Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Όταν για πρώτη φορά ακούγονται ποδοβολητά, ο Μπερανζέ παραμένει απαθής, αδιάφορος, κλεισμένος στις σκέψεις του. Δεν εκπλήσσεται με το πρωτοφανές γεγονός. Ένας ρινόκερος στο κέντρο μιας πόλης.
Δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί τι συμβαίνει. «Θα ‘πρεπε να απαγορεύεται. Είναι κάτι επικίνδυνο. Ένας ρινόκερος δεν είναι παίξε-γέλασε. Αυτό δεν το ‘χα σκεφτεί… Μην ανησυχείς όμως, πάει, χάθηκε τώρα πια!».
Δεν θεωρεί ότι αξίζει να ασχολείται κάποιος περισσότερο: από τη στιγμή που το τετράποδο εξαφανίστηκε, είναι σαν να μην υπάρχει.
Αυτά στον Ιονέσκο και στον πάντα επίκαιρο Ρινόκερό του. Έτσι, δεν γίνεται; Τίποτα, στην αρχή, δεν δηλώνει την παρουσία των ρινόκερων και κυρίως δεν υποψιάζεται κανείς την ύπαρξη της αρρώστιας. Αν και διακρίνονται κάποια συμπτώματα που επιτρέπουν την εκδήλωσή της, αυτά υποτιμώνται.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Δύση έχει υποτιμήσει τον κίνδυνο της ακροδεξιάς τρομοκρατίας», τονίζει η βρετανική εφημερίδα Observer. «Πρέπει να σκεφτούμε τον ρόλο που διαδραματίζουν ακόμη και τα κυρίαρχα κόμματα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη διάδοση των ρατσιστικών συμπεριφορών», γράφει αναφορικά με τη σφαγή στη Νέα Ζηλανδία.
Για να μην το σκεφτούμε, άρρωστο και ψυχικά διαταραγμένο τον δράστη θα πούμε. «Διάβασε δυο-τρεις ακροδεξιές θεωρίες», έστριψε η βίδα και η βία είναι μεμονωμένο προϊόν απομονωμένου ατόμου. Είναι, όμως, έτσι;
Εθνικοσοσιαλιστής και φασίστας ο ίδιος δηλώνει και για το μανιφέστο του καμαρώνει. «Υπάρχει τάση στους πολιτικούς μας ηγέτες να υποτιμούν την ακροδεξιά βία υποστηρίζοντας ότι είναι προϊόν απομονωμένων ατόμων, ενώ βλέπουν τους μουσουλμάνους τρομοκράτες να συνδέονται με ομάδες που εργάζονται συστηματικά», γράφει ο Observer. Όπως έλεγε και ο Ουμπέρτο Έκο, στο δάσος της αφήγησης ο καθένας βλέπει ό,τι θέλει. Βολικό για της κοινότητας τα μέλη. Ο Μπερανζέ δηλώνει ότι δεν θα ενδώσει. «Η πρόθεσή του να αγωνιστεί ενάντια σ’ όλες τις τρομοκρατίες είναι σαφής, αλλά… καθώς το Κακό δεν παίρνει άλλο όνομα και άλλο πρόσωπο από εκείνο του αγελαίου ενστίκτου και του “ρινόκερου”, θα είναι πάντα εύκολο στον θεατή να έχει ήσυχη τη συνείδησή του». (Θεατρικά Τετράδια, 11, Μάρτιος 1985.)