Από την έντυπη έκδοση
Του Τζόζεφ Ε. Στίγκλιτς*
O κόσμος επιτέλους αφυπνίσθηκε για να εξασφαλίσει την ταχεία μετάβαση στην πράσινη οικονομία, μια επιτακτική υπαρξιακή ανάγκη. Η χρηματοδότηση θα διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Όμως, ενώ τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν κάνει μεγάλα βήματα στον βαθμό που τους αναλογούν -με την έκδοση πράσινων ομολόγων και την εγκατάσταση πράσινων λαμπτήρων-, πάρα πολλά εξακολουθούν να διοχετεύουν κεφάλαια στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων και να υποστηρίζουν άλλα τμήματα της οικονομίας που είναι ασύμβατα με την πράσινη μετάβαση.
Αυτού του είδους η χρηματοδότηση τροφοδοτεί ενεργά την κλιματική κρίση. Πολλές από αυτές τις επενδύσεις είναι μακροχρόνιες. Η ανακάλυψη, η ανάπτυξη και η πλήρης εκμετάλλευση ενός νέου κοιτάσματος πετρελαίου διαρκεί δεκαετίες και επεκτείνεται πολύ πέρα από τον χρονικό ορίζοντα στον οποίο ο κόσμος πρέπει να καταστεί ουδέτερος από τον άνθρακα ούτως ώστε να αποτρέψει τα καταστροφικά επίπεδα θέρμανσης. Ως εκ τούτου, αυτά τα έργα σχεδόν σίγουρα θα γίνουν «προβληματικά περιουσιακά στοιχεία»: εκμεταλλεύσεις που θα έχουν χάσει την αξία και τη χρησιμότητά τους εν μέσω του αγώνα για τη διάσωση του πλανήτη.
Αυτές οι απώλειες ενέχουν κίνδυνο για τον επενδυτή και ενδεχομένως για το οικονομικό σύστημα και τον πλανήτη. Επειδή οι περισσότεροι ιδιοκτήτες τέτοιων προβληματικών περιουσιακών στοιχείων θα αντισταθούν με σθένος προκειμένου να διασφαλίσουν τις συμμετοχές τους ό,τι κι αν γίνει, η χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων δημιουργεί μια δυσμενή πολιτική δυναμική. Υπάρχουν ισχυρά λόμπι που έχουν δεσμευτεί να καταπολεμήσουν την πράσινη μετάβαση, για να μην είναι αυτά που θα βρεθούν στην πλευρά των χαμένων. Επιπλέον, εάν η μετάβαση πετύχει, αυτές οι ίδιες ομάδες θα ζητήσουν αποζημιώσεις – ουσιαστικά «κοινωνικοποιώντας» τον αρνητικό κίνδυνο των επενδύσεων που δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν προχωρήσει. Εάν η ιστορία είναι οδηγός, ενδεχομένως να το πετύχουν.
Στην ιδανική περίπτωση, απλώς θα απαγορεύαμε τέτοιες επενδύσεις. Αλλά, προς το παρόν, αυτή η επιλογή είναι πολιτικά ανέφικτη στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες. Μια άλλη επιλογή είναι η ανάπτυξη των εργαλείων των ρυθμιστικών αρχών. Δεδομένου ότι οι αγορές είναι κοντόφθαλμες και συχνά αδυνατούν να εξηγήσουν πλήρως τους βασικούς κινδύνους, η υποχρέωση για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας βαρύνει όσους είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών.
Η οικονομική κρίση του 2008 έδειξε τι μπορεί να συμβεί όταν ακόμη και ένα μικρό μέρος των περιουσιακών στοιχείων σε παγκόσμιο επίπεδο (τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου στις ΗΠΑ) ανατιμηθεί. Η ανατιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων που είναι πιθανό να επηρεαστούν από την κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να έχει συστημικά αποτελέσματα που θα ξεπεράσουν αυτά του 2008. Ο κλάδος των ορυκτών καυσίμων είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου (το οποίο λιώνει). Για παράδειγμα, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και τα ολοένα και συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, από τις πυρκαγιές μέχρι τους τυφώνες, θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια ξαφνική ανατιμολόγηση σε τεράστιες εκτάσεις γης και επίσης στα ακίνητα.
Επομένως, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να απαιτήσουν την πλήρη αποκάλυψη του κινδύνου από την κλιματική αλλαγή – ο οποίος περιλαμβάνει όχι μόνο τους φυσικούς κινδύνους αλλά και τους άμεσους και τους έμμεσους οικονομικούς κινδύνους. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει ομοφωνία για το μέγεθος αυτών των κινδύνων ή τον ρυθμό της επερχόμενης αλλαγής, η σύνεση απαιτεί την αποκάλυψη του τι θα μπορούσε να συμβεί κάτω από αληθοφανή σενάρια, τα οποία έχουν συζητηθεί εκτενώς στη διακυβερνητική επιτροπή για τις κλιματικές αλλαγές και σε άλλα σχετικά όργανα και θεσμούς. Επιπλέον, ένα καθεστώς πολιτικής ικανό να επιτύχει την ουδετερότητα του άνθρακα έως το 2050 (συνδυάζοντας την τιμολόγηση του άνθρακα με τους κανονισμούς) θα έχει σχεδόν σίγουρα σημαντικό αντίκτυπο στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων.
Εάν η οικονομία κινείται πολύ αργά προς την πράσινη κατεύθυνση, αυξάνει τον «κίνδυνο της μετάβασης». Αντί για μια ομαλή, αποτελεσματική μετάβαση στην ουδετερότητα του άνθρακα, με σταδιακές προσαρμογές στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μια πιο χαοτική κατάσταση, στην οποία οι τιμές θα εκτινάσσονταν σε κρίσιμες περιόδους, εφόσον οι αγορές συνεχίζουν να αποκρύπτουν την πραγματικότητα της αλλαγής.
Για να μετριάσει αυτόν τον κίνδυνο, η χρηματοδότηση δεν πρέπει μόνο να σταματήσει να παρέχει κεφάλαια στις επενδύσεις που καταστρέφουν το περιβάλλον μας. Πρέπει επίσης να παρέχει κεφάλαια στις επενδύσεις που απαιτούνται για να μας οδηγήσουν προς τη σωστή κατεύθυνση. Μπορεί να χρειαζόμαστε καρότα και μαστίγια για να δώσουμε ώθηση στη βιομηχανία.
Για παράδειγμα, οι τράπεζες που πραγματοποιούν επενδύσεις που είναι επικίνδυνες για το κλίμα θα πρέπει να υποχρεούνται να διακρατούν περισσότερα αποθεματικά που θα αντισταθμίζουν αυτόν τον κίνδυνο. Οι επενδυτές θα έχουν προειδοποιηθεί: όσοι παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν να πραγματοποιούν επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα δεν πρέπει να επιδοτούνται ουσιαστικά από τους φορολογούμενους μέσω των εκπτώσεων στις ζημιές που υπόκεινται. Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση αναλαμβάνει τη συντριπτική εγγύηση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων· στην πορεία, θα πρέπει να το κάνει μόνο για τις πράσινες υποθήκες (δάνεια σε σπίτια με ικανοποιητική μόνωση και ενεργειακή απόδοση).
Επιπλέον, για να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις που βασίζονται στην υψηλή τιμή του άνθρακα, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να εκδώσουν «εγγυήσεις» ότι εάν η τιμή του άνθρακα είναι χαμηλότερη από την αναμενόμενη, φερ’ ειπείν σε 20 χρόνια, ο επενδυτής θα αποζημιωθεί. Αυτό θα λειτουργούσε ως ένα είδος ασφαλιστηρίου, το οποίο θα ασκήσει πίεση στις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους βάσει της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα.
Αυτές και άλλες παρόμοιες πολιτικές θα βοηθήσουν την πράσινη μετάβαση. Αλλά ακόμη και με αυτά τα βήματα, ο ιδιωτικός χρηματοπιστωτικός τομέας είναι απίθανο να κάνει αρκετά από μόνος του. Πολλές από τις κρίσιμες επενδύσεις που χρειαζόμαστε είναι μακροχρόνιες και οι ιδιωτικές χρηματοπιστωτικές αγορές συχνά επικεντρώνονται στο βραχυπρόθεσμο μέλλον.
Για να καλυφθεί το κενό, έχουν ήδη ιδρυθεί πράσινες αναπτυξιακές τράπεζες σε πολλές περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Αλλού, οι εντολές των υφιστάμενων αναπτυξιακών τραπεζών διευρύνθηκαν ώστε να συμπεριλαμβάνουν την πράσινη ανάπτυξη. Αυτά τα ιδρύματα συνεισφέρουν σημαντικά όχι μόνο στην παροχή χρηματοδότησης, αλλά και στην παροχή βοήθειας στον σχεδιασμό και στη διάρθρωση των ίδιων των πράσινων έργων.
Η κλιματική κρίση απαιτεί τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να αλλάξουμε τον τρόπο κατανάλωσης, παραγωγής και επένδυσης. Η πρόκληση είναι διαχειρίσιμη. Αλλά για να γίνει σωστή διαχείριση, η χρηματοδότηση πρέπει να διαδραματίσει τον ρόλο της. Κάτι τέτοιο θα χρειαστεί περισσότερο από τη μικρής κλίμακας ώθηση που προσφέρουν η κοινωνία των πολιτών και οι κυβερνήσεις.
*Τζόζεφ Ε. Στίγκλιτς, βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομικών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia και μέλος της Ανεξάρτητης Επιτροπής για τη Μεταρρύθμιση της Διεθνούς Φορολογίας των Επιχειρήσεων.
Copyright: Project Syndicate, 2021 [https://www.project-syndicate.org%3C/i%3E]www.project-syndicate.org