Από την έντυπη έκδοση
Του Χρήστου Α. Ιωάννου
* Ο κ. Ιωάννου είναι οικονομολόγος και διευθυντής του Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ.
Με 242 εκατομμύρια απασχολουμένους η Ε.Ε. και με 160 εκατομμύρια η Ευρωζώνη, αμφότερες βρίσκονται στα ιστορικά υψηλά τους, όλων των εποχών, η δε ανεργία αντιστοίχως (Ε.Ε. 6,3%, Ευρωζώνη 7,5%) είναι στα χαμηλότερα ποσοστά της από το 2000, που αυτά καταγράφονται μηνιαίως και σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., ενώ η απασχόληση είναι αρκετά υψηλότερη του 2008, δηλαδή πριν από την κρίση. Εκτός από την Ελλάδα, που έχει ακόμη την υψηλότερη ανεργία, συγκεντρώνοντας το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης (60,6% έναντι 73,8% μέσου όρου στην Ε.Ε. και 83% στην πρώτη Σουηδία).
Η Ελλάδα ούτε μπορούσε ούτε έπρεπε να προσδοκά να επιστρέψει στο 2008 όσον αφορά τη δομή της απασχόλησης. Μεταξύ 2008 και 2013 χάθηκαν 900 χιλιάδες θέσεις εργασίας. Αυτή η απώλεια δεν μπορούσε να αντιστραφεί με την κυριολεκτική έννοια, καθώς οι νέες θέσεις εργασίας δεν μπορούσαν να δημιουργηθούν κυρίως εκεί που χάθηκαν οι περισσότερες παλιές (λιανικό εμπόριο, κατασκευές, εστίαση) και να είναι και βιώσιμες. Η δομή της απασχόλησης είχε πάει πολύ στραβά, κυρίως στα χρόνια της πορείας προς την παραγωγική συρρίκνωση, κατάρρευση και χρεοκοπία (2000-2009).
Τότε, αλλά και μετά, στη δεκαετία της ατελούς προσαρμογής (2009-2018), δεν είχαμε κατά νου, ως κοινωνία και ως οικονομία, την παραγωγή εμπορεύσιμων και τις παραγωγικές θέσεις εργασίας. Δεν θέλαμε να καταλάβουμε/αξιοποιήσουμε τις τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας που ξεκίνησαν δύο-τρεις δεκαετίες πριν και ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα έφερναν, λόγω και της τεχνολογικής εξέλιξης, αλλαγές στη γεωοικονομία και περιγράφονταν παραστατικά από τίτλους βιβλίων, όπως «The Death of Distance» (Φράνσις Κέρνκρος, 2001), «The Outsourcing Revolution» (Μάικλ Κόρμπετ, 2004), «The World is Flat» (Τόμας Φρίντμαν, 2005).
Αν τις είχαμε κατανοήσει/αξιοποιήσει δεν θα είχαμε κινηθεί την περίοδο 2000-2009 προς μια περισσότερο εσωστρεφή οικονομία, οδηγούμενη στη δεκαετή κρίση 2009-2018. Από τότε ήταν, ήδη, γνωστό ότι η μέση βιομηχανία, διεθνώς, αναθέτει εργασίες έως και το 70%-80% του τελικού προϊόντος. Ως στρατηγική συμμετοχής στην έκτοτε αναπτυσσομένη διεθνή οικονομία, στον διεθνή καταμερισμό της παραγωγής και της εργασίας. Έτσι φθάσαμε στις σύγχρονες διεθνείς αλυσίδες παραγωγής αξίας. Ποσοστό μεταξύ 60% και 80% του παγκόσμιου εμπορίου αφορά συναλλαγές εντός διεθνών δικτύων παραγωγής. Το 25% των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργούνται διεθνώς είναι σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.
Η χαμηλή συμμετοχή της χώρας μας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και ιδιαίτερα η περιορισμένη χρήση ελληνικών ενδιάμεσων προϊόντων στις εξαγωγές τρίτων χωρών, παρά τις μικρές βελτιώσεις στα χρόνια της προσαρμογής (2011-2014), αντανακλά την αδυναμία αξιοποίησης των ευκαιριών που δημιουργεί η διεθνοποίηση των συστημάτων παραγωγής από τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Η αναζωογόνηση της ελληνικής βιομηχανίας, η στροφή στην παραγωγική συγκρότηση της κοινωνίας, δεν σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να αποκτήσουμε παραγωγή αεροπλάνων ή αυτοκινήτων ως τελικά προϊόντα (αν και εργοστάσια της VW στην Ε.Ε. υπάρχουν ήδη στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Τσεχία, τη Σλοβακία, την Πολωνία – γιατί όχι και στην Ελλάδα;). Σημαίνει, όμως, να συμμετέχουμε και να αναβαθμίζουμε τη θέση μας στις υφιστάμενες και στις ταχύτατα εξελισσόμενες παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής αξίας, τουλάχιστον τις ευρωπαϊκές. Εντασσόμενοι με προϊόντα και υπηρεσίες μέσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αξιοποιώντας τις σημαντικές ευκαιρίες ακόμη και για μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις.
Το παραγωγικό έλλειμμα της Ελλάδας (και η έλλειψη πολλών και καλών θέσεων εργασίας, αλλά και το brain drain) συνδέεται και με τις ισχνές αλυσίδες παραγωγής αξίας κατά τόπους, ακόμη περισσότερο δε με την ισχνή συμμετοχή της σε διεθνείς αλυσίδες παραγωγής αξίας. Η Ελλάδα, παρά τα γεωοικονομικά πλεονεκτήματα, δεν αξιοποιεί επαρκώς τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται από τη διεθνοποίηση των συστημάτων παραγωγής. Οι διεθνείς αλυσίδες παραγωγής αξίας για μια μικρή ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, είναι μια αστείρευτη πηγή ζήτησης και μια αστείρευτη πηγή νέων θέσεων εργασίας. Για να φτάσουμε στην πηγή, όμως, ο τρόπος δεν είναι άλλος από τις σύγχρονες επιχειρήσεις με το κατάλληλο ανθρώπινο κεφάλαιο. Έχουμε από αυτές, αλλά χρειαζόμαστε και πολύ περισσότερες και με πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή στις διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Έρευνα του ΣΕΒ σε 831 επιχειρήσεις του παραγωγικού τομέα των εμπορευσίμων, έδειξε ότι το 56,7% των επιχειρήσεων αξιοποιεί το outsourcing. Αυτές απασχολούν περισσότερους εργαζόμενους, σκοπεύουν να τους αυξήσουν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις άλλες επιχειρήσεις, επενδύουν περισσότερο στον ανθρώπινο παράγοντα, εφαρμόζουν εκτενέστερα τα σύγχρονα συστήματα και τις πρακτικές διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού. Επίσης, διαθέτουν μεγαλύτερη καινοτομική ικανότητα και ανταποκρίνονται ταχύτερα στις προκλήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης (περισσότερα στην πρόσφατη ειδική έκθεση με τίτλο «Outsourcing – ευκαιρία για εξωστρέφεια, αύξηση παραγωγικότητας και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας», διαθέσιμη στο διαδίκτυο).
Αυτός δεν είναι ένας εύκολος δρόμος για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Είναι ένας δύσκολος δρόμος, αλλά δεν υπάρχει πλέον άλλος. Το διεθνές εμπόριο αγαθών που αναπτυσσόταν γοργά επί τρεις και πλέον δεκαετίες, με κάμψεις στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και στο τέλος της, λόγω της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, γνωρίζει πλέον μια νέα κάμψη. Υπάρχει ακόμη, όμως, για τα δεδομένα μιας μικρής ανοικτής οικονομίας όπως η ελληνική, αστείρευτη διεθνής ζήτηση για διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, «παλαιά» και «νέα», η οποία μπορεί να καλυφθεί με ελληνική παραγωγική προσφορά. Εισφέροντας χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας στην ελληνική κοινωνία.