Από την έντυπη έκδοση
Tου Δημήτρη Τζάνα, οικονομολόγου
Τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν για το ΑΕΠ γ’ τριμήνου και η αναιμική επίδοσή του σε σχέση με το β’ (μόλις +2,3%), έδειξαν ότι η πανδημία στη χώρα μας έχει δυσμενέστερες επιπτώσεις σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία) όπου οι επιδόσεις ήταν μεταξύ 16%-18%. Αντιθέτως, οι συνθήκες αποπληθωρισμού συνεχίζονται, όπως πιστοποιείται και από τον αρνητικό πληθωρισμό του διμήνου Οκτωβρίου-Νοεμβρίου (-2,1% η τελευταία επίδοση), καθώς νοικοκυριά και επιχειρήσεις θεωρούν ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας θα αργήσει και τα lockdowns θα συνεχιστούν, προσαρμόζοντας ανάλογα την οικονομική τους συμπεριφορά. Σαν αποτέλεσμα, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξάνονται (+2,5 δισ. τον Οκτώβριο σε σχέση με τον Σεπτέμβριο), με την αποταμιευτική ροπή να αυξάνεται εν μέσω ύφεσης! Φαινόμενο σύνηθες στους οικονομολόγους, με τον Keynes να έχει αναλυτικά αναφερθεί σε αυτό, χαρακτηρίζοντάς το ως το «παράδοξο της φειδούς».
Επιπλέον, η εικόνα των μεγεθών του ΑΕΠ για το γ’ τρίμηνο δείχνει και τη δραματικά χαμηλή επίδοση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου (οι επενδύσεις δηλαδή, δημόσιες και ιδιωτικές) που συμμετέχει μόλις κατά 12,1% στο ΑΕΠ με ύψος επενδύσεων 4,9 δισ. σε ΑΕΠ 40,4 δισ. ευρώ. Η αντίστοιχη επίδοση στο τέλος του 2019, προ πανδημίας δηλαδή, ήταν ακόμη χειρότερη, καθώς η αναλογία των επενδύσεων ήταν μόλις 10,2%, με ύψος επενδύσεων 18,7 δισ. σε ετήσιο ΑΕΠ 183,6 δισ. ευρώ. Επιπλέον, το 2009, 11 χρόνια δηλαδή νωρίτερα και πριν από την κρίση, με το ΑΕΠ στα 235 δισ., οι επενδύσεις ήταν 40,2 δισ. και έφταναν τότε το 17,1% του ΑΕΠ, αισθητά ψηλότερα δηλαδή τότε! Την ίδια ώρα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2009 ήταν 3,2 δισ., ισοσκελίστηκε σχεδόν το 2019 (στα 974 εκατ. το έλλειμμα) για να εκτοξευθεί στα 8,6 δισ. στο 9μηνο, καθώς έχουν καταρρεύσει οι ταξιδιωτικές εισπράξεις. Σαν αποτέλεσμα, η συμμετοχή της καταναλωτικής δαπάνης στο ΑΕΠ του γ’ τριμήνου 2020 έχει ξεπεράσει το 100% (στα 40,8 δισ. σε ΑΕΠ 40,4 δισ.), καθώς ξοδεύουμε αναλογικά περισσότερο από ποτέ για εισαγόμενα είδη! Γιατί εκεί οδήγησε το χρόνιο παραγωγικό έλλειμμα της χώρας και η υπερεξάρτηση από τον τουριστικό κλάδο, που έχει τώρα καίρια πληγεί λόγω της πανδημίας, με συνέπεια το καταναλωτικό μας πρότυπο να συντίθεται σε μεγάλο βαθμό από μη εγχωρίως παραγόμενα είδη.
Τα παραπάνω οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα, αυτό άλλωστε που διαπιστώνεται από όλες τις κατηγορίες των έγκυρων παρατηρητών της ελληνικής οικονομίας: η ανάγκη για νέες επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, είναι κατεπείγουσα και πρέπει να απασχολήσει όλους όσοι θεωρούν ότι έχουν ευθύνη για την ασκούμενη οικονομική πολιτική, με το οικονομικό επιτελείο κατά κύριο λόγο.
Χωρίς αμφιβολία, ο μεσομακροπρόθεσμος εθνικός σχεδιασμός για την απορρόφηση των 72 δισ. κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΠΔΠ (Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο) είναι στη σωστή κατεύθυνση. Και ήδη έχουν διαμορφωθεί οι κατευθύνσεις για τη διοχέτευση των πόρων, με το 60% να επικεντρώνεται σε δράσεις που αφορούν τον ενεργειακό και τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Όμως, το ιστορικό της δημόσιας διοίκησης δεν είναι ευνοϊκό σε σχέση με την ταχύτητα της απορρόφησης ευρωπαϊκών κονδυλίων, ιδιαίτερα των προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Ενδεικτικά, το 50% των κονδυλίων του προγράμματος 2014-20 που δεν είχαν απορροφηθεί μέχρι τη λήξη του μετατέθηκαν για τα επόμενα έτη. Είναι επομένως αναγκαίο οι διαδικασίες να εκλογικευθούν, τόσο σε σχέση με τη μείωση της σχετικής γραφειοκρατίας και τη διαμόρφωση πιο φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όσο και σε σχέση με τις κατευθύνσεις που επιλέγονται ώστε να υπηρετούν σκοπιμότητες οικονομικά ορθολογικές και όχι άλλες με τον εκάστοτε πολιτικό χρωματισμό.
Παράλληλα, μπορούν να γίνουν άλλες ενέργειες που θα βοηθήσουν στη διαδικασία της επανέναρξης ενός παρατεταμένου επενδυτικού κύκλου με ποσοτικοποιημένους στόχους σε σχέση με τη συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ: από το σημερινό 11% περίπου να ξεπεράσει το 20% τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 2030. Για τον σκοπό αυτό, θα χρειαστεί πρώτον να κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση γενικευμένου επενδυτικού πατριωτισμού, σύμφωνα με τον προσφυή χαρακτηρισμό του Γιώργου Περιστέρη, επικεφαλής του ομίλου ΓΕΚ Τέρνα, που ευλόγως επισημαίνει ότι «αν δεν προηγηθούν ως δυναμικοί επενδυτές οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν ακολουθούν οι ξένοι επενδυτές». Δεύτερον, θα χρειαστεί η κινητοποίηση όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης (Περιφέρειες, Δήμοι, Ασφαλιστικά Ταμεία, Πανεπιστήμια και λοιπά ΝΠΔΔ) για να φέρουν προτάσεις κάθε μορφής δράσεων, από την αξιοποίηση ακινήτων τους και την αστική ανάπλαση μέχρι πολλαπλές μικρές δράσεις που αφορούν τη συντήρηση και την επισκευή περιουσιακών στοιχείων. Από την παραχώρηση των σε αδράνεια «φιλέτων» τους μέχρι την ασφαλτόστρωση δρόμων, το βάψιμο των προσόψεων κτηρίων και τις επεμβάσεις στα διατηρητέα. Ας μην υποτιμούμε δε το ευεργετικό αποτέλεσμα των «πολλών μικρών δράσεων», τόσο σε σχέση με τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στο ΑΕΠ όσο και σε σχέση με τον επιθυμητό παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας από κοινού με τις αναμενόμενες μεγάλες δράσεις. Το νόημα της ρήσης του Keynes, ότι «για να σωθεί η οικονομία, το Κράτος πρέπει να προσλαμβάνει έναν εργάτη για να ανοίγει μια τρύπα και έναν άλλο εργάτη για να την κλείνει» μπορεί να εμπνεύσει ώστε να πυκνώσει η κινητοποίηση όλων προς την κατεύθυνση των δράσεων, που οφείλει να ζητήσει επιτακτικότερα και η εθισμένη στον «επιδοματικό εφησυχασμό» ελληνική κοινωνία.