήσεως του Συντάγματος (άρθρο 110 του ισχύοντος Συντάγματος), όπως άλλωστε δεν θα ήταν συμβατή και ως προς τις αντίστοιχες διατάξεις των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων του 1952, του 1911 και του 1864.

Το σύστημα της αναθεωρητικής διαδικασίας του Συντάγματος, με συμμετοχή σε αυτήν αλληλοδιαδόχως, μεσολαβούσης προκηρύξεως και διενέργειας εκλογών, δύο Βουλών, έχει ως «τέλος» (σκοπό), από την οπτική της λαϊκής κυριαρχίας, την, εμμέσως συντελούμενη, διασφάλιση της λαϊκής συμμετοχής στο αναθεωρητικό έργο του Συντάγματος, με την πρόκριση και επιλογή από το Εκλογικό Σώμα εκείνου του προγράμματος συνταγματικής αναθεωρήσεως, που θα παρουσιασθεί ενώπιόν του, από τις κατερχόμενες στον εκλογικό στίβο πολιτικές δυνάμεις, που θα κρίνει, διά της αναδείξεως ως επικρατέστερης της προτεινούσης τούτο πολιτικής δυνάμεως στις εκλογές, ως προέχον για το εθνικό συμφέρον. 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέχεται διά της λαϊκής ψήφου, νομιμοποίηση στην, αναδειχθείσα δι’ αυτής, παρούσα Αναθεωρητική Βουλή, για να επιτελέσει το έργο της αναθεωρήσεως του Συντάγματος.

Αυτή είναι άλλωστε η επί του θέματος προσέγγιση των θεμελιωτών της επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου στην Ελλάδα, Νικολάου Ι. Σαρίπολου και Νικολάου Ν. Σαρίπολου, ως και των κορυφαίων σύγχρονων Συνταγματολόγων Α. Μάνεση, Ευ. Βενιζέλου και Δ. Τσάτσου. Κατά δεύτερο λόγο, η προμνησθείσα εκδοχή περί δεσμεύσεως της Αναθεωρητικής Βουλής ως προς την κατεύθυνση του έργου της αναθεωρήσεως, από σχετική περί τούτου κρίση της προηγούμενης Βουλής, που όρισε τις αναθεωρητέες συνταγματικές διατάξεις, δεν είναι επί πλέον και διά το εξής γενικότερα υποστηρίξιμη. Κατά διδόμενο στη Βρετανική συνταγματική θεωρία χαρακτηρισμό, το αναδεικνυόμενο διά της λαϊκής ψήφου, μετά από προκήρυξη και διενέργεια εκλογών, νέο Βρετανικό Κοινοβούλιο, είναι ένα «κυρίαρχο Κοινοβούλιο» («Sovereegn Parliament»). Τούτου δε παρέπεται ότι αυτό το διά της λαϊκής ψήφου αναδεικνυόμενο νέο Βρετανικό Κοινοβούλιο (πράγμα το οποίο προδήλως κατά λογική αναγκαιότητα ισχύει και για κάθε αναδεικνυόμενο διά της λαϊκής ψήφου, μετά από προκήρυξη και διενέργεια εκλογών, νέο Κοινοβούλιο), διαθέτει plenitudinem potestatis, ουδόλως δεσμευόμενο ως προς τις αποφάσεις και ενέργειές του από κρίσεις που είχε διατυπώσει σχετικώς το προηγούμενο Κοινοβούλιο, και δυνάμενο αυτεξουσίως να αποφασίσει και να ενεργήσει κυριαρχικώς εκείνο που κρίνει ότι εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο το δημόσιο συμφέρον. 

Κατά λογική συνέπεια, η παρούσα Αναθεωρητική Βουλή δεν είναι δυνατόν να δεσμεύεται κατά την ενάσκηση της αναθεωρητικής της αρμοδιότητας, από τυχόν διατυπωθείσες κρίσεις της προηγούμενης Βουλής, που κίνησε την αναθεωρητική διαδικασία και όρισε τις αναθεωρητέες διατάξεις, ως προς την ακολουθητέα κατεύθυνση του έργου της συνταγματικής αναθεώρησης.