Skip to main content

Η Κίνα και η «ανήσυχη ειρήνη»

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Δεν έχουν περάσει πολλές μέρες από τις δηλώσεις του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν ότι, πρώτον, «το ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρό», δεύτερον, «η Ευρώπη βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού» και, τρίτον, «η σύγχρονη παγκόσμια τάξη μας βιώνει μια οξεία κρίση αποτελεσματικότητας και αρχών που κάνουν αδύνατη την επιστροφή της στην προηγούμενη λειτουργία της».

Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτών των καταστάσεων που βλέπει ο Γάλλος πρόεδρος, μπορεί να θεωρείται πιθανό το σενάριο της «τέλειας καταιγίδας», για το οποίο μίλησε πρόσφατα ο Ρώσος πρώην υπουργός Εξωτερικών Ιγκόρ Ιβανόφ; «Ο κόσμος μας βρίσκεται σε κρίση και η στάση της αμερικανικής κυβέρνησης υπό τον Ντόναλντ Τραμπ απλώς επιδεινώνει την κατάσταση» εκτιμά στην ετήσια έκθεσή του το Munich Security Conference Foundation για την Ασφάλεια. Στο ίδιο κείμενο, ο οργανισμός αυτός τονίζει την ανάγκη η Ευρώπη να παίζει έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.   

Την εκτίμηση αυτή έχουμε την αίσθηση ότι τη συμμερίζονται τόσο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας. Θεωρούν δε ότι η όποια αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Ευρώπης δεν νοείται χωρίς πιο ενεργό ρόλο της Κίνας στο διεθνές γίγνεσθαι.    

Μία Κίνα με την οποίαν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ παίζει όπως η γάτα με το ποντίκι, για έναν απλό λόγο. Οι σύμβουλοί του και ο ίδιος γνωρίζουν ότι στην παρούσα φάση της παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας και γεωπολιτικής η χώρα του προέδρου Σι Τζινπίνγκ αποκομίζει οφέλη από τις υπάρχουσες ισορροπίες και δεν έχει λόγο να τις διαταράξει. Παράλληλα όμως θέλει να ενισχύσει την ήδη εντυπωσιακή παρουσία της στην Αφρική, αλλά και τη συμμετοχή της σε ζωτικούς διεθνείς οργανισμούς.    
Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζει το γεγοvός ότι η Κίνα επωφελείται σε μεγάλο βαθμό από τμήματα της τρέχουσας τάξης.

Η μόνιμη συμμετοχή της στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών της επιτρέπει να συμβάλλει στον καθορισμό της διεθνούς ατζέντας και να εμποδίζει τα ψηφίσματα με τα οποία διαφωνεί. Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει δανείσει στην Κίνα δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια για εγχώρια έργα υποδομής. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, στον οποίο η Κίνα εισήλθε το 2001, άνοιξε δραματικά την πρόσβαση της χώρας στις ξένες αγορές, οδηγώντας σε αύξηση των εξαγωγών, που οδήγησε σε πάνω από μία δεκαετία εντυπωσιακής οικονομικής ανάπτυξης. Υπάρχουν ωστόσο τμήματα της παγκόσμιας τάξης που η Κίνα θέλει να τροποποιήσει. Και η χώρα έχει ανακαλύψει ότι με την εκμετάλλευση των υφιστάμενων ανοιγμάτων, μπορεί να το κάνει χωρίς να προκαλεί άμεση ανησυχία.

Ιδιαίτερα δε σε μια περίοδο που η Αμερική αποσύρεται από διάφορες διεθνείς συμφωνίες και θεσμούς. Όπως γράφει ο καθηγητής Τσαν Τσουιτόνγκ, του πανεπιστημίου Tsinghua, μέσα στο 2018 η Αμερική απαλλάχθηκε από τη Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate Range Nuclear Forces Treaty), την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ.

Κατά συνέπεια, επισημαίνει στην επιθεώρηση «Foreign Affairs» ο καθηγητής, η αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην παγκόσμια σκηνή σχετίζεται τόσο με την παραίτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την παγκόσμια ηγεσία, υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, όσο και με την οικονομική της άνοδο. Από ουσιαστική άποψη, το χάσμα μεταξύ των δύο χωρών δεν έχει περιοριστεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια: Από το 2015 η αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας έχει επιβραδυνθεί σε λιγότερο από 7% ετησίως και οι πρόσφατες εκτιμήσεις έφεραν την ανάπτυξη των ΗΠΑ πάνω από το όριο του 3%.

Αυτό που άλλαξε πολύ, ωστόσο, είναι η προσδοκία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να προωθούν -μέσω της διπλωματίας και, αν χρειαστεί, της στρατιωτικής ισχύος- μια διεθνή τάξη χτισμένη κυρίως γύρω από τις φιλελεύθερες διεθνιστικές αρχές. Υπό τον Τραμπ, η χώρα έχει αποσπαστεί από αυτήν την παράδοση, αμφισβητώντας την αξία του ελεύθερου εμπορίου και υιοθετώντας έναν τοξικό, ασυγκράτητο εθνικισμό.

Υπό παρόμοιες συνθήκες, τι είδους παγκόσμια τάξη διαμορφώνεται; Κατά την εκτίμηση πολλών παρατηρητών, παρά κάποιες κινδυνολογίες, ο εκκολαπτόμενος διπολικός αμερικανο-κινεζικός κόσμος δεν θα είναι ένας στο χείλος ενός πολέμου αποκάλυψης. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι φιλοδοξίες της Κίνας για τα επόμενα χρόνια είναι πολύ πιο περιορισμένες απ’ ό,τι πολλοί ειδήμονες έχουν την τάση να συμπεραίνουν. Αντί να βγάλει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη θέση της πρώτης υπερδύναμης του κόσμου, η κινεζική εξωτερική πολιτική στην προσεχή δεκαετία θα επικεντρωθεί κυρίως στη διατήρηση των απαραίτητων συνθηκών για τη συνεχή οικονομική ανάπτυξη της χώρας. 

Αντίθετα, η επερχόμενη διπολικότητα θα είναι μια εποχή ανήσυχης ειρήνης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Και οι δύο πλευρές θα μεγαλώσουν τους στρατούς τους, αλλά θα παραμείνουν προσεκτικές για να αντιμετωπίσουν τις εντάσεις προτού να φτάσουν στο σημείο βρασμού της απόλυτης σύγκρουσης. Πεκίνο και Ουάσιγκτον θα πραγματοποιήσουν σε μεγάλο βαθμό τον ανταγωνισμό τους στην οικονομική και τεχνολογική σφαίρα.