Skip to main content

H πολιτική της κερκίδας

Τόσο στις επικείμενες εκλογές, όσο και γενικότερα στην πολιτική ζωή του τόπου, είναι ζωτικής σημασίας η εγκατάλειψη της μανιχαϊστικής αντιπαράθεσης.

Θεωρείται πλέον αυτονόητη και αναμενόμενη σε κάθε προεκλογική περίοδο η όξυνση του κομματικού λόγου, ενίοτε και η μεγαλορρημοσύνη. Η υπεραπλούστευση, στο πλαίσιο μιας μανιχαϊστικής ρητορικής, σε βαθμό ικανό να φτιάχνει δημόσιες καρικατούρες. Η αντίληψη του κόσμου υπό το πέπλο του μανιχαϊσμού, ωθεί τον πολίτη στο να κατηγοριοποιήσει τα στοιχεία του κόσμου στον οποίο ζει, σε δύο σαφώς διακριτές τάξεις: το καλό και το κακό. Ή είναι μαύρο, ή είναι λευκό. Δεν υπάρχουν άλλες αποχρώσεις.

Η διαίρεση του κόσμου σε δυο αντιθετικές πλευρές, σε στρατόπεδα, απλοποιεί τις ψυχικές διεργασίες. Είναι αναγωγική αλλά αποτελεσματική, διευκολύνοντας τους κομματικούς μηχανισμούς και τα δίκτυά τους που στοχεύουν στην εκλογική νίκη επί των αντιπάλων και την κατάκτηση της εξουσίας.

Εξυπηρετεί παράλληλα και το κομματικό ακροατήριο: δεν απαιτεί ούτε την κατανόηση περίπλοκων εννοιών και καταστάσεων, ούτε την αναγνώριση αξιόλογων ιδεών και επιτυχιών του αντιπάλου.

Οι ρίζες του φαινομένου είναι πολύ βαθιές, εκτείνονται ως την εποχή του Γερμανού στοχαστή Carl Schmitt, ο οποίος διείδε μέσα από το σχήμα φίλου-εχθρού, μια νέα μορφή πολιτικής, τρόπον τινά πολεμικής. Στη λογική της όλα επιτρέπονται, ακόμη και η δυσφήμιση του αντιπάλου, ως εχθρού που πρέπει να καταστραφεί.

Ο αμφιλεγόμενος συνταγματολόγος, αυτός ο θεωρητικός της δικτατορίας, κι ένας από τους μεγάλους εμπνευστές του Τρίτου Ράιχ, ανέδειξε μια ευαίσθητη πτυχή της δημοκρατίας, την διαχείριση ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Ο μανιχαϊσμός, που εξαντλείται στο να αναδείξει τον αντίπαλο σε «εχθρό», μοιάζει με θανατηφόρο δηλητήριο για το σώμα μιας Δημοκρατίας. Στο όνομά της, εξάλλου, εξυψώνεται η έννοια του γενικού συμφέροντος και στους κόλπους του συμφέροντος αυτού γίνεται ώσμωση θέσεων, απόψεων, διαφωνιών, τίθεται εν τέλει ένα στοίχημα ριψοκίνδυνο, ίσως και ανόητο για κάποιους, αιρετικούς. Ο μετασχηματισμός μιας δυνητικά καταστροφικής σύγκρουσης σε φαινόμενο με θετικό πρόσημο, υπαγόμενο στο γενικό συμφέρον, είναι η πεμπτουσία της Δημοκρατίας.

Συνιστά ευκαιρία για τους πολίτες, η εύρεση ενός κοινού τόπου, η επιλογή θέσης σε μια βήμα προς βήμα διαδικασία, κατά την οποία με επιχειρήματα, δίχως αποκλεισμούς, παραμορφωτικές στρεβλώσεις (ο αντίπαλος είναι «εχθρός») και αφοριστικά σλόγκαν, επιτρέπεται η αντιπαράθεση ιδεών.

Ο καταιγισμός πληροφοριών την εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης καθιστά τα πράγματα ακόμη πιο περίπλοκα. Ο μέσος πολίτης λαμβάνει πληροφορίες από συγκεκριμένα Μέσα επιλογής του, έχοντας προηγουμένως υποσυνείδητα αποφασίσει την πνευματική προσπάθεια που θέλει να καταβάλει, αλλά και τον χρόνο που επιθυμεί να «θυσιάσει», προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του.

Οι πολιτικοί επικοινωνιολόγοι, εκμεταλλευόμενοι τον ελάχιστο «διαθέσιμο χρόνο» του εγκεφάλου του μέσου πολίτη, δημιουργούν και διοχετεύουν μανιχαϊστικά μηνύματα με την επικοινωνία έτοιμων, απλοϊκών κρίσεων, στα χρώματα του άσπρου – μαύρου. «Πατούν» στην απουσία – στις περισσότερες περιπτώσεις – εκπαίδευσης για κριτική στάση, αμφισβήτηση και περαιτέρω επεξεργασία των πληροφοριών που εκπορεύονται από τα Μέσα.

Με την επανάληψη αυτής της τακτικής σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, οι συνέπειες είναι ολέθριες για κρίσιμο αριθμό πολιτών: διαιωνίζεται το ανεκπλήρωτο των προσδοκιών, εδραιώνεται η αίσθηση του «όλοι ίδιοι είναι», σταδιακά επέρχεται αποστασιοποίηση από την Πολιτική και τα δρώμενά της, παραίτηση in fine από οποιαδήποτε φιλοδοξία, επιθυμία, υγιές όραμα.

Ουδείς θέλει να πιστέψει ότι αυτό είναι το ζητούμενο. Η κοινή γνώμη δεν μπορεί και δεν πρέπει να σφυρηλατείται στη σιωπή. Γιατί έτσι θεμελιώνεται το μίσος, η περιθωριοποίηση, η κοινωνική διάσπαση. Είναι κομβικό λοιπόν να γνωρίζουμε πώς «παράγουμε» διάλογο ανάμεσα σε θεσμικούς φορείς, ανάμεσα σε απλούς πολίτες, ανεξαρτήτως της ομάδας συμφερόντων στην οποία ανήκουν.

Ο πάλαι ποτέ πρόεδρος της Κομισιόν Jacques Delors θεωρούσε τη διαδικασία μιας διαπραγμάτευσης εξίσου σημαντική με το αποτέλεσμά της. Στην Πολιτική, η πολιτισμένη αντιπαράθεση, ακόμη κι αν διεξάγεται με ένταση, είναι εξίσου πολύτιμη με ό,τι προκύπτει από αυτήν.

Αυτός είναι και ο πυρήνας της παρούσας παρέμβασης, με φόντο μια εποχή μεγάλων προκλήσεων, αλλά και αυξημένης ευθύνης προς τις μελλοντικές γενιές. Ο ρόλος μας είναι κομβικός, ίσως αποβεί και μοιραίος, για την ανθρώπινη ιστορία. Ύστερα από σχεδόν ένα τέταρτο του 21ου αιώνα, έχοντας ως φορτίο στην πλάτη μας τη ραγδαία επιδείνωση των κλιματικών φαινομένων, την αύξηση των μεταναστευτικών ροών εξαιτίας αυτής, την κοινωνική ένταση που τροφοδοτεί η άνιση κατανομή του πλούτου, είναι επιτακτική ανάγκη να αναρωτηθούμε αν θα παραμείνει βιώσιμος ο πλανήτης μας τον 22 ο αιώνα. Αν ο καπιταλισμός μπορεί να εξελιχθεί σε ένα δικαιότερο μηχανισμό παραγωγής και διανομής πλούτου. Ποια θα είναι η ευρωπαϊκή ταυτότητα και η γεωπολιτική θέση της Γηραιάς Ηπείρου τότε. Οφείλουμε να προβάλλουμε στο μέλλον τον ρόλο που θέλει η Ελλάδα να έχει σε αυτό το γίγνεσθαι. Μείζονα τα ερωτήματα και προφανώς δεν μπορούν να απαντηθούν εδώ, πλην όμως είναι σημαντική η καταγραφή τους, η ζύμωσή μας με αυτά.

Μελέτες και στοιχεία διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ και η Eurostat, αποτυπώνουν τη συνεχή υστέρηση της Ελλάδας σε καίρια «πεδία», όπως η εμπιστοσύνη στο κράτος και την δημόσια διοίκηση, η ταχύτητα και η ποιότητα της δικαιοσύνης, το κόστος και η ποιότητα στις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, το ύψος των ετήσιων αποδοχών για τους μισθωτούς.

Συνεπώς, τόσο στις επικείμενες εκλογές, όσο και γενικότερα στην πολιτική ζωή του τόπου, είναι ζωτικής σημασίας η εγκατάλειψη της μανιχαϊστικής αντιπαράθεσης, η υιοθέτηση μιας συζήτησης εποικοδομητικής, στο όνομα του γενικού συμφέροντος. Με μια τέτοια προοπτική, εκτός από τα κόμματα, πρωταγωνιστικό ρόλο αναμένεται να έχουν τα ΜΜΕ και πλείστες άλλες συλλογικές οργανώσεις. Με τη δική τους συμβολή, θα μπει σε τροχιά ένας νέος και ποιοτικότερος δημόσιος διάλογος, θα διαμορφωθεί μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, που θα μπορέσει να υλοποιηθεί μέσα από τα κυβερνητικά προγράμματα των κομμάτων.

Οι Έλληνες περιμένουν, περισσότερο από μια δεκαετία, να «συστρατευθούν» κάτω από ένα φιλόδοξο και διαυγές όραμα που θα τους επιτρέψει να κοιτάξουν το μέλλον με δημιουργική αισιοδοξία. Οι Έλληνες, ακόμα και σήμερα, περιμένουν ξεκάθαρες λύσεις για τα αυτονόητα. Γιατί η Ελλάδα να μην διαθέτει ακόμη οργανωμένο δίκτυο υποδομών που θα μείωνε τις ανισότητες μεταξύ μητροπόλεων και περιφέρειας, ενισχύοντας την εδαφική «συνοχή»; Πως γίνεται να μην υπάρχει ένα σοβαρό σιδηροδρομικό δίκτυο (σσ: το άρθρο έχει συνταχθεί πριν από τη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών), με ρόλο στις οικολογικές μεταφορές εμπορευμάτων και ατόμων; Ποιο είναι το σχέδιο για την προστασία του περιβάλλοντος και την οικολογικοποίηση της οικονομίας; Ποιο είναι το πλάνο – επίκαιρο ερώτημα – για την ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας;

Πως καταπολεμάται η διαφθορά; Πώς αντιμετωπίζεται η γήρανση του πληθυσμού; Με ποιο τρόπο βελτιώνεται το σύστημα εκπαίδευσης, εργασίας, κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης; Πως εντάσσονται οι μετανάστες στην ελληνική κοινωνία;

Πως η Ελλάδα μπορεί να παράγει πλούτο σε ανταγωνιστικούς τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι κβαντικοί υπολογιστές, η ρομποτική, τα νέα υλικά, και να συμμετέχει ενεργά σε μεγάλα ευρωπαϊκά αμυντικά και τεχνολογικά έργα;

Δεν υπάρχουν «έτοιμες» απαντήσεις, ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό. Αυτή η ώσμωση, αυτός ο προβληματισμός, αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να διεξαχθεί χωρίς τους άμεσα ενδιαφερόμενους: τους πολίτες. Αυτούς που θέλουν να δουν την Ελλάδα ενεργό υποκείμενο διαμόρφωσης πολιτικής, για να μη χάσει το όχημα της εποχής της.

*Ο κ. Ξενοφών Κροκίδης είναι Δρ. Φυσικής, Ιδρυτής και Δ/νων σύμβουλος της εταιρείας SCIENOMICS.