Από την έντυπη έκδοση
Tου Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μας παρατηρήθηκε ότι στοχοπροσηλωθήκαμε τον τελευταίο καιρό σε συζητήσεις γύρω από τις διάφορες εκθέσεις και αξιολογήσεις κ.ο.κ. για την πορεία την οικονομίας, που τελικά-τελικά δεν οδηγούν σε κάποιο σταθερότερο έδαφος. Και τούτο ενώ -μας ειπώθηκε- η προσέγγιση προς τις ευρωεκλογές θα «έπρεπε» να μας είχε οδηγήσει σε συχνότερη συζήτηση γύρω από τις εισηγήσεις (τύπου Μακρόν) για το ευρωπαϊκό αύριο, για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, τέτοια πράγματα. Που -υποτίθεται- θα βρίσκονται στον νου των ψηφοφόρων όταν, σε δυο μήνες και κάτι, θα πορεύονται προς τις ευρωκάλπες.
Το αμφισβητούμε το επιχείρημα. Και όχι μόνον επειδή, στην Ελλάδα πάντως, όλη η συζήτηση για τις ευρωεκλογές υπόσχεται/απειλεί να αναλωθεί σε καθαρά εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεση. (Μη νομίζουμε βέβαια ότι και στη Γαλλία ή την Ιταλία, ή στις χώρες Βίζεγκραντ ή και την ίδια τη Γερμανία, η «ευρωπαϊκή» συζήτηση είναι λιγότερο εσωστρεφής εν τέλει…)
Πάντως, «λίγο από ευρωπαϊκά» δεν κάνει ποτέ κακό. Μόνο που η περασμένη βδομάδα έκανε να βρεθεί στην Αθήνα -στο πλαίσιο των συναντήσεων του LSE- ένας παλιός γνώριμος του πώς η συζήτηση για την Ευρωζώνη και την ανάγκη μεταρρύθμισής της αν είναι να έχει μέλλον, συνδέεται με τα δικά μας. Πρόκειται για τον Paul de Grauwe, ο οποίος και άλλες φορές έχει «δει» την ελληνική υπόθεση τα χρόνια της κρίσης: τώρα στο European Institute του LSE, παλιότερα με θητεία στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ, αλλά και ως σύμβουλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (βέβαια επί Μπαρόζο; κανείς δεν είναι τέλειος!), συν με διδασκαλία και μελέτες περί τα ευρωπαϊκά, ο de Grauwe «γνώρισε» την Ευρωζώνη ήδη όταν αυτή στηνόταν. Και διατήρησε μιαν στάση κριτική, αν και ανεπίληπτης φιλοευρωπαϊκότητας.
Τον de Grauwe έχουμε παρακολουθήσει υπό διάφορες συνθήκες, πιο πανεπιστημιακές ή πιο εκλαϊκευτικές σε Βρυξέλλες, Αθήνα, ακόμη και Δουβλίνο. Η κριτική που κάνει στις σχεδιαστικές αδυναμίες της Ευρωζώνης -κριτική «εκ των έσω», επαναλαμβάνουμε- παραμένει σε γενικές γραμμές η ίδια. Και τούτο παρά τις διάφορες παρεμβάσεις που έχουν γίνει στην Ευρωζώνη, υπό την πίεση της ίδιας της κρίσης. Απώλεια των σταθεροποιητών σε εθνικό επίπεδο, ανυπαρξία δανειστού έσχατης προσφυγής όταν μια συγκεκριμένη εθνική οικονομία πλησιάζει σε αδιέξοδο (η ΕΚΤ είναι άλλης λογικής/άλλης λειτουργίας), εξάρτηση των οικονομιών από την αξιολόγηση που κάνουν γι’ αυτές οι αγορές, με απόσυρση της ρευστότητας και άρνηση αναχρηματοδότησης του χρέους τους ακριβώς όταν αυτή χρειάζεται – αποτέλεσμα: η κρίση ως αυτεπιβεβαιούμενη προφητεία.
Ασφαλώς ο de Grauwe δεν αρνείται ότι έγιναν βήματα αφότου η Ευρωζώνη τραντάχτηκε: και θεσμοί όπως του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου καθιερώθηκαν, και η ΕΚΤ/ο Μάριο Ντράγκι «έσωσε την κατάσταση» με τη δέσμευση να κάνει «whatever is needed» Όμως, η επισώρευση προϋποθέσεων/conditionality στις δράσεις «διάσωσης», προϋποθέσεων με κεντρικό ρόλο να δίνεται στις επιλογές λιτότητας ή η έμφαση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να επιτευχθεί ανταγωνιστικότητα στις τραυματισμένες οικονομίες, φθάνει πλέον στα όριά της. Αν στις χώρες μνημονίων διαγιγνώσκεται μεταρρυθμιστική κόπωση, σε επίπεδο Ευρωζώνης καταγράφεται «κόπωση ενοποίησης». Για τον de Grauwe, το μέλλον της Ευρωζώνης θα απαιτούσε δημοσιονομική ενοποίηση – που ουσιαστικά σημαίνει πολιτική ενοποίηση. Συνεπώς οι προτάσεις Μακρόν, που κι αυτές βρήκαν έντονα αρνητικά αντανακλαστικά, και η συζήτηση για ασφαλιστικό μηχανισμό ανεργίας που να δρα αντικυκλικά, δεν είναι παρά ενδιαφέροντα, μικρά όμως βήματα.
Αρκεί αυτό ως «λίγο από ευρωπαϊκά»; Πάντως, σε μια κοινή διοργάνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΙΟΒΕ, επιχειρήθηκε την Τετάρτη 20 Μαρτίου κάτι το ενδιαφέρον: να «ξεναγηθεί» η ελληνική κοινή γνώμη στη νέα εκδοχή, της μεταΜνημονιακής κανονικότητας για την ελληνική οικονομία, όπως αυτή διαμορφώνεται με την επανένταξή της στο πλαίσιο του λεγόμενου Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Μια διμοιρία από κοινοτικούς αξιωματούχους, από τη μετενσάρκωση της Task Force για την Ελλάδα (τη θυμάστε;) αλλά και από επιμέρους υπηρεσίες των Βρυξελλών ή/και τον ΟΟΣΑ, συζήτησαν με ομολόγους τους στην Ελλάδα, αλλά και με πανεπιστημιακούς ή/και φορείς «βέλτιστων πρακτικών». Για τι; Για το πώς η από δω και πέρα προώθηση των συνεχώς επανερχόμενων στη συζήτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ή τα πάγια ζητούμενα της ελληνικής πραγματικότητας (όπως η δημιουργία ενός φιλο-επιχειρηματικού περιβάλλοντος που να αξιοποιεί την καινοτομία, ή ακόμη πώς ο περιορισμός των διοικητικών βαρών) θα βρουν στην Ελλάδα μια εφαρμογή. Ακούσια πλέον. Και όχι με τις πιέσεις και τα σπρωξίματα και τις κλοτσιές των προαπαιτούμενων των αξιολογήσεων. Όμως και το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο έχει τις δεσμεύσεις του. Κρατήστε το!
Ας πούμε την ατμόσφαιρα εποικοδομητική. Ενδιαφέρουσα γέφυρα, κι αυτή…