Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
H Ολλανδία επεξεργάζεται νόμο για την προστασία των υποδομών και της ασφάλειας των σημαντικότερων επιχειρήσεων της χώρας. Παρόλο που έπεσαν οι τόνοι για «γύπες και ύαινες» του εξωτερικού, που εποφθαλμιούν επιτυχημένες ολλανδικές επιχειρήσεις και στη Χάγη γυαλοχαρτίζουν το νομοσχέδιο, για να μη στείλουν λάθος μήνυμα στους υποψήφιους επενδυτές, τον ολλανδικό δρόμο ζήλεψε η γερμανική λεωφόρος.
Το Βερολίνο ενέκρινε τους κανόνες που καθιστούν ευκολότερη την παρεμπόδιση της πώλησης στρατηγικά σημαντικών εταιρειών σε επενδυτές εκτός Ε.Ε., λόγω των ανησυχιών ότι μ’ αυτόν τον τρόπο η Κίνα μπορεί να αποκτήσει γερμανική τεχνογνωσία.
«Το χρωστάμε στις εταιρείες μας. Συχνά ανταγωνίζονται με χώρες των οποίων οι οικονομίες δεν είναι τόσο ανοικτές όσο η δική μας… Χρειάζεται να λάβουμε υπόψη τις προϋποθέσεις θεμιτού ανταγωνισμού» δήλωσε η υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας.
Οι νέες ρυθμίσεις έρχονται λίγες ημέρες μετά τη Σύνοδο Κορυφής του G20, όπου ένα ήταν το σχήμα: «O Τραμπ στηρίζει τον προστατευτισμό και η Μέρκελ την ελεύθερη αγορά».
Όπως θα ’λεγε και ο συμπατριώτης της καγκελαρίου, αρθρογράφος των FT, Βόλφγκανγκ Μίνχαου, το απλουστευτικό σχήμα είναι ένα παράδειγμα αυτού που αποκαλούν οι ψυχολόγοι «προκατάληψη επιβεβαίωσης», η τάση να φιλτράρουμε και να αφαιρούμε αυτά που είναι άβολα. Όμως, το πλέγμα των οικονομικών σχέσεων είναι πιο περίπλοκο και στο κλαμπ των ισχυρών τίποτα δεν είναι ανύποπτο.
Ο Τραμπ απειλεί με δραστικό περιορισμό των εισαγωγών χάλυβα, που στοχεύει πρωτίστως στην Κίνα, ενώ ο εξαιρετικά φθηνός κινεζικός χάλυβας στην ευρωπαϊκή αγορά στερεί από γερμανικές και άλλες εταιρείες του κέρδους τη χαρά.
Οικονομικός εθνικισμός, λοιπόν, ή αναγκαία άμυνα, απέναντι σ’ αυτό που καθένας από τους μεγάλους παίκτες ορίζει ως υπαρξιακή απειλή; Θεμιτή προστασία ή αμπαλαρισμένη υποκρισία, που τα τείχη των άλλων δεν μπορεί, ενώ τα δικά της ευλογεί και με την επίκληση του ανταγωνισμού δικαιολογεί;