Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Είχε φανεί εδώ και αρκετό καιρό, ο αναγνώστης ίσως το θυμάται: αφού η διαβόητη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου έφερε τη σχέση της Ελλάδας με τους «εταίρους» της σε μια νέα (υποτίθεται) βάση, όπου ναι μεν δεν θα επιδιωκόταν η ολοκλήρωση της 5ης αξιολόγησης/5th review του μνημονίου, αλλά πάντως «κάποια» αξιολόγηση θα προχωρούσε με βάση εναλλακτικές προτάσεις της ελληνικής πλευράς, δεν χρειάστηκαν πολλές εβδομάδες για να γίνει σαφές ότι οι δύο πλευρές πορεύονταν σε εντελώς ασύμβατες διαδρομές.
H Αθήνα θεωρούσε ότι «πρέπει» να γίνει σεβαστή η λαϊκή ετυμηγορία της 25ης Ιανουαρίου, δηλαδή το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης ή πάντως οι προγραμματικές της κυβέρνησης Τσίπρα / Βαρουφάκη, με αυτονόητη την ανάδειξη «κόκκινων γραμμών» κατά το πρότυπο Σαμαρά, Βενιζέλου κ.ο.κ.
Η τρόικα, μετονομασμένη σε «θεσμούς», ζητούσε ολοκλήρωση της αξιολόγησης με έναν κάποιο τρόπο, με πυρήνα την τήρηση των συμφωνημένων/pacta sund servanda. Ασφαλώς είχε υπάρξει μια θεμελιακή πολιτική συμφωνία: τα δύο μέρη, σε επίπεδο Κορυφής (Τσίπρα – Μέρκελ, επταμερούς, κ.ο.κ.) συμφώνησαν ότι θα πρέπει να συμφωνήσουν – ή, πάντως, ότι δεν θα πρέπει να μείνουν σε τελική διαφωνία («ρήξη», ατύχημα διαδρομής / Graccident ή τέλος Grexit).
Ομως, η συνεχής αναφορά σε «πολιτική λύση» περισσότερο οδηγούσε σε μη ωρίμανση των τεχνικών διαπραγματεύσεων, δηλαδή των συγκεκριμένων ζητημάτων, παρά σε κοινό έδαφος που να επιτρέπει συμφωνία.
Οι βαρουφακισμοί των ευρηματικών «λύσεων», από τις κρυφές κάμερες στα καπέλα ή τα σουτιέν των τουριστών – σπιούνων για τη σύλληψη του ΦΠΑ μέχρι την επιβολή τέλους στη χρήση του ΑΤΜs ή τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, μόνον επιβάρυναν το αδιέξοδο.
Τι φάνηκε λοιπόν; Οτι αν ήταν να προκύψει «κάτι σαν λύση» -ΑΝ, επαναλαμβάνουμε- θα χρειαζόταν η συμφωνία αυτή:
α) να συνταχθεί από «εκείνους», ας πούμε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που «το ‘χει» να κάνει drafting συμβιβασμού.
β) να περιλάβει πολλές και ουσιώδεις ελληνικές θέσεις: πρώτιστα την «προσγείωση» των απαιτήσεων για πρωτογενή πλεονάσματα το 2015 αλλά και το 2016 και μέχρι το 2021.
γ) να κρατήσει τόσα και τέτοια από τα προαπαιτούμενα της 5ης αξιολόγησης, ώστε να γίνεται «δεκτή» από τους θεσμούς, με ιδιαίτερο πρόβλημα τη στάση του ΔΝΤ.
δ) να κρατήσει τέτοια νούμερα -ιδίως στα δημοσιονομικά- που «να βγαίνει» ένα πειστικό αποτέλεσμα αλλά και να επιβιώνει κάτι από την ελληνική οικονομία: η κακή εμπειρία της front-loaded συμφωνίας του 2012, που διέλυσε την Ελλάδα, «δίδαξε» στην τρόικα/τους θεσμούς τι θα ‘πρεπε να αποφευχθεί.
ε) να αφήνει για κάποια φάση, αργότερα, τα πλέον εκρηκτικά ζητήματα, αλλά -προσοχή!- με ζυγιασμένο τρόπο. Για παράδειγμα, η συζήτηση για αναδιάρθρωση/απομάκρυνση του χρέους «πρέπει να ανοίξει», όμως θέλει χρόνο και υπομονή. Ομως και ο πυρήνας του Ασφαλιστικού δεν μπορεί να μην αγγιχτεί, πλην προϋποθέτει αναλογιστικές μελέτες με βάση την τρομερή ανεργία (και ούτως ή άλλως συνδέεται με το χρέος).
Αλλο παράδειγμα: δεν γίνεται να μη συζητηθεί το θέμα των επενδυτικών κεφαλαίων για επανεκκίνηση – όμως αυτά θέλουν χρόνο και ζύμωση. Οπως, τρίτο ζήτημα, συμβαίνει και με το Εργασιακό, που «δεν μπορεί» να μην προσεγγιστεί με τρόπο κάπως συμβατό με τις ελληνικές θέσεις, αλλά… μέσω ILO.
Αυτή, λοιπόν, ήταν μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Αλλωστε και η καημένη η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, γραμμένη από βρυξελλιανά χέρια ήταν – και γενικά τέτοιες συμφωνίες έτσι προκύπτουν! Μάλιστα, συχνά «χτίζονται» σε πολλά επίπεδα ή με τη λογική της «μπάμπουσκας» -βλέπε «Ναυτεμπορική» της 25/5, σελ. 25-, ενώ δεν είναι άγνωστη και η πρόσθετη πρακτική να υπάρχουν μέσα και δυο-τρία στοιχεία που η «άλλη πλευρά» θα αρνηθεί υπερηφάνως να δεχθεί, είτε να προκύψει συμφωνία στο νήμα.
Ποιο ήταν εδώ το πρόβλημα; Οτι η ελληνική πλευρά -δηλαδή εμείς, η Ελληνική Δημοκρατία- μπλέχτηκε στην ελληνοελληνική διαμάχη για το ποιος θα εκφωνήσει τις πιο κόκκινες γραμμές. Οτι ο Βαρουφάκης έμεινε υπερβολικά πολύ στα πράγματα, να δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα και να δημιουργεί σύνδρομο Πίθου των Δαναΐδων. Οτι ο χρόνος καταφαγώθηκε. Οτι η «πολιτική διαπραγμάτευση» κυριάρχησε, ώστε κανείς να μην πάρει τεχνική ευθύνη.
Οπότε, τώρα που το draft συμφωνίας συντάχθηκε σε Κορυφή -Μέρκελ / Ολάντ / Γιούνκερ / Ντράγκι / Λαγκάρντ- η εντύπωση ότι πρόκειται για take it or leave it πρόταση ήρθε να τραυματίσει τα πράγματα. Και η εσπευσμένη «αντιπρόταση» των Αθηνών, των 47 σελίδων, που υποβλήθηκε στο νήμα για να τεθεί εκτός, δεν βελτίωσε τα πράγματα.