Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μόνον η Γερμανία και τα επενδυτικά της κεφάλαια μπορούν να σώσουν τη χώρα από την αποεπένδυση και την πλήρη παραγωγική παρακμή. Σε ένα πολύ κατατοπιστικό άρθρο του στην εφημερίδα «Νέα», ο κ. Κώστας Μητρόπουλος, εντεταλμένος σύμβουλος της PwC Ελλάδας, είναι ξεκάθαρος.
Υπογραμμίζει χωρίς φιοριτούρες ότι «σύμφωνα με τις εκτιμήσει της PwC, οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας μέχρι και το 2022 είναι 270 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτές, οι σχεδιασμένες και προβλέψιμες επενδύσεις φτάνουν τα 150 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι υπόλοιπες πρέπει να αναγνωρισθούν τεχνικά και να σχεδιαστούν ώστε να μπορούν να χρηματοδοτηθούν. Από την άλλη πλευρά, οι ροές χρηματοδότησης επενδύσεων που σήμερα είναι ορατές φθάνουν μόνον τα 115 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2022. Η διαφορά θα πρέπει να καλυφθεί με πρόσθετες πιστώσεις, νέα ίδια κεφάλαια και πρόσθετες ευρωπαϊκές εκταμιεύσεις».
Στο πλαίσιο αυτό, ο έμπειρος αρθρογράφος προσθέτει, μετά λόγω γνώσεως: «Το μέγιστο πρόβλημα της Ελλάδας είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης πρώτα των κατοίκων προς την ίδια τη χώρα και κατά δεύτερο λόγο των μη Ελλήνων προς αυτήν. Το κύριο σημάδι απώλειας εμπιστοσύνης των Ελλήνων είναι η ανάγκη παραμονής των capital controls. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης αυξάνει την προσδοκώμενη απόδοση κάθε επένδυσης». Επισημαίνοντας δε τη σημασία που έχει η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην πολιτική διαδικασία και τους θεσμούς, ο κ. Κ. Μητρόπουλος προτείνει και ένα πλέγμα νέων εσωτερικά συνεπών πολιτικών επενδυτικής ανάπτυξης, που θα έπρεπε να εφαρμοσθούν χωρίς ταλαντεύσεις, με συστηματικότητα και συνέπεια.
Περαιτέρω, ο αρθρογράφος δεν προσδιορίζει πού θα μπορούσαν να βρεθούν αυτά τα επενδυτικά κεφάλαια. Επισημαίνει, όμως, με νόημα ότι είναι μύθος πως η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση θα μπορούσε να συνδράμει την ελληνική επιχειρηματικότητα σε επενδύσεις. Και δεν έχει καθόλου άδικο, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι το μέσο ετήσιο ύψος ευρωπαϊκής χρηματοδότησης για επενδύσεις την περίοδο 2008-2013 ήταν μόνον 4 δισεκατομμύρια ευρώ. Ποσό που υποδηλώνει ότι η έλλειψη ιδίων κεφαλαίων, η δυσπραγία χρηματοδότησης από πλευράς τραπεζών και η έλλειψη συντονισμού προγραμμάτων δεν επιτρέπουν την εισροή σημαντικών ποσών από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.).
Τι μπορεί να γίνει, λοιπόν, ώστε η Ελλάδα να προσελκύσει μέσα σε μία πενταετία 270 δισεκατομμύρια ευρώ επενδυτικά κεφάλαια, ικανά να αναδιαρθρώσουν τον παραγωγικό της ιστό και να ανανεώσουν απ’ άκρου εις άκρον την οικονομία της;
Μία σοβαρή πηγή άντλησης κεφαλαίων, μας τόνισε προσφάτως Γερμανός καθηγητής που γνωρίζει καλά τη χώρα, είναι τα αποκαλούμενα «κοιμώμενα κεφάλαια» στη Γερμανία. Ως γνωστόν, η χώρα της καγκελαρίου Αν. Μέρκελ έχει σοβαρά εμπορικά πλεονάσματα, σχεδόν μηδενικά επιτόκια για τους αποταμιευτές και πληθώρα μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που θέλουν να επενδύσουν εκτός Γερμανίας. Επίσης, αρκετές γερμανικές εταιρείες επιθυμούν να διαφοροποιήσουν τις δραστηριότητές τους και ένας κλάδος που έχει τραβήξει την προσοχή τους είναι αυτός της γεωργικής παραγωγής σε συνδυασμό με τη μεταποίησή της, δηλαδή τα είδη διατροφής.
Εξάλλου, σε εκδηλώσεις που πραγματοποίησε το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο πριν από μερικές εβδομάδες, ο καθηγητής Μάικλ Χάισε, επικεφαλής οικονομικός αναλυτής της Allianz SE και ο δρ Βόλκερ Τράιερ, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Ένωσης Γερμανικών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων, υπογράμμισαν ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις κρίνουν θετικά τις προσπάθειες που γίνονται στην Ελλάδα και στον βαθμό που πείθονται ότι οι μεταρρυθμίσεις πιάνουν τόπο, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει και σε επενδυτικές αποφάσεις.
Ο δρ. Β. Τράιερ, ειδικότερα, αναφερόμενος στις οικονομικές προοπτικές στην Ευρώπη και ιδίως για την Ελλάδα, σημείωσε: «Κάθε κρίση περιέχει και μια ευκαιρία. Λόγω του Brexit αντιλαμβάνονται τώρα όλοι τι είναι πραγματικά η Ευρώπη και πόσο σημαντική είναι η συνοχή της εσωτερικής αγοράς. Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για τη σχέση Ε.Ε. και Ελλάδας γίνεται πλέον με πιο εποικοδομητικό τρόπο. Υπάρχει η επιθυμία να παραμείνει η Ελλάδα μέρος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Πρόκειται για μία θετική αλλαγή σε σχέση με την προ Brexit εποχή. Ευτυχώς, για Grexit δεν μιλά πλέον κανείς».
Αυτό, βέβαια, που δεν λένε φωναχτά Γερμανοί επίσημοι και ανεπίσημοι είναι ότι για να υπάρξει επενδυτική εμπιστοσύνη θα πρέπει να καταλαγιάσει και ο αντιγερμανισμός στη χώρα μας, μορφές του οποίου τον τελευταίο καιρό εγγίζουν τα όρια της απόλυτης γελοιότητας. Είναι ανάγκη, δηλαδή, να ενισχυθεί και η εμπιστοσύνη προς τους Έλληνες τόσο των γερμανικών επιχειρήσεων όσο και των επενδυτικών ταμείων. Και τούτο διότι η πραγματικότητα μας λέει ότι στην παρούσα φάση της ελληνικής χρεοκοπίας, όπου η ανάπτυξη και οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν μοναδικό δρόμο, και μάλιστα χωρίς επιστροφή, για να ξεπεράσει η χώρα τα παραγωγικά και αναπτυξιακά της αδιέξοδα, η γερμανική ευκαιρία αποτελεί μοναδικό όχημα. Πολύ πιο φθηνό δε και περισσότερο αποτελεσματικό από τις εξόδους στις αγορές – παρά τη συμβολική τους αξία.