Από την έντυπη έκδοση
Των Δημήτρη Α. Ιωάννου – Οικονομολόγου
και Χρήστου Α. Ιωάννου – Οικονομολόγου
Το 2015 και το 1ο τρίμηνο του 2016 εμφανίζεται ένα παράδοξο φαινόμενο στην αγορά εργασίας. Η απασχόληση είτε αυξάνεται δυσανάλογα με τη μεταβολή του ΑΕΠ είτε, κι αυτό είναι το παράδοξο, αυξάνεται σε αντίθετη κίνηση με την πορεία (μείωση) του ΑΕΠ.
Θα περίμενε κανείς η μείωση του ΑΕΠ να επέφερε ανάλογη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων και κυρίως της μισθωτής εργασίας.
Φαίνεται, όμως, να συμβαίνει το αντίθετο: σύμφωνα με την ΕΡΓΑΝΗ, στο 1ο τρίμηνο του 2016 δημιουργήθηκαν 33.834 νέες θέσεις εξαρτημένης εργασίας. Όχι μόνο στα χρόνια της κρίσης (2009-2013), αλλά και σε προηγούμενα (2005-2007), το ισοζύγιο του 1ου τριμήνου ήταν αρνητικό.
Στο δε 1ο τετράμηνο του 2016 οι νέες θέσεις ανήλθαν σε 124.465 και στο 1ο πεντάμηνο σε 296.979. Βέβαια, στο 2ο τρίμηνο του έτους πάντα υπάρχει αυξητική τάση των θέσεων εργασίας για εποχικούς λόγους, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του τουριστικού κλάδου.
Όμως, οι νέες θέσεις εργασίας του 1ου τετραμήνου και του 1ου πενταμήνου 2016 είναι οι περισσότερες που έχουν καταγραφεί, για τις περιόδους αυτές, από το 2001. Ούτε στα χρόνια της, υποτιθέμενης, οικονομικής ακμής (2002-2008) -που το ονομαστικό ΑΕΠ αυξανόταν σχεδόν εκρηκτικά- δεν υπήρχε παρόμοια αύξηση.
Πρόκειται για παράδοξο, και δύσκολο να ερμηνευθεί, αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψιν ότι το επικρατούν πνεύμα στην οικονομία δεν είναι αισιόδοξο, λόγω των νέων φορολογικών και ασφαλιστικών μέτρων που ελήφθησαν εν όψει της «αξιολόγησης», και τα «αγελαία πνεύματα» δεν βρίσκονται σε αναπεπταμένα επίπεδα.
Η εξέλιξη στο πεντάμηνο του 2016 έρχεται σε συνέχεια άλλης, αν και μικρότερης σε μέγεθος, αλλά εξίσου παράδοξης, εξέλιξης το 2015 όταν, σε ετήσια βάση, η κίνηση των δύο μεταβλητών εμφάνισε το παράδοξο που διαπιστώνουμε εδώ: ενώ το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,2%, οι θέσεις εξαρτημένης εργασίας αυξήθηκαν κατά 99.700, δηλαδή κατά 3% των ήδη απασχολουμένων, ποσοστό υψηλό τηρουμένων των αναλογιών, σε ένα έτος όπου, με εξαίρεση την αύξηση του αριθμού τουριστών στην Ελλάδα, κανένα άλλο γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργούσε θετικό κλίμα για την ελληνική οικονομία.
Συνεπώς, η ελληνική αγορά εργασίας για το 2015 και το 1ο τετράμηνο του 2016 παρουσιάζει συμπεριφορά μη συμβατή με την κρατούσα θεωρία.
Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται έτσι και στο εγγύς μέλλον. Θεωρούμε όμως χρήσιμο να αναζητήσουμε απαντήσεις στο τι ακριβώς σημαίνει αυτό και τι συνεπάγεται για την ελληνική οικονομία.
Η μόνη λογική ερμηνεία στο ότι ενώ η «ενεργός ζήτηση» μειώνεται, οι θέσεις εργασίας, και κυρίως μισθωτής εργασίας, αυξάνονται, είναι ότι αυτό συμβαίνει διότι λόγω των συνεχών νομοθετικών επεμβάσεων στην αγορά εργασίας, προκειμένου αυτή να καταστεί περισσότερο ευέλικτη, σε συνδυασμό με την πίεση που ασκεί η υψηλή ανεργία, η τιμή της εργασίας (μισθοί και ημερομίσθια) μειώνεται (ο μέσος μισθός των ασφαλισμένων πλήρους απασχόλησης του ΙΚΑ μειώθηκε από 1.442,39 € τον Ιανουάριο 2012 σε 1.171,91 € τον Σεπτέμβριο 2015, δηλαδή κατά 18,8%), με αποτέλεσμα να αυξάνει η ζήτησή της, ακόμη και αν παράλληλα το ΑΕΠ μειώνεται και αυτό.
Η ταυτόχρονη αύξηση των θέσεων εργασίας υπονοεί ότι η καμπύλη ζήτησης για εργασία βρίσκεται στην περιοχή εκείνη που παρουσιάζει υψηλή ελαστικότητα ως προς την τιμή. Ως γνωστόν κύριο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης υψηλής ελαστικότητας είναι ότι μία μείωση της τιμής του προϊόντος (της εργασίας στην περίπτωσή μας) αυξάνει σε μεγαλύτερη αναλογία τη ζήτηση γι’ αυτό- και κατά συνέπεια και το εισόδημα του «πωλητή».
Είναι χαρακτηριστική επ’ αυτού η εκτίμηση (βλ.https://www.eurobank.gr/Uploads/Reports/168_7Days_10_6_16.pdf) ότι στο 1ο τρίμηνο 2016, όπως και στα 6 τελευταία τρίμηνα, ο συνδυασμός της μείωσης της αμοιβής της εργασίας, με την αύξηση των θέσεων εργασίας επέφερε αύξηση στο συνολικό εισόδημα της μισθωτής εργασίας.
Η συνύπαρξη αύξησης του συνόλου των αμοιβών της εξαρτημένης εργασίας με μείωση του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος των επιχειρήσεων, ενδεχομένως υποκρύπτει -εν μέρει- φαινόμενο μείωσης του εισοδήματος, ή ακόμη και του αριθμού των αυτοαπασχολουμένων.
Κάτι τέτοιο, ακόμη και αν ισχύει, δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι η αύξηση των θέσεων εξαρτημένης εργασίας (και του μεριδίου της στην απασχόληση, βλ. πίνακα) είναι προϊόν μίας κλασικής περίπτωσης υψηλής ελαστικότητας ζήτησης ως προς την τιμή.
Το παράδοξο της αντίστροφης κίνησης του αριθμού των θέσεων εξαρτημένης εργασίας σε σχέση με το ΑΕΠ είναι ένα ακόμη στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι η σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, την οποία έχουμε χαρακτηρίσει ως κατάσταση «διαρθρωτικής κατάρρευσης» (βλ. http://www.foreignaffairs.gr/articles/69311/dimitris-a-ioannoy/i-%C2%ABdiarthrotiki-katarreysi%C2%BB-tis-ellinikis-oikonomias?page=show), δεν έχει σχέση με εκείνη που περιγράφει το ακαδημαϊκό, κυριαρχούν, ερμηνευτικό υπόδειγμα οικονομίας με άκαμπτους μισθούς (sticky wages), όπου η αύξηση των θέσεων εργασίας είναι δυνατή μόνο με αύξηση του ΑΕΠ, δηλαδή της «ενεργού ζητήσεως». (Και όπου, επιπλέον, η μείωση της αμοιβής της εργασίας, προξενεί μείωση της απασχόλησης και αύξηση της ανεργίας).
Μήπως, όμως, το παράδοξο που φαίνεται να λειτουργεί σήμερα στην ελληνική οικονομία σημαίνει ότι πρέπει να μειώνονται παγίως τα εισοδήματα των εργαζομένων για να αυξάνουν οι θέσεις εργασίας; Αυτό δεν είναι υποχρεωτικό κατά κανέναν τρόπο.
Οι θέσεις εργασίας μπορούν να αυξάνονται και ως συνέπεια της αύξησης του ΑΕΠ: αυτή είναι η υγιής διαδικασία ανάπτυξης και εκεί πρέπει να φθάσουμε αφ’ ής στιγμής η οικονομία αναταχθεί και ισορροπήσει διαρθρωτικά.
Πλην όμως, το ότι επί του παρόντος η μείωση της τιμής της δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας -ανεξαρτήτως και κατ’ αντίθετη φορά με την κίνηση του ΑΕΠ και της «ενεργού ζητήσεως»-, δηλαδή το ότι η καμπύλη της προσφοράς εργασίας δείχνει να τέμνεται με την καμπύλη της ζήτησης για εργασία στην περιοχή της υψηλής ελαστικότητας αμφοτέρων (που δεν συνέβαινε μέχρι πριν από κάποια τρίμηνα, όταν η πτώση του ΑΕΠ επέφερε και μαζική μείωση του αριθμού των απασχολουμένων, πολύ μεγαλύτερη της αναμενόμενης), σημαίνει ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα η αγορά εργασίας χαρακτηριζόταν από έλλειψη ευελιξίας: δεν λειτουργούσε σε συγχρονισμό με τις πραγματικές -παραγωγικές- δυνατότητες και ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.
Δημιουργείται βεβαίως ένα πρόσθετο, φιλοσοφικό και πολιτικό κυρίως ερώτημα: είναι καλό να μειώνονται οι μισθοί ώστε να αυξάνονται οι θέσεις εργασίας και γενικά οι απολαβές των εργαζομένων ως σύνολο; Η απάντηση είναι υποκειμενική και εξαρτάται από τις φιλοσοφικές και πολιτικές επιλογές του καθενός.
Για τη συλλογική και κοινωνική ευημερία τα μέλη μίας κοινωνίας είναι καλύτερο να εργάζονται παραγωγικά, ακόμη και με χαμηλές απολαβές (ειδικά εάν αυτές βρίσκονται πλησίον του «σημείου ισορροπίας» της οικονομίας και αντιστοιχούν, έστω και κατά προσέγγιση, στην οριακή παραγωγικότητα της εργασίας), παρά να μένουν άνεργοι και ανενεργοί, χάνοντας σταδιακά επαγγελματικές δεξιότητες και υφιστάμενοι ψυχολογική και κοινωνική φθορά και απαξίωση (σε συνθήκες «υστέρησης»), περιμένοντας τους -υποτίθεται- «δίκαιους μισθούς» και την πλήρη απασχόληση, που ανεύθυνα επαγγέλλεται η οικονομικο-πολιτική δημαγωγία.
Στην ίδια λογική μπορεί να απαντηθεί και η ένσταση ότι μεγάλος αριθμός των νέων θέσεων εργασίας δεν αφορά πλήρη απασχόληση.
Η απάντηση (πέραν του ότι το 31% των μερικώς απασχολουμένων επιλέγουν τη μερική απασχόληση) είναι πως η ένσταση θα είχε νόημα εάν η αύξηση της μερικής απασχόλησης συμβάδιζε με μείωση των συνολικών απολαβών των εργαζομένων. Στην Ελλάδα, όμως, αυτό που παρατηρείται, από τις αρχές του 2015 και μέχρι στιγμής, είναι αύξηση του συνόλου των εισοδημάτων για τους προσφέροντες εξαρτημένη εργασία (βλ. πίνακα).
Χωρίς αμφιβολία μία συνεχής καθοδική πορεία των μισθών θα ήταν ένδειξη συνεχούς παραγωγικής κατάρρευσης και κοινωνικής αποπτώχευσης και διάλυσης.
Όμως δεν είναι αυτός ο στόχος, ούτε υπάρχει κανένας λόγος να συμβεί κάτι τέτοιο. Στόχος πρέπει να είναι -μέσω της εφαρμογής ορθής και έλλογης οικονομικής πολιτικής για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας- η οικονομία και η αγορά εργασίας να επιστρέψουν σε κατάσταση όπου θα λειτουργούν, εκ νέου, με τον παραδοσιακό τρόπο: η βελτίωση της παραγωγικότητας (και της «ενεργού προσφοράς») να αυξάνουν τη ζήτηση της εργασίας και αυτή με τη σειρά της να δημιουργεί περισσότερες νέες θέσεις μέχρις ότου η προσφορά εργασίας καταστεί ανελαστική και, ως εκ τούτου, αρχίσουν να προκύπτουν σταθερά αυξανόμενες αμοιβές για τους εργαζόμενους.