Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Τo να έχει κανείς ταλέντο και τεχνογνωσία, δεξιότητες και εμπειρία, δεν είναι προσόν σε μια οικονομία που δεν παράγει θέσεις εργασίας σε τομείς έντασης γνώσης. Κι αυτό είναι πρόβλημα για την αγορά, αλλά και για τους ανθρώπους. Παρά τις καλές προθέσεις, τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται, κάποιες καινοτόμες προτάσεις νεοφυών επιχειρήσεων και τις αλλαγές που κυοφορούνται σε διάφορους τομείς -τόσο σε επίπεδο κυβερνητικού σχεδιασμού όσο και σε επίπεδο επιχειρηματικότητας- η Ελλάδα σήμερα προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης κυρίως στη δημόσια διοίκηση, καθώς και σε καταστήματα, καφέ και ξενοδοχεία.
Εκεί εντοπίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα, εργαζομένων που θεωρούνται overqualified – διαθέτουν περισσότερα προσόντα από αυτά που απαιτούνται για τις θέσεις που καλύπτουν. Ως αποτέλεσμα, είναι έτοιμοι να φύγουν στο εξωτερικό με την πρώτη ευκαιρία… καριέρας. Ο ένας στους τρεις Έλληνες εργάζεται σε δουλειά κατώτερη των προσόντων του, αναφέρει έρευνα του ΣΕΒ, που αποκαλύπτει επίσης ότι την περίοδο 2008-2017 το ποσοστό υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης στη χώρα μας αυξήθηκε κατά 60,6%. Άρα, αν για παράδειγμα θεωρήσουμε ότι ο τουρισμός θα συνεχίσει να πριμοδοτεί στο μέλλον τομείς της οικονομίας (και άρα θέσεις εργασίας), που κατά βάση δεν είναι έντασης γνώσης, πώς θα εξισορροπήσουμε το διευρυνόμενο χάσμα στις δεξιότητες που προσφέρονται και ζητούνται αντίστοιχα;
Επίσης, πώς θα αναπτύξουμε ευκαιρίες εντός συνόρων για νέους υψηλής εξειδίκευσης και πώς θα δημιουργήσουμε ένα εργασιακό περιβάλλον όπου το ανθρώπινο δυναμικό θα θέλει να δημιουργήσει υπεραξία, με εύλογα τα οφέλη για επιχειρήσεις, αγορά και οικονομία; Απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα και σε άλλα που αναδύονται σε όλο το φάσμα της ελληνικής αγοράς εργασίας θα μπορούσε να δοθεί μέσω: της αναπροσαρμογής του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης με αναβάθμιση δομών επαγγελματικού προσανατολισμού και συμβουλευτικής σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, της βελτίωσης των αντανακλαστικών των εργοδοτών ως προς την αναγνώριση, την ανάπτυξη και τη διακράτηση του ταλέντου και φυσικά με τη διοχέτευση πόρων στην αναβίωση κλάδων της μεταποίησης και της παραγωγικής βιομηχανίας.
Πάνω από τις μεταρρυθμίσεις όμως απαιτείται ευελιξία, κουλτούρα διά βίου μάθησης και συνεργασίας των εμπλεκομένων – από την πολιτεία, την πανεπιστημιακή κοινότητα, τους εκπαιδευτικούς και την οικογένεια μέχρι τους επιχειρηματίες και τους ίδιους τους εργαζόμενους, που καταλήγουν να είναι μη παραγωγικοί καθώς η ανάγκη βιοπορισμού τούς υποχρεώνει να διεκπεραιώνουν καθήκοντα αντί να προσφέρουν αξία στις επιχειρήσεις, πρακτική που τους αφοπλίζει στην πορεία του χρόνου. Όμως η ψηφιακή επανάσταση τους θέλει ετοιμοπόλεμους!