Skip to main content

Επιφυλακτικότητες και προσδοκίες

Από την έντυπη έκδοση

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Μια ιδιότυπη -για τα ελληνικά μας δημόσια πράγματα, τουλάχιστον- επιφυλακτικότητα, που θα την ονομάσουμε σωφροσύνη, χαρακτηρίζει τη σημερινή ηγεσία του ΥΠΟΙΚ και πάντως τον Χρήστο Σταϊκούρα ως υπουργό, στην τελική ευθεία πριν από την οριστικοποίηση του Προϋπολογισμού 2020, αλλά και προς το Eurogroup της 4ης Δεκεμβρίου.

Έτσι όπως μάθαμε τα τελευταία χρόνια να ινδαλματοποιούμε την επίτευξη των στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος, και μάλιστα τα υπερπλεονάσματα (που οδηγούσαν στην παροχή κοινωνικών επιδομάτων «τέλους του έτους», όπως εκείνα που και φέτος τροφοδότησαν τη δημόσια συζήτηση) τα οποία το 2017 είχαν προκύψει υπερδιπλάσια κι από τα συμφωνημένα με τους «εταίρους» (θυμηθείτε: για το 2017 είχε τεθεί στόχος 1,75% του ΑΕΠ σε πρωτογενές πλεόνασμα, ως προεισαγωγικό βήμα στο 3,5% του 2018-22, ενώ τελικά ξεπεράστηκε και το 4%!…), έτσι και στη φετινή μιντιακή συζήτηση πολύς χώρος διατέθηκε στο αν φέτος θα πιάσουμε το 3,7% ή «μόνο» 3,6% – κι αν διαθέσιμα για κοινωνικό μέρισμα θα είναι 435 εκατομμύρια ευρώ ή 415, συν πώς/πού θα κατανεμηθούν.

Εκείνο που καταγράψαμε ως επιφυλακτικότητα του Χρ. Σταϊκούρα -και που χαρακτηρίσαμε σωφροσύνη- έγκειται στο ότι όσο κι αν ερωτάται και πιέζεται μιντιακά για δεσμεύσεις στο «πού θα πάνε τα λεφτά», αλλά και για τροφοδότηση της συζήτησης γύρω από την τακτική στο Eurogroup «για τη δυναμική διεκδίκηση μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων», παραμένει για την ώρα στη στάση: πρώτα να διαβάζουμε τα νούμερα που όντως επιτυγχάνονται, κι ύστερα να μιλάμε για κατανομές κονδυλίων και για κινήσεις τακτικής. 

Στο εσωτερικό, αυτό αφήνει χώρο στον Κυριάκο Μητσοτάκη να μιλάει ο ίδιος για προθέσεις τέλους του έτους (και για αναζήτηση του πώς η κοινωνική συνείδηση Ν.Δ. θα διαφοροποιηθεί απ’ εκείνην ΣΥΡΙΖΑ στην ίδια επιδοματική κατεύθυνση…). 

Στο εξωτερικό/στο Eurogroup επιτρέπει να χτιστεί μέχρι την τελευταία στιγμή εικόνα επιχειρηματολόγησης με βάση στοιχεία (πού θα διαμορφωθεί το κόστος χρήματος για την Ελλάδα, για το οποίο ήδη ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο σημείωσε -απαντώντας στον Γιώργο Κύρτσο, στο Ευρωκοινοβούλιο- ότι κινείται πλέον χαμηλότερα από τον επιτυγχανόμενο ρυθμό ανάπτυξης/το «ενάρετο crossover») και επιτεύξεις στόχων. Όχι απλώς προσδοκίες.

Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Χρ. Σταϊκούρας αρχίζει να λειτουργεί σαν συνεχιστής κατ’ ουσίαν του Ευκλείδη Τσακαλώτου, χωρίς τη ροπή προς το βρετανικό χιούμορ είν’ αλήθεια. Δηλαδή επιχειρεί να συγκρατεί τη συζήτηση στο εσωτερικό, μαζεύοντας έρμα για την πορεία του καραβιού στην Ευρωθάλασσα. Όπου όχι μόνον οι συζητήσεις για το πρωτογενές πλεόνασμα υπόσχονται/απειλούν να κινούνται με τους ληθαργικούς ρυθμούς που γνωρίσαμε και στο παρελθόν, αλλά και η μεταβατική «ελευθέρωση» της χρήσης των κονδυλίων από επιστροφές ANFAs/SMPs ώστε να φέρουν έμμεση δημοσιονομική χαλάρωση μέσω ΠΔΕ δεν είναι όσο εύκολη αφέθηκε να πιστεύεται.

Όμως αν μείνουμε λίγο περισσότερο στον Προϋπολογισμό 2020 που, αυτός, δεν χαρακτηρίζεται από περισσή επιφυλακτικότητα! Για μας, το λιγότερο πειστικό στοιχείο του είναι η παραδοχή ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα τρέξει το 2020 με ανοδικό ρυθμό 1,8% – έναντι αντίστοιχης αύξησης της δημόσιας με 0,6%. Τι στηρίζει αυτήν την πρόβλεψη (διότι δικαίως η ιδιωτική κατανάλωση δεν παύει να θεωρείται βασικός πυλώνας της κατά την ελληνική εκδοχή ανάπτυξης/μεγέθυνσης…), όταν το 2019 δεν πιάνουμε παρά 0,6% αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, και τούτο παρά τη χορήγηση της «13ης σύνταξης» την άνοιξη, παρά και την πιο πρόσφατη μείωση του ΕΝΦΙΑ; Άλλωστε η υστέρηση του ρυθμού της ιδιωτικής κατανάλωσης, σε επίπεδο σχεδόν στο μισό της αύξησης της αμέσως προηγούμενης χρονιάς (1,1% η αύξηση του 2018…) είναι που προσγείωσε συνολικά τον φετινό ρυθμό ανάπτυξης.

Η αισιοδοξία για τον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων (από 8,8% φέτος σε 13,4% ελπιζόμενο για το 2020) είναι μια παραδοσιακή αισιοδοξία Προϋπολογισμού. Αρχίζει να προβληματίζεται λίγο κανείς, άμα θυμηθεί ότι η αμέσως προηγούμενη χρονιά -το 2018- είχε πάει πίσω, σε αρνητικό πρόσημο -12,2%, οπότε η φετινή άνοδος ξεκινούσε από σχετικά χαμηλή βάση. (Βέβαια γενικώς αυτή η καταγραφή είναι περιορισμένης χρησιμότητας όταν προσβλέπει κανείς σε ανάπτυξη, καθώς συμπεριλαμβάνει «μέσα μεταφοράς»=πλοία, που μπαίνουν διαφορετικά στην εξίσωση…) Πάντως η πρόβλεψη για εξέλιξη των εξαγωγών είναι μετριοπαθής – στα επίπεδα της φετινής χρονιάς (5,1% έναντι 4,9%). Συνεπώς προσπαθεί να προεξοφλήσει το ενδεχόμενο σοκ από τη διεθνή εμπορική αναταραχή, με Brexit και ΗΠΑ-Κίνα, αλλά και από την αποεπιτάχυνση Γερμανίας-Ιταλίας (κι ας γλίτωσε η πρώτη την τεχνική ύφεση).

Αυτές οι επιφυλάξεις, και λιγότερο η συζήτηση για το αν θα πιάσουμε συνολικά ανάπτυξη/μεγέθυνση 2,8% (Προϋπολογισμός) ή 2,4-2,5% (ΤτΕ) ή 2,3% (ΔΝΤ,ΕΕ) θα μας συνοδεύουν.