Skip to main content

Η απόδρομη -λέμε- ελληνική οικονομική κατάθλιψη

Από την έντυπη έκδοση

Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη

Δύσκολα θα θεωρούσε κανείς ότι ένα βιβλίο που επιλέγει ως υπότιτλο (είναι γνωστό ότι συνήθως στους υποτίτλους βρίσκει κανείς την πρόθεση των συγγραφέων) να μιλήσει για την «Ελληνική οικονομική κατάθλιψη» μπορεί να περικλείει τελικώς αισιόδοξο μήνυμα. Και όμως: το βιβλίο που παρουσίασαν προχθές Γιάννης Στουρνάρας και Στέλιος Πέτσας, το «Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ειρήνη» του Κωνσταντίνου Γκράβα, ακόμη κι αν την Great Depression των ΗΠΑ του Μεσοπολέμου την μεταφέρει ως ελληνική κατάθλιψη, καθώς σ’ εμάς η κρίση της δεκαετίας που πέρασε «είναι πολυδιάστατη και υπερβαίνει την οικονομική σφαίρα», ενώ σε βάθος και διάρκεια/η επαναφορά υπήρξε χειρότερη κι από την Great Depression, κατορθώνει να έχει κατάληξη εποικοδομητική – αν όχι αισιόδοξη.

Για τον Γιάννη Στουρνάρα

Για τον Γιάννη Στουρνάρα η πρωτοτυπία του βιβλίου Γκράβα βρίσκεται στο ότι προσεγγίζει την κρίση μέσα (και) από τα μάτια των Κεντρικών Τραπεζών, εγγυητριών της οικονομικής ειρήνης, χωρίς όμως να ξεφεύγει από τη γλώσσα που μπορεί να κατανοήσει ο μέσος άνθρωπος. Ο μέσος ενδιαφερόμενος, ο μέσος μη προκατειλημμένος άνθρωπος εννοείται. Και μάλιστα με προσφυγή όχι μόνο στους οικονομολόγους και στους ιστορικούς της οικονομίας, αλλά και εκφραστές άλλων χώρων της σκέψης: άλλωστε, μην ξεχνούμε ότι τα Οικονομικά στο ξεκίνημά τους ήταν Πολιτική Οικονομία. Έτσι μόνον με μια ευρύτερη κοινωνική προσέγγιση «οι κόποι των Ελλήνων πολιτών μέσα στην κρίση θα βρουν ανταμοιβή» με την έξοδο απ’ αυτήν – υπό συνθήκες όμως συνεχιζόμενης σταθερότητας. Και, σ’ αυτήν τη βάση, θα ξεκινήσει η διεκδίκηση της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Για τον Στέλιο Πέτσα

Για τον Στέλιο Πέτσα το ζητούμενο σήμερα είναι να λειτουργήσει η συνειδητοποίηση του τι συνέβη, του πώς φθάσαμε στην κρίση ως εγγενής άμυνα στο να μην ξαναβρεθούμε στα λάθη, την επανάπαυση, τους εγκλωβισμούς του παρελθόντος. Η αμφιθυμία γύρω από την ανάλυση της ελληνικής κρίσης -πρόβλημα δημοσιονομικό η ανταγωνιστικότητας;- δεν έπαψε να τραυματίζει σ’ όλη τη διάρκειά της.

Μιλήσαμε προηγουμένως για το πόσο πολυδιάστατη, πέραν και του οικονομικού, υπήρξε η ελληνική κρίση. Το έβλεπε αυτό ήδη, με τη ματιά του ιστορικού, ο Κώστας Κωστής όταν κατέγραφε το πώς «στη διαμόρφωση των συνθηκών που οδήγησαν στην κρίση, σημαντικό ρόλο έπαιξαν πολλοί παράγοντες, που μόνον στον συνδυασμό τους μπορούν να μας επιτρέψουν να την κατανοήσουμε σ’ όλην τους την πολυπλοκότητα». Μικρό δείγμα αυτής της πολυπλοκότητας -ιδιαίτερα πικρό για όσους θυμούνται την πορεία προς και μέσα στην ΟΝΕ- η παρατήρηση του Τάσου Γιαννίτση, ότι «το Ασφαλιστικό υπήρξε σημαντικός γενεσιουργός παράγοντας της κρίσης […] τα αθροιστικά ελλείμματα και οι συνολικές δαπάνες για το Ασφαλιστικό αντιπροσώπευαν το 83% των αθροιστικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων της περιόδου 2006-2009». Κανείς δεν θα κατηγορούσε τον Κ. Γκράβα για αντιμνημονιακότητα, πολύ λιγότερο για αντιΕυρωπαϊσμό/αντιΔυτικισμό. Όμως δεν διστάζει να κάνει λόγο για «ανήθικη» διαπραγμάτευση, για υπογραφή του πρώτου (τουλάχιστον) μνημονίου με την πλάτη στον τοίχο, καθώς «στην ουσία είναι μάλλον αμφίβολο αν υπήρξαν διαπραγματεύσεις, ή αν [η τότε κυβέρνηση] κλήθηκε να υπογράψει συμφωνία που δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευθεί».

Δεν στέκεται ο Κ. Γκράβας -ούτε άλλωστε ο Γ. Στουρνάρας- στην επισήμανση της προαναγγελθείσας αστοχίας του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή που αναγνώρισε άλλωστε ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, αλλά αρκετά εκ των υστέρων… στη «συνταγή» ΔΝΤ. Δίνει το ιδιότυπο ελαφρυντικό του Λούντβιχ ντε Μίζες, ότι «τα πειράματα που πραγματοποιούνται σε εργαστήριο, δεν μπορούν να εκτελεσθούν και να εφαρμοσθούν στην οικονομία». (Μόνο που, εδώ, στην ελληνική περίπτωση πειράματα εκτελέσθηκαν. Με μόνον βαθμιαία φθίνουσα αυταρέσκεια – και των πειραματιστών και, συχνά, του πειραματόζωου, που θεώρησε ότι το ύφος ευπειθούς συμμόρφωσης θα βοηθούσε στην αποτελεσματικότητας της θεραπείας!).

Πολιτική και οικονομική ιστορία

Πάντως στο ιδιότυπο αυτό βιβλίο ο συγγραφέας ενσωματώνει ανάγνωση των πολιτικών συσχετισμών, διδάγματα της οικονομικής ιστορίας, ακόμη-ακόμη και ζεύγματα όπως Θουκυδίδη/Hobbes ή και Αριστοτέλη/Κομφουκιανού Μάο Τσε-Τουνγκ. Υπ’ αυτήν την έννοια ακολούθησε την Κεϋνσιανή σύσταση, να προσλαμβάνει ο οικονομολόγος «το παρόν υπό το φως του παρελθόντος για τους σκοπούς του μέλλοντος [όντας] μαθηματικός, ιστορικός, πολιτικός, φιλόσοφος». Δεν είναι εύκολο να συμμερισθεί κανείς την αισιοδοξία του συγγραφέα ότι ο ρόλος των Κεντρικών Τραπεζών (η «νομισματική ειρήνη») θα αρκέσει για να φέρει το τέλος εκείνου που εύστοχα διαγιγνώσκει ως «οικονομικό πόλεμο». Και ότι, κάπως σαν συνέπεια αυτής της θεσμικής αισιοδοξίας, η Ελλάδα-«ειδική περίπτωση» θα συνεχίσει να πλέει προς μια Καντιανή διηνεκή ειρήνη. Όμως υποχρεώνει τον αναγνώστη να δει τις ίδιες του τις προκαταλήψεις, να ξαναδεί την πολυπλοκότητα – και, ίσως-ίσως, να καταπολεμήσει την αντίληψη αδιεξόδου που άφησε πίσω η «οικονομική κατάθλιψη».