Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Αν και πρώτη δύναμη στον κόσμο για την ώρα, η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Αυτό της συνολικής παρακμής μιας ηγεμονικής χώρας που χάνει αίγλη και φερεγγυότητα, ψάχνοντας ποιος θα είναι ο ρόλος της σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, αποκτώντας και νέα κέντρα βάρους. Και από την άποψη αυτή, για τη φιλελεύθερη Δύση, τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν εκφράζει ούτε την Αμερική του Λίνκολν ούτε αυτήν των Κένεντι, Μίλερ, Στάινμπεκ και Τζέιμς Ντιν.
Γνήσιο προϊόν της εποχής που η χρηματοοικονομία έπαιρνε το πρώτο χέρι στη διεθνή αγορά, ο Αμερικανός πρόεδρος είναι ο νεόπλουτος, καιροσκόπος επιχειρηματίας, ο οποίος απεχθάνεται το πνεύμα και το παίζει τσαμπουκάς προστάτης του μέσου Αμερικανού, που τρέφεται με τα φούμαρα και τα πνευματικά σκουπίδια του διαδικτύου. Αυτά που τα θεωρεί και ως την καλύτερη πνευματική τροφή, για εκατομμύρια Αμερικανούς, στους οποίους τονίζει πώς και γιατί πρέπει να μισούν τις ελίτ.
Όταν λοιπόν ο Τραμπ προδίδει τους Κούρδους μαχητές που έσωσαν την τιμή της χώρας του πολεμώντας κατά του Ισλαμικού Κράτους και τονίζει ότι έτσι κι αλλιώς δεν πήραν μέρος στην απόβαση στη Νορμανδία, είναι 100% σίγουρο ότι το κοινό στο οποίο απευθύνεται δεν γνωρίζει ούτε πού βρίσκεται η Νορμανδία αλλ’ ούτε και πότε έγινε απόβαση σε αυτήν και γιατί. Κατά συνέπεια τρώει αμάσητη την τραμπική δήλωση και χειροκροτεί τον πρόεδρο με την Κόκκινη γραβάτα και το μονίμως ξεκούμπωτο σακάκι.
Στο ίδιο μοτίβο, ο Τραμπ κλείνει εν μέρει την αμερικανική αγορά για να προστατέψει δήθεν τους μικροπαραγωγούς της χώρας του, αλλά κάνει εντελώς γαργάρα τη μεγάλη εξάρτηση της αμερικανικής οικονομίας από την Κίνα.
Πέρα απ’ όλα αυτά, τα οποία σίγουρα δεν είναι ουρανοκατέβατα, αλλά κυοφορήθηκαν αρκετά χρόνια πριν, πολλούς προβληματίζει και η στάση του Τραμπ έναντι επωνύμων αυταρχικών ηγετών.
Ιδιαίτερα δε όταν Αμερικανοί επίσημοι δηλώνουν ότι ζούμε στον κόσμο «των μεταανθρώπινων δικαιωμάτων». Όπως υπογραμμίζεται στην τελευταία έκθεση του Munich Security Foundation, οι παραδοσιακοί και σταθεροί σύμμαχοι των ΗΠΑ δύσκολα μπορούν να «χωνέψουν» τα εύσημα που δίνει ο Τραμπ σε ανελεύθερους ηγέτες από τη Βραζιλία μέχρι τις Φιλιππίνες, ενώ ταυτόχρονα κάνει τη σκληρότερη κριτική του στον Καναδά, τη Γερμανία ή την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η απαξίωση των διεθνών θεσμών και συμφωνιών έχει επανειλημμένως φέρει τις ΗΠΑ αντιμέτωπες με τους μεγάλους συμμάχους τους τα τελευταία χρόνια. Αυτό που οι σύμμαχοι αυτοί θεωρούν ως τον μόνο τρόπο για να αντιμετωπιστούν παγκόσμια προβλήματα, ο Τραμπ το απορρίπτει ως «την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης». Σε πολλά ζητήματα μεγάλης σημασίας για τις χώρες αυτές -από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή μέχρι την πυρηνική συμφωνία του Ιράν και τη συνθήκη INF- πολλοί από τους παραδοσιακούς σύμμαχους της Ουάσιγκτον έχουν προσπαθήσει να υπάρξουν νέες δεσμεύσεις από τις ΗΠΑ. Στην καλύτερη περίπτωση έχουν αισθανθεί πως τις αγνοούν. Στη χειρότερη, αισθάνονται πως απειλούνται σαν να ήταν ανταγωνιστές ή αντίπαλοι, αντί για σύμμαχοι και εταίροι με νόμιμες ανησυχίες και συμφέροντα.
Έτσι, έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια θητείας, η κυβέρνηση Τραμπ έχει προκαλέσει μια επανεξέταση των διατλαντικών σχέσεων στην Ευρώπη: “…Η εποχή της ευγενούς ηγεμονίας των ΗΠΑ μπορεί να έχει λήξει, με την Ευρώπη να είναι εξαιρετικά απροετοίμαστη…», αναφέρει η έκθεση του Munich Security Foundation. Ελπίζοντας αρχικά πως ο επονομαζόμενος «άξονας των ενηλίκων» της αμερικανικής κυβέρνησης θα χαλιναγωγούσε κάποιες από τις ενέργειες του Τραμπ, πολλοί Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν τώρα δυσαρεστηθεί.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, τόσο οι αναλυτές όσο και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν ζητήσει από τους σημαντικούς φιλελεύθερους δημοκρατικούς συμμάχους των ΗΠΑ να «αντισταθμίσουν» την έλλειψη μιας σταθερής αμερικανικής ηγεσίας. Οι χώρες που συνήθως αναφέρονται είναι τα άλλα μέλη των G7 -ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο-, καθώς και η Αυστραλία, η Νότια Κορέα και η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο.
Οι παράγοντες αυτοί έχουν επωφεληθεί σε τεράστιο βαθμό από αυτό που είναι γνωστό ως φιλελεύθερη διεθνής τάξη, την οποία υποστήριζε η δύναμη των ΗΠΑ. Κάποιοι εξ αυτών είναι τόσο προσαρμοσμένοι σε αυτή την τάξη -όχι μόνο σε όρους ασφάλειας, πολιτικής και οικονομίας, αλλά και πνευματικά- που τους είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουν και να συμβιβαστούν με έναν κόσμο που αλλάζει. Εν τούτοις, όπως σημειώνουν οι Ίβο Ντάαλντερ και Τζέιμς Λίντσεϊ, «…αν αρκεστούν στα παράπονα και τους θρήνους, δεν θα μπορούν να κατηγορούν μόνο τον Τραμπ για το τέλος της τάξης πραγμάτων που βασίζονταν στους γνωστούς κανόνες. Είναι καιρός κάτι να κάνουν και οι ίδιοι». Αν μπορούν και θέλουν, θα προσθέταμε εμείς.