Skip to main content

Ο προστατευτισμός απειλεί το διεθνές εμπόριο

Ο προστατευτισμός αποτελεί μέσο της οικονομικής πολιτικής μιας χώρας με σκοπό τον περιορισμό των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών για την προστασία της εθνικής παραγωγής

Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που έπληξαν οικονομία και κοινωνία σε πλανητικό επίπεδο τα τελευταία 15 χρόνια, δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη και την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ όλων των σημαντικών χωρών, που σταδιακά συμμετείχαν στις οργανώσεις ελεύθερου εμπορίου GATT (1947)και WTO (1995). Όλα τα μεγάλα γεγονότα, χρηματοπιστωτική κρίση, πανδημία του κορωνοϊού, γεωπολιτικές αναταράξεις με πολεμικές συγκρούσεις, είχαν ως φυσικό επακόλουθο την αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης, όπως τη γνωρίζαμε. Τα προστατευτικά μέτρα κερδίζουν συνεχώς έδαφος, οι εφοδιαστικές αλυσίδες διερράγησαν, τόποι εγκατάστασης επιχειρήσεων αμφισβητήθηκαν, εθνικιστικές πολιτικές ισχυροποιούνται σε βάρος μάλιστα της φιλελεύθερης λειτουργίας κρατών και των θεσμών τους. Μπρος στη νέα κατάσταση οι χώρες καλούνται να αναθεωρήσουν πρακτικές και να αναζητήσουν διεξόδους, ικανές να καλύψουν τα οφέλη που παρείχε μέχρι τώρα η ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και για να μην επιστρέψουμε σε πρακτικές του απώτερου σκοτεινού παρελθόντος.

Τι γνωρίζουμε από τη θεωρία του διεθνούς εμπορίου

Ο προστατευτισμός αποτελεί μέσο της οικονομικής πολιτικής μιας χώρας με σκοπό τον περιορισμό των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών για την προστασία της εθνικής παραγωγής. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται είναι συνήθως οι δασμοί, οι ποσοτικοί περιορισμοί, επιδοτήσεις και εξαγωγικές ενισχύσεις επιχειρήσεων, ταξιδιωτικές οδηγίες καθώς και ειδικότερα μέτρα ανάλογα με την περίπτωση. Αντιθέτως, η πολιτική του ελεύθερου εμπορίου στοχεύει στη διευκόλυνση της ανταλλαγής

προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ των χωρών, χωρίς περιορισμούς, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων, κλάδων και κρατών, στην προσπάθειά τους να προσφέρουν ελκυστικότερα προϊόντα. Με το διεθνή καταμερισμό της εργασίας προκύπτουν πολλοί κερδισμένοι από τους συμμετέχοντες αλλά και λιγότεροι χαμένοι.

Στο ερώτημα βέβαια τι είναι καλύτερο για μια χώρα, το ελεύθερο εμπόριο ή ο προστατευτισμός δεν υπάρχει πάντα a priori ξεκάθαρη απάντηση υπέρ της μιας ή της άλλης προσέγγισης. Και οι δύο παρουσιάζουν πλεονεκτήματα αλλά και κάποια μειονεκτήματα. Το ελεύθερο εμπόριο ενισχύει τους δεσμούς των χωρών μεταξύ τους, τις καθιστά όμως και εξαρτώμενες από τις εξελίξεις εκατέρωθεν. Έτσι, ακόμη και ο πατριάρχης του ελεύθερου εμπορίου, ο βρετανός οικονομολόγος Adam Smith, τον 18ο αιώνα, μπροστά στον κίνδυνο να γίνουν οι Ολλανδοί ισχυρότεροι από τη Βρετανία, έγραφε: «Η υπεράσπιση της ισχύος της πατρίδας είναι σημαντικότερη και από την ευημερία του συνόλου». Παρόμοια μετατόπιση της διακηρυγμένης θέσης του υπέρ του ελεύθερου εμπορίου βρίσκουμε και από τον John Maynard Keynes, όταν στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης το 1933. τάχθηκε υπέρ μιας «εθνικής αυτάρκειας», κυρίως ως μέτρο για την καταπολέμηση της ανεργίας, στην οποία πάντα έδινε προτεραιότητα. Συνεπώς χωρίς αμφιβολία, ως βασική αρχή, η ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών είναι προτιμητέα προς όφελος των συναλλασσόμενων, εκτός βέβαια από κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου επιβάλλεται η λήψη προστατευτικών μέτρων για την αντιμετώπιση έκτακτων δυσμενών καταστάσεων.

Ο προστατευτισμός κερδίζει συνεχώς έδαφος

Η αντίληψη περί εθνικής ενδυνάμωσης και μείωσης της εξάρτησης από άλλες χώρες κυριαρχεί πλέον στη σκέψη των φορέων της οικονομικής πολιτικής όλων των μεγάλων οικονομικών υπερδυνάμεων. Αρχής γενομένης από το 2018, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπό την προεδρία Trump, άρχισαν να υλοποιούν την πολιτική “America first”, ότι προστατευτικό και εθνικιστικό θα μπορούσε να διανοηθεί κανείς μέχρι τότε, επιβάλλοντας δασμούς σε μια σειρά από προϊόντα ενάντια στην Κίνα και όχι μόνο. Η αιτιολογία ήταν το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα της χώρας όπως και η προστασία τεχνολογικών πνευματικών δικαιωμάτων. Έτσι, εγκαινιάσθηκε μια νέα εποχή αυταρχισμού και επίδειξης δύναμης, όταν με ένα απλό Twitter, επιβλήθηκαν δασμοί και ακυρώθηκαν διμερείς συμβάσεις μονομερώς. Χωρίς διαπραγματεύσεις, χωρίς συνεννοήσεις, χωρίς διαβουλεύσεις με ενδιαφερόμενους οικονομικούς κλάδους, χωρίς μελέτες για τις πιθανές επιπτώσεις. Έτσι απλά υλοποιώντας μία νέα πρακτική του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» χωρίς ούτε καν ενημέρωση φίλων και συμμάχων, μακριά από τον εγκατεστημένο για πολλές δεκαετίες συναλλακτικό πολιτισμό μεταξύ των κρατών.

Το παράδοξο είναι ότι και η δημοκρατική διοίκηση των ΗΠΑ, όχι μόνο συνέχισε την ίδια προστατευτική πολιτική, αλλά την επέκτεινε σε αυστηρότητα αλλά και σε αποδέκτες. Με την οδηγία “Countries of particular concern”, στοχοποιήθηκαν 15 χώρες, οι οποίες κατά τους συντάκτες παραβιάζουν ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και η Κίνα την οποία ουσιαστικά αφορούσε το μέτρο. Μπροστά στον κίνδυνο, η Κίνα να υπερκεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στους πολύ σημαντικούς τομείς των νέων τεχνολογιών, όπως είναι η παραγωγή ημιαγωγών, Τεχνητής Νοημοσύνης και των κβαντικών υπολογιστών, απαγορεύτηκε σε Aμερικανούς επενδυτές, τράπεζες, εταιρείες και άτομα, να συμμετέχουν σε κινεζικές εταιρείες ανάπτυξης και παραγωγής. Η απαγόρευση αφορά όχι μόνο στους επιχειρηματικούς κολοσσούς, αλλά και σε μικρότερες κινεζικές Sturt Ups. Όπως ήταν φυσικό, η Κίνα απείλησε με αντίμετρα, αισθανόμενη, ότι η συγκεκριμένη πολιτική αποσκοπεί στο να περιορίσει το μέγεθος της συμμετοχής της στους πολύ σημαντικούς αυτούς τομείς και να περιθωριοποιήσει το ρόλο της στο παγκόσμιο εμπόριο.

Η Ευρώπη ανάμεσα στις συμπληγάδες ΗΠΑ και Κίνα

Για άλλη μια φορά η Ευρώπη, με σεβασμό στις διεθνείς της υποχρεώσεις, είναι υποχρεωμένη, για να μην περιοριστεί στο ρόλο του κομπάρσου, να χαράξει τη δική της ενεργητική πολιτική και να μην αναμένει απαθής τις επιπτώσεις από τον τεχνολογικό και εμπορικό πόλεμο των δύο μεγάλων αντιπάλων. Η νέα πραγματικότητα την βρήκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά, από τη μία τις παρεμβάσεις προστατευτικού χαρακτήρα με δασμούς και επιδοτήσεις εταιρειών των ΗΠΑ και από την άλλη με την πολιτική Dumping της Κίνας, η οποία αλλοιώνει τον ανταγωνισμό και δίνει σαφές προβάδισμα για την κυριαρχία της σε σημαντικές αγορές όπως είναι οι ενεργειακές τουρμπίνες ή τα ηλεκτροκίνητα οχήματα. Μελέτη του έγκυρου Ινστιτούτου Διεθνούς Οικονομίας του Κιέλου, άλλωστε, έφερε στο φως, ότι το 99% των εισηγμένων κινεζικών εταιρειών, που δραστηριοποιούνται στους παραπάνω τομείς, λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις. Συνεπώς, είναι ανάγκη, όχι μόνο σε διμερές εθνικό επίπεδο, αλλά κυρίως με τη δυναμική των 450 εκατομμυρίων κατοίκων-καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ορθώσει το ανάστημά της για να αντιμετωπίσει τα θέματα της αλλοίωσης του ανταγωνισμού με παρεμβάσεις εθνικιστικού χαρακτήρα από τη μία και των κρατικών ενισχύσεων στη διαμόρφωση του κόστους των προϊόντων από την άλλη. Με πραγματιστική προσέγγιση, πέρα από δασμούς και επιχορηγήσεις, θα πρέπει να πείσει τους εμπορικούς της εταίρους, ως μία οικονομική δύναμη με καθαρά εξωστρεφή προσανατολισμό, για τις λανθασμένες επιλογές τους, το αποτέλεσμα των οποίων θα επιφέρει ζημιές σε όλους.

Παράλληλα, υπάρχει ανάγκη για ανασχεδιασμό της βιομηχανικής και ενεργειακής της πολιτικής με στόχο τη μείωση της εξάρτησής της, είτε πρόκειται για τις εφοδιαστικές αλυσίδες είτε για την παραγωγή σημαντικών για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξαρτημάτων, πρώτων υλών ή ακόμη και χημικών ουσιών. Η εμπειρία των τελευταίων ετών μας δίδαξε, ότι τα πράγματα μπορεί αυτή τη φορά να μην έφθασαν στα άκρα, κανείς όμως δε γνωρίζει τι μπορεί να συμβεί σε μια επόμενη κρίση, όταν μάλιστα είναι άγνωστος ο κρίσιμος βαθμός εξάρτησης από χώρες και εισαγόμενα προϊόντα για την Ευρώπη, όσους πολύπλοκους αλγόριθμους και αν χρησιμοποιήσουμε.