Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Εάν ο Τζον Μέιναρντ Κέινς (1883- 1946) ήταν ακόμη εν ζωή, σίγουρα θα είχε αναθεωρήσει αρκετές από τις θέσεις και απόψεις του. Κυρίως δε πάνω στα θέματα της εργασίας, των επενδύσεων και της παραγωγικότητας. «Όταν οι συνθήκες αλλάζουν, κύριε, αλλάζω και εγώ γνώμη» είχε πει ο διάσημος οικονομολόγος, έχοντας επίσης επισημάνει και το περίφημο «μακροπροθέσμως, είμαστε όλοι νεκροί».
Τι θα έλεγε, λοιπόν, σήμερα ο Κέινς βλέποντας την ανεργία να ανεβαίνει, την αποταμίευση να μηδενίζεται και τα επιτόκια να βρίσκονται σε υπό το μηδέν επίπεδα;
Σίγουρα μια πρώτη διαπίστωσή του θα ήταν η ριζική αλλαγή στη φύση της εργασίας και στις πηγές της παραγωγικότητας. Την εποχή που ο Βρετανός οικονομολόγος έγραφε τη «Γενική Θεωρία» στον βιομηχανικό κόσμο, τα αποκαλούμενα «μπλε κολάρα» αντιπροσώπευαν πάνω από 50% του συνόλου των εργαζομένων στη μεταποίηση και την πρωτογενή παραγωγή. Ας σημειωθεί ότι την ίδια εποχή, μεταποίηση και γεωργία κάλυπταν στις βιομηχανικές χώρες το 60% και πλέον του σχηματισμού του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).
Η σημερινή κατάσταση είναι ριζικά διαφορετική. Στις αναπτυγμένες χώρες η βιομηχανία και η γεωργία καλύπτουν μετά βίας το 30% του ΑΕΠ έναντι του 70% που είναι το συνεχώς ανερχόμενο ποσοστό των υπηρεσιών, με τις τελευταίες να στηρίζονται όλο και πιο πολύ στις σύγχρονες τεχνολογίες και στις προόδους που σημειώνονται στον κλάδο αυτόν.
Ένα πρώτο ερώτημα που προκύπτει από την παραπάνω εξέλιξη είναι αυτό της ταχύτητας προσαρμογής μιας οικονομίας από την παραγωγή αγαθών στην παροχή υπηρεσιών. Όταν τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο μεγάλος Πίτερ Ντράκερ (1909-2005) έγραφε για τους «εργάτες της γνώσης» δεν ήταν λίγοι αυτοί που… χαμογελούσαν. Μάλλον ειρωνικά.
Αν έριχναν όμως μια ματιά στα ποσοτικά δεδομένα της περιόδου, θα διαπίστωναν ότι ο διάσημος φιλόσοφος του μάνατζμεντ είχε δίκιο. Από το 1970 και μετά, στις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ το ποσοστό εργασίας στην παραγωγή αγαθών μειωνόταν σταθερά, ενώ όγκος της παραγωγής αυξανόταν με ρυθμό 3% τον χρόνο. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στην Ιαπωνία. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της αμερικανικής χαλυβουργίας, η οποία το 1980 απασχολούσε 120.000 στην παραγωγή χάλυβα, ενώ δέκα χρόνια αργότερα την ίδια παραγωγή εξασφάλιζαν 20.000 άτομα.
Τόνιζε, λοιπόν, τότε ο Πίτερ Ντράκερ ότι η φύση της εργασίας άλλαξε ριζικά, με συνέπεια το αποκαλούμενο καπιταλιστικό σύστημα να μεταμορφώνεται και αυτό, ανατρέποντας πάγιες αντιλήψεις περί σοσιαλισμού.
«Μπαίνουμε σε μια “κοινωνία υπαλλήλων”», έγραφε τότε ο Αμερικανο-αυστριακός γκουρού του μάνατζμεντ, «στην οποίαν οι εργαζόμενοι είναι και αυτοί μέρος του κεφαλαίου που αφιερώνεται στην παραγωγή και όχι αντίπαλοί του».
Υπ’ αυτή την έννοια, ο Άλβιν Τόφλερ και άλλοι οικονομολόγοι άρχισαν να δίνουν άλλο περιεχόμενο στην εργασία και στην παραγόμενη από αυτήν υπεραξία – όχι βέβαια χωρίς τον απαραίτητο σκεπτικισμό, αυτόν που δημιουργείται κάθε φορά που κάποια καινοτομία μπαίνει ορμητικά στη ζωή μας.
Και αυτή τη φορά πρόκειται για την πληροφορία και τη γνώση, δηλαδή ένα κοκτέιλ που είναι ήδη κορυφαία πρώτη ύλη.
Ο Νόρμπερτ Βίνερ, εκ των θεμελιωτών της θεωρίας της πληροφορίας, είχε υποστηρίξει ότι «η πληροφορία είναι άυλη, δεν είναι ούτε ύλη ούτε ενέργεια. Ο υλισμός δεν έχει ελπίδα να επιβιώσει στο παρόν αν δεν αντιληφθεί αυτή την αλήθεια».
Παρά τις διαφορές αμφισβητήσεις της πιο πάνω τοποθέτησής του, ο Βίνερ είχε δίκιο όταν επισήμανε ότι το προϊόν μίας διαδικασίας που χρησιμοποιεί υπολογιστές διαφέρει ποιοτικά από τα υπόλοιπα υλικά αγαθά.
Το πραγματικό θαύμα της πληροφορίας δεν είναι ότι είναι άυλη, αλλά ότι εξαλείφει την ανάγκη για εργασία. Κάνει όλα όσα κάνουν και οι μηχανές. Αντικαθιστά την εξειδικευμένη με τη φθηνή εργασία, εξαφανίζει άπαξ διαπαντός την εργασία σε ορισμένους τομείς και δίνει την ευκαιρία ύπαρξης σε νέους τομείς που δεν θα είχαν καμία ελπίδα υπό τις προϋπάρχουσες συνθήκες εργασίας. Η νέα πληροφορία που παράγεται από έναν υπολογιστή έχει αξία χρήσης -ή χρησιμότητα- πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του υπολογιστή. Έχουμε δηλαδή και μια ανατροπή στη θεωρία της αξίας της εργασίας, τμήμα της οποίας προκύπτει δωρεάν ως εξής:
1. Τα πληροφοριακά αγαθά μοχλεύουν τη γενική επιστημονική γνώση.
2. Οι χρήστες ανατροφοδοτούνται, σε πραγματικό χρόνο, με δεδομένα που τους επιτρέπουν να βελτιωθούν, χωρίς κανένα αντίτιμο.
3. Κάθε εξέλιξη στη γνώση, σε όποιο σημείο κι αν εμφανιστεί, μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα σε οποιοδήποτε μηχάνημα.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι στην ήδη προχωρημένη 4η βιομηχανική επανάσταση προκύπτουν νέες ανισότητες, που είναι αυτές τις πρόσβασης στις νέες συνθήκες. Μια από αυτές, η Τεχνητή Νοημοσύνη, η οποία ναι μεν ανοίγει πόρτες στο αύριο, πλην όμως βάζει στο περιθώριο πάμπολλα άτομα χαμηλής εξειδίκευσης. Υπάρχει έτσι ένα τεράστιο θέμα προσαρμογής στο νέο περιβάλλον, όχι πάντα εύκολα αντιληπτό από τις πολιτικές εξουσίες.