Skip to main content

Μια νέα πορεία για τον οικονομικό φιλελευθερισμό

Από την έντυπη έκδοση

Tου Σεμπάστιαν Μπάκαπ
Επικεφαλής Προγραμματισμού στο World Economic Forum​

Από την εποχή της Αγροτικής Επανάστασης, η τεχνολογική πρόοδος ανέκαθεν τροφοδοτούσε αντίθετες δυνάμεις διάχυσης και συγκέντρωσης. Η διάχυση συμβαίνει καθώς οι παλαιές δυνάμεις και τα προνόμια φθίνουν σταδιακά. Η συγκέντρωση συμβαίνει καθώς επεκτείνεται η εξουσία και επιρροή εκείνων που ελέγχουν νέες δυνατότητες. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η επονομαζόμενη Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση δεν θα αποτελέσει εξαίρεση.

Ήδη η ένταση μεταξύ διάχυσης και συγκέντρωσης εντείνεται σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90 και τις αρχές του 2000, η ανάπτυξη του εμπορίου ήταν διπλάσια σε σύγκριση με τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, βγάζοντας εκατομμύρια άτομα από τη φτώχεια. Χάρη στην παγκοσμιοποίηση κεφαλαίου και γνώσης, οι χώρες είχαν τη δυνατότητα να μεταθέτουν πόρους σε πιο παραγωγικούς και υψηλότερα αμειβόμενους τομείς. Όλα αυτά συνέβαλαν στη διάχυση της δύναμης της αγοράς.

Αλλά αυτή η διάχυση συνέβη παράλληλα με μια αντιστοίχως ισχυρή συγκέντρωση. Σε τομεακό επίπεδο, ορισμένοι σημαντικοί κλάδοι -κυρίως χρηματοοικονομικά και τεχνολογία πληροφοριών- εξασφάλισαν ένα ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο κερδών. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ο χρηματοοικονομικός τομέας αντιστοιχεί μόλις στο 4% της απασχόλησης, αλλά αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 25% των εταιρικών κερδών. Και το ήμισυ των αμερικανικών επιχειρήσεων που παράγουν κέρδη 25% ή περισσότερο είναι τεχνολογικές εταιρείες. Το ίδιο έχει συμβεί σε οργανωτικό επίπεδο. Οι επιχειρήσεις που ανήκουν στο πιο κερδοφόρο 10% στις ΗΠΑ είναι οκτώ φορές πιο κερδοφόρες από τη μέση επιχείρηση. Στη δεκαετία του ‘90 το πολλαπλάσιο ήταν μόλις τρία.

Τέτοιου είδους επιπτώσεις συγκέντρωσης επεξηγούν σε μεγάλο βαθμό την άνοδο της οικονομικής ανισότητας. Έρευνα του Σέζαρ Χιντάλγκο και των συναδέλφων του στο ΜΙΤ αποκαλύπτει ότι σε χώρες όπου η τομεακή συγκέντρωση έχει υποχωρήσει τις τελευταίες δεκαετίες, όπως η Νότιος Κορέα, η εισοδηματική ανισότητα έχει μειωθεί. Σε εκείνες όπου η τομεακή συγκέντρωση έχει ενταθεί, όπως η Νορβηγία, η ανισότητα έχει αυξηθεί. Μια παρόμοια τάση μπορεί να διαπιστωθεί σε οργανωτικό επίπεδο. Πρόσφατη μελέτη των Μπαθ, Μπράισον, Ντέιβις και Φρίμαν δείχνει ότι η κατανομή των μεμονωμένων αποδοχών από τη δεκαετία του ‘70 συνδέεται με μισθολογικές διαφορές μεταξύ και όχι εντός επιχειρήσεων. Οι οικονομολόγοι του Stanford Μπλουμ και Πράις επιβεβαίωσαν αυτό το συμπέρασμα και υποστηρίζουν ότι στην ουσία ολόκληρη η αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας στις ΗΠΑ έχει τις ρίζες της στο διευρυνόμενο χάσμα στους μέσους μισθούς που καταβάλλονται από τις επιχειρήσεις.

Τέτοιες εκβάσεις είναι το αποτέλεσμα όχι μόνο των αναπόφευκτων διαρθρωτικών αλλαγών, αλλά επίσης των αποφάσεων για το πώς αντιμετωπίζονται αυτές οι αλλαγές. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, την εποχή που εδραιωνόταν ο νεοφιλελευθερισμός, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν ανησυχούσαν τόσο για τις μεγάλες επιχειρήσεις που μετέτρεπαν κέρδη σε πολιτική επιρροή και, αντ’ αυτού, ανησυχούσαν ότι οι κυβερνήσεις προστάτευαν μη ανταγωνιστικές εταιρείες.

Με αυτό υπόψη, οι αρμόδιοι χάραξης πολιτικής άρχισαν να αποσυναρμολογούν τους οικονομικούς κανόνες και ρυθμιστικά πλαίσια που είχαν εφαρμοστεί μετά τη Μεγάλη Ύφεση και ενθάρρυναν κάθετες και οριζόντιες συγχωνεύσεις. Αυτές οι αποφάσεις έπαιξαν μείζονα ρόλο στο να δώσουν τη δυνατότητα σε νέο κύμα παγκοσμιοποίησης, που ολοένα και περισσότερο συνέβαλε στη διάχυση ανάπτυξης και πλούτου ανά χώρες, αλλά παράλληλα προλείανε το έδαφος για τη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου εντός των χωρών.

Η αναπτυσσόμενη «οικονομία πλατφόρμας» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στην Κίνα ο κολοσσός ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba ηγείται μαζικής προσπάθειας για τη σύνδεση περιοχών της υπαίθρου με εθνικές και διεθνείς αγορές, μέσω της πλατφόρμας καταναλωτή – προς – καταναλωτή Taobao. Αυτή η προσπάθεια προϋποθέτει σημαντική διάχυση: σε περισσότερες από 1.000 υπαίθριες κινεζικές κοινότητες -τα επονομαζόμενα «χωριά Taobao»- περισσότερο από το 10% του πληθυσμού βγάζει πλέον τα προς το ζην πωλώντας προϊόντα στην Taobao. Αλλά την ώρα που η Alibaba συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας περιεκτικής οικονομίας, που αποτελείται από εκατομμύρια μίνι πολυεθνικές, επεκτείνει παράλληλα και τη δική της δύναμη στην αγορά. Οι υπεύθυνοι πολιτικής χρειάζονται πλέον μια νέα προσέγγιση που αντιστέκεται στην υπερβολική συγκέντρωση, που μπορεί μεν να συνεπάγεται οφέλη αποτελεσματικότητας, επιτρέπει όμως στις επιχειρήσεις να συσσωρεύουν κέρδη και να επενδύουν λιγότερο. Φυσικά, ο Τζόσεφ Σουμπέτερ φημίζεται για το γεγονός ότι υποστήριξε πως δεν χρειάζεται να ανησυχεί κανείς υπερβολικά για τα μονοπωλιακά μισθώματα, διότι ο ανταγωνισμός πολύ γρήγορα θα εξαλείψει αυτό το πλεονέκτημα. Ωστόσο οι εταιρικές επιδόσεις τις τελευταίες δεκαετίες σκιαγραφούν μια διαφορετική εικόνα: το 80% όσων απέφεραν απόδοση 25% ή περισσότερο το 2003 είχε τις ίδιες επιδόσεις και δέκα χρόνια αργότερα (στη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, αυτό το μερίδιο ανερχόταν περίπου στο 50%).

Για την αντιμετώπιση τέτοιας συγκέντρωσης, οι υπεύθυνοι πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να εφαρμόσουν εξυπνότερους νόμους περί ανταγωνισμού, που εστιάζουν όχι μόνο στο μερίδιο αγοράς ή στη δύναμη τιμολόγησης, αλλά επίσης στις πολλές μορφές απόσπασης κερδών, από κανονισμούς πνευματικών δικαιωμάτων (copyright) και δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας (patent) που επιτρέπουν στους φορείς εκμετάλλευσης να επωφελούνται παλαιών ανακαλύψεων προς εκμετάλλευση της κεντρικότητας δικτύων. Το ερώτημα δεν είναι «πόσο μεγάλο είναι το πολύ μεγάλο», αλλά πώς να γίνει διαφοροποίηση μεταξύ «καλού» και «κακού» μεγέθους. Η απάντηση εναπόκειται στην ισορροπία που επιτυγχάνουν οι επιχειρήσεις μεταξύ συλλογής αξίας και δημιουργίας.

Ακόμη περισσότερο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής χρειάζεται να διευκολύνουν τις νεοφυείς επιχειρήσεις στην εξέλιξή τους. Ένα σφύζον από ζωή επιχειρηματικό οικοσύστημα παραμένει το πιο αποτελεσματικό αντίδοτο για την εξασφάλιση κερδών. Για παράδειγμα, οι τεχνολογίες ψηφιακής βάσης δεδομένων (digital ledger), έχουν τη δυνατότητα να περιορίσουν την ισχύ των μεγάλων ολιγοπωλίων πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι οι αδέξιες παρεμβάσεις. Από την άλλη πλευρά, οι οικονομίες δεν πρέπει να βασίζονται μόνο στις αγορές για να φέρουν την «κοιτίδα» που χρειάζεται τόσο απεγνωσμένα ο καπιταλισμός. Πράγματι, παρότι οι αξιωματούχοι στη θεωρία τάσσονται υπέρ και υποστηρίζουν την επιχειρηματικότητα, ο αριθμός των νεοφυών επιχειρήσεων έχει μειωθεί σε πολλές προηγμένες οικονομίες.

Τέλος, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να κινηθούν πέραν της νεοφιλελεύθερης έπαρσης ότι εκείνοι που δουλεύουν σκληρά και παίζουν σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού είναι κι εκείνοι που θα ανελιχθούν. Εξάλλου, η άλλη πλευρά αυτής της προοπτικής, που βασίζεται στη θεμελιώδη πεποίθηση της εξισωτικής επίδρασης των αγορών είναι αυτό που ο Μίκαελ Σάντελ χαρακτηρίζει ως την «αξιοκρατική μας ύβρη»: την παραπλανητική ιδέα ότι η επιτυχία (και η αποτυχία) εξαρτάται αποκλειστικά από μας.

Αυτό υπονοεί ότι οι επενδύσεις σε παιδεία και εκμάθηση δεξιοτήτων, καίτοι απαραίτητες, δεν επαρκούν για τη μείωση της ανισότητας. Πολιτικές που αντιμετωπίζουν απευθείας δομικές προκαταλήψεις -από κατώτατους μισθούς έως και το καθολικό βασικό εισόδημα- είναι επίσης αναγκαίες.

Η νεοφιλελεύθερη οικονομία έχει φτάσει σε σημείο καμπής, έχοντας ως αποτέλεσμα ο παραδοσιακός πολιτικός διχασμός μεταξύ αριστεράς-δεξιάς να αντικατασταθεί από έναν διαφορετικό διχασμό: μεταξύ εκείνων που αναζητούν μορφές ανάπτυξης που τείνουν λιγότερο προς την ακραία συγκέντρωση και εκείνων που θέλουν να βάλουν τέλος στη συγκέντρωση, κλείνοντας ανοικτές αγορές και κοινωνίες. Και οι δύο πλευρές αμφισβητούν τα παραδοσιακά δόγματα. Παρότι όμως η μία θέλει να καταργήσει το «νεο-» από τον νεοφιλελευθερισμό, η άλλη θέλει να διαλύσει εντελώς τον φιλελευθερισμό. Η νεοφιλελεύθερη εποχή έχει παρέλθει. Είναι καιρός να καθορίσουμε τι θα επακολουθήσει ως επόμενο βήμα. [SID:]

Copyright: Project Syndicate, 2017.
www.project-syndicate.org