Skip to main content

Ευρώπη: Από την πρώτη στην τρίτη θέση

Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ευρώπη όχι μόνο βρίσκεται πολύ πίσω από τους άλλους δύο διεκδικητές της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας, αλλά στους βασικότερους τομείς χάνει συνεχώς έδαφος

Αν υπάρχει κάτι, όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κοινά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα της κρίσης, είναι η σταδιακή επιδείνωση των πλέον σημαντικών οικονομικών μεγεθών καθώς και η απώλεια θέσεων σχετικά με την κατάταξη στους δείκτες προόδου, ευημερίας και μελλοντικών προοπτικών.

Τα στοιχεία δείχνουν, χωρίς βέβαια η παράθεσή τους να διεκδικεί δάφνες συγκριτικής οικονομικής, ότι η Ευρώπη όχι μόνο βρίσκεται πολύ πίσω από τους άλλους δύο διεκδικητές της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας, αλλά χρόνο με το χρόνο και μάλιστα στους βασικότερους τομείς, χάνει συνεχώς έδαφος.

Μόλις πριν από 15 χρόνια το 2008, πριν από το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία του ΔΝΤ, η Ευρώπη εμφάνιζε ένα ΑΕΠ της τάξεως των 16,3 τρις $, οι ΗΠΑ 14,6 τρις $ ενώ η Κίνα ακολουθούσε από πολύ μακριά με 4,6 τρις $. Τα νεότερα στοιχεία που διαθέτουμε για το 2022 δείχνουν, ότι το ΑΕΠ της Ευρώπης παρέμεινε με 16,7 τρις $ σχεδόν στάσιμο, εκείνο των ΗΠΑ εκτινάχθηκε στα 25,4 τρις $ και αυτό της Κίνας ξεπέρασε το ευρωπαϊκό με 18,0 τρις $, ενώ πλησιάζει χρόνο με το χρόνο τις επιδόσεις της Αμερικής.

Αντίστοιχα διαμορφώνεται και η συμμετοχή κάθε υπερδύναμης στο σχηματισμό του παγκοσμίου ΑΕΠ. Σε ότι αφορά στην Ελλάδα, η εξέλιξη του ΑΕΠ υπήρξε δραματικότερη από εκείνης της συλλογικής μας ευρωπαϊκής επίδοσης, αφού τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν, ότι το 2008 ανερχόταν στα 355 δις $ , ενώ το 2022 μόνο στα 217 δις $. Μια καθίζηση πρωτοφανής στα παγκόσμια οικονομικά ιστορικά χρονικά.

Αντί για επενδύσεις φυγή σε άλλους τόπους εγκατάστασης

Οι αλλεπάλληλες κρίσεις και κυρίως οι επιπτώσεις τους στις τιμές των ενεργειακών προϊόντων, οδήγησαν τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους στα νέα δεδομένα, τα οποία δείχνουν δυσμενέστερο κλίμα για τη μελλοντική βιωσιμότητα και ανάπτυξή τους σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Η ευκολότερη και οικονομικότερη πρόσβαση στην ενέργεια, αλλά και στην προμήθεια ενδιάμεσων προϊόντων και εξαρτημάτων για τη παραγωγή τελικών προϊόντων, σε συνδυασμό μάλιστα με τις πολιτικές ενίσχυσης των επιχειρήσεων, λειτουργούν δελεαστικά για μια μετεγκατάσταση στις ΗΠΑ ή ακόμη και στην Κίνα παρά τα τύχη που άρχισαν να υψώνονται στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες με το Inflation Reduction Act επιδοτούν επενδύσεις που συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος μέσα από ένα γιγάντιο ταμείο 400 δις Ευρώ και οι οποίες προάγουν ταυτόχρονα τεχνολογική έρευνα και εφαρμογές, που είναι απαραίτητες για τη βελτίωση του ενεργειακού μείγματος. Στην Κίνα παρέχονται επίσης διευκολύνσεις, οι οποίες περιέχουν ακόμη και Dumping πολιτικές για την ενίσχυση των εξαγωγών της εθνικής τους παραγωγής.

Και ενώ ευρωπαϊκές μεγάλες επιχειρήσεις επενδύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στην Κίνα, το αντίθετο συμβαίνει με τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) στο ευρωπαϊκό έδαφος. Με βάση στοιχεία μελέτης της συμβουλευτικής εταιρείας Ernst & Young, ο αριθμός των ανακοινώσεων ξένων εταιρειών για επενδύσεις συνολικά στην Ευρώπη το 2023 μειώθηκε κατά 4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι η εξέλιξη αυτή δεν πλήττει το ίδιο ή γενικά όλες τις χώρες. Η λιγότερη ελκυστική χώρα ως τόπος εγκατάστασης εμφανίζεται να είναι η Γερμανία, αφού από το 2017 μειώθηκαν οι ΑΞΕ κατά 35%, ενώ αντίθετα η Γαλλία παρουσιάζει αύξηση κατά 20%, όπως επίσης και από τις νέες χώρες η Πολωνία. Διευκρινιστικά, ως ΑΞΕ προσμετρώνται μόνο εκείνες που συνδυάζουν επιλογή νέου τόπου εγκατάστασης με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Οι εξαγορές υφιστάμενων εγκαταστάσεων δεν αποτελούν ΑΞΕ. Τα αίτια για τα δυσμενή αποτελέσματα που εμφανίζει η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, που παρασύρει και την υπόλοιπη Ήπειρο σε χαμηλές πτήσεις, είναι γνωστά και διαχρονικά. Χαμηλή παραγωγικότητα, γερασμένος πληθυσμός, απαρχαιωμένες υποδομές, ενεργειακή ανεπάρκεια, κρατική γραφειοκρατία καθώς και μεγάλο τεχνολογικό κενό σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές της.

Έτσι, είναι λογικό, ότι πολλές γερμανικές επιχειρήσεις αναζητούν ελκυστικότερες αποδόσεις για τις επενδύσεις τους εκτός χώρας, οι οποίες μάλιστα συνοδεύονται και με το γνωστό μας brain drain, αφού 650.000 Γερμανοί υψηλής εξειδίκευσης τα τελευταία 10 χρόνια έχουν αναζητήσει χώρους εργασίας με καλύτερες αμοιβές, κυρίως στις ΗΠΑ. Αν συνδέσει κανείς τα παραπάνω με τη γενικότερη δημογραφική εξέλιξη της γηραιάς Ηπείρου, τότε καταλήγει στο δυσάρεστο συμπέρασμα ότι το μέλλον της Ευρώπης δεν υπόσχεται καλύτερες ημέρες.

Τεχνολογική και ψηφιακή υστέρηση

Ότι η Ευρώπη έχει μείνει πίσω από τις εξελίξεις σε ότι αφορά τις γεωπολιτικές μετατοπίσεις και τη διεκδίκηση χώρου επιρροής, γίνεται από όλους αποδεκτό, αφού η άποψη που κυριαρχεί στα υψηλά κλιμάκια των κέντρων λήψης αποφάσεων της Ένωσης είναι απλά η διατήρηση της τεχνολογικής ανεξαρτησίας και ολίγον από βελτίωση της ευημερίας των ευρωπαίων πολιτών. Είναι πασιφανές, ότι η υστέρηση οφείλεται σε έλλειψη στρατηγικής σε ότι αφορά τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις και κυρίως στον τεχνολογικό τομέα. Αυτό που έκανε η Κίνα με τον κεντρικό της σχεδιασμό αλλά και οι ΗΠΑ αρχής γενομένης από τον Πρόεδρο Trump και με μεγαλύτερη εξειδίκευση συνέχισε ο κ. Biden. Και οι δύο χώρες επένδυσαν σημαντικά ποσά στοχευμένα στις πράσινες τεχνολογίες στην ηλεκτροκίνηση των οχημάτων και σε ότι έχει σχέση με τις τεχνολογίες του μέλλοντος.

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει, όταν Ευρώπη και Αμερική είδαν μια τεράστια ευκαιρία με την προώθηση της παγκοσμιοποίησης στις χώρες της ανατολικής Ασίας και κυρίως στην Κίνα. Με την είσοδο της χώρας στη Διεθνή Οργάνωση Εμπορίου (WTO) στις 11 Δεκεμβρίου 2001, άνοιξε η πόρτα στις αγορές της Δύσης στα κινεζικά προϊόντα, ενώ από την πλευρά της η Κίνα επέβαλε στοχευμένους περιορισμούς σε δυτικές εταιρείες για τη διείσδυση στην αγορά τους. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάστασή τους και την έναρξη της παραγωγικής διαδικασίας ήταν η συμμετοχή μιας τοπικής εταιρείας στο εταιρικό σχήμα. Έτσι, εξασφάλισε μια τεχνολογική μετάβαση υψηλών προδιαγραφών χωρίς μάλιστα κόστος. Σταδιακά τα φθηνά κινεζικά προϊόντα που εισήγαγαν Ευρωπαίοι και Αμερικανοί από την Κίνα μεταμορφώθηκαν σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Τα μπλουζάκια και τα πλαστικά παιχνίδια αντικατέστησαν γρήγορα οι ημιαγωγοί, τα smart phones, τα ηλιακά panels και εσχάτως τα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα.

Την εξέλιξη ήλθε να ανακόψει το 2017 η εκλογή του κ. Trump στην Προεδρεία των ΗΠΑ, ο οποίος δεν έκρυψε τις προστατευτικές διαθέσεις του για την αμερικανική οικονομία εφαρμόζοντας το δόγμα “America first”. Με μια σειρά από αποφάσεις επέβαλλε δασμούς αρχής γενομένης από τα προϊόντα χάλυβα, αλουμινίου και πλυντήρια την άνοιξη του 2018, προχωρώντας στις 7 Οκτωβρίου του 2022 στην απαγόρευση πωλήσεων ημιαγωγών προς την Κίνα, προσθέτοντας μάλιστα ότι θα εμποδίσει με κάθε μέσον και άλλους να το κάνουν, μέχρι την επιβολή πρόσφατα νέων δασμών από τον κ. Biden στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα, στους ημιαγωγούς, στις μπαταρίες στις ηλιακές κυψέλες καθώς και σε αρκετά χρήσιμα ορυκτά. Έκτοτε μαίνεται ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας και όπως πάντα συμβαίνει χαμένος βγαίνει ο τρίτος που βρίσκεται ανάμεσά τους.

Παρότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων μαίνεται και κλιμακώνεται συνεχώς, χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει ποιος θα επικρατήσει, εκείνο που διαπιστώνεται είναι ότι η Ευρώπη χάνει συνεχώς έδαφος. Σε όλες τις ονομαζόμενες τεχνολογίες του μέλλοντος, όπως: Τεχνητή Νοημοσύνη, ανάπτυξη νέας γενιάς ημιαγωγών, Κβαντική τεχνολογία, 5G, Βιοτεχνολογία, υπάρχει μεγάλη υστέρηση. Σε πρόσφατη σχετική μελέτη του Australian Strategic Policy Institute, που αναλύονται τα επιτεύγματα των επιμέρους χωρών σε 44 σύγχρονες τεχνολογίες, στις 37 προηγούνται οι Κινέζοι, σε 7 οι Αμερικανοί, ενώ η Ευρώπη σε καμία.

Εκεί που διαπιστώνεται χάος σε σχέση κυρίως με τις ΗΠΑ είναι στη λεγόμενη οικονομία των διαδικτυακών πλατφορμών, όπως είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Οι γίγαντες του χώρου, Google, Facebook και Amazon έχουν εδραιωθεί σε μια νέα αγορά, όπου συνδυάστηκε με ευκολία ανθρώπινο κεφάλαιο με εύκολη χρηματοδότηση και κυρίως με όραμα και τη διάθεση για ανάληψη υψηλού ρίσκου. Κάτι που η γηραιά Ευρώπη, έχει μεν να επιδείξει σπουδαίες επιτυχίες στη βασική έρευνα, υστερεί όμως στην επιχειρηματική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της.

Έστω και αργά όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε τον Φεβρουάριο δια στόματος της Προέδρου της Κομισιόν Von de Leyen στην εξαγγελία ενός Green Deal Industrial Plan με προίκα 250 δις Ευρώ, τα οποία θα διατεθούν ως βοήθεια σε βιομηχανίες που ασχολούνται με την ανάπτυξη και παραγωγή ημιαγωγών, μπαταριών, υδρογόνου και ηλιακών κυψελών σε ευρωπαϊκό έδαφος. Το περιορισμένο μέγεθος του Ταμείου οφείλεται κυρίως στις αντιστάσεις ορισμένων χωρών της Βορείου Ευρώπης.

Παρ’ όλα αυτά για τους συγκεκριμένους τομείς, όπως και για το μέλλον της ευρωπαϊκής ηλεκτροκίνητης αυτοκινητοβιομηχανίας, υπάρχουν ελπίδες, ότι μπορεί να υπάρξει επανάκαμψη, αν η Ευρώπη Ένωση προχωρήσει σε τολμηρές και φιλικές προς την καινοτομία αποφάσεις. Αυτές δεν πρέπει να περιορισθούν στην εξάλειψη μόνο των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, αλλά να προχωρήσουμε το γρηγορότερο σε μια ριζική επανεκκίνηση στην κοινή μας πορεία, στο πνεύμα των προτάσεων Draghi και Letta, όχι μόνο για να καταστεί η Ευρώπη ανταγωνιστική στο διεθνές περιβάλλον, αλλά και για να είναι σε θέση να προστατέψει την ευημερία και την ασφάλεια των πολιτών της από τις επερχόμενες προκλήσεις.

*Καθηγητής οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς