Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού – Ερευνητή
[email protected]
Μπρος πίσω ακόμη μια φορά στην εκπαίδευση. Την επαναφορά της βάσης του 10 εξήγγειλε ο κ. Μητσοτάκης. Πρόκειται για ένα μέτρο που έφερε η πρώην Υπουργός Παιδείας κα Γιαννάκου το 2006 και κατάργησε η κα Διαμαντοπούλου όταν ανέλαβε το Υπουργείο Παιδείας μετά τις εκλογές του 2009 ως χωρίς κανένα νόημα και αποτέλεσμα.
Η βάση του 10 αποκλείει από την εισαγωγή στις Ανώτατες Σχολές τους υποψηφίους που δεν κατορθώνουν να πετύχουν τουλάχιστον 10.000 μόρια στις Πανελλήνιες Εξετάσεις, με τη λογική ότι δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο.
Οι εισαγωγικές εξετάσεις για τις Ανώτατες Σχολές έχουν διαφορετική φιλοσοφία από τις εξετάσεις για το απολυτήριο λυκείου. Οι εισαγωγικές εξετάσεις αποτελούν ένα διαγωνισμό συμπλήρωσης θέσεων, ενώ οι απολυτήριες εξετάσεις του λυκείου είναι εξετάσεις πιστοποίησης γνώσεων. Έτσι όσοι πάρουν το απολυτήριο λυκείου θεωρείται ότι έχουν κατακτήσει το επίπεδο που χρειάζεται να έχει ένας απόφοιτος της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας. Συνεπώς έχει την ικανότητα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της επόμενης βαθμίδας που είναι η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Όσοι έχουν απολυτήριο Γυμνασίου θεωρούνται ικανοί να φοιτήσουν στην επόμενη βαθμίδα που είναι το Λύκειο, αντίστοιχα οι απόφοιτοι του Δημοτικού μπορούν να προχωρήσουν στην επόμενη βαθμίδα, που είναι το Γυμνάσιο.
Με την εισαγωγή στις Ανώτατες Σχολές υπάρχει μία διαφορά. Θεωρούνται ικανοί να φοιτήσουν στην επόμενη βαθμίδα, αλλά οι θέσεις δεν επαρκούν για όλους, αφού δεν υπάρχουν χρήματα για να σπουδάσουν όλοι όσοι θέλουν. Επιπλέον υπάρχουν διαφορετικά επιστημονικά πεδία και οι υποψήφιοι επιλέγουν τι θα σπουδάσουν. Πάλι υπάρχει ένα χωροταξικό πρόβλημα, αφού δεν υπάρχουν θέσεις ανάλογες με τη ζήτηση, που σε κάποιες σχολές είναι πολύ υψηλή και σε κάποιες άλλες πολύ χαμηλή. Για να λυθεί το πρόβλημα υπάρχουν οι Πανελλήνιες Εξετάσεις που αποτελούν ένα διαγωνισμό συμπλήρωσης θέσεων. Οι θέσεις στην Ανώτατη Εκπαίδευση καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και ανακοινώνονται κάθε χρόνο περί τα μέσα Μαρτίου. Τον Ιούνιο διενεργείται ο διαγωνισμός για τη συμπλήρωση αυτών των θέσεων με τη λογική ότι αφού δεν χωρούν όλοι στο Πανεπιστήμιο θα πάρουμε τους καλύτερους. Υπάρχουν πολλές ενστάσεις για το κατά πόσο περνούν τελικά οι καλύτεροι, αλλά αυτό είναι θέμα άλλης συζήτησης. Οι υποψήφιοι είναι κάτοχοι απολυτηρίου Λυκείου, δηλαδή θεωρούνται ικανοί να συνεχίσουν στην επόμενη βαθμίδα.
Το πρόβλημα είναι ότι στην πράξη δεν είναι όλοι τόσο ικανοί να ακολουθήσουν σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που έχουν διαφορετικό βαθμό δυσκολίας ανάλογα με την επιστημονική περιοχή. Αυτό, όμως, δεν είναι πρόβλημα των Πανελληνίων Εξετάσεων, αλλά του Λυκείου που δεν μπορεί να παράγει ανθρώπους που έχουν τις γνώσεις που θα έπρεπε να έχουν. Το πρόβλημα είναι, λοιπόν, στην πιστοποίηση των γνώσεων των αποφοίτων λυκείου, που δεν καθορίζεται μόνο από τις απολυτήριες εξετάσεις, αφού συνυπολογίζονται και οι προφορικοί βαθμοί.
Η σημερινή κατάσταση είναι ότι όλοι οι μαθητές του Λυκείου παίρνουν, με μεγάλη ευκολία, το απολυτήριο λυκείου, σχεδόν ανεξάρτητα από τις γνώσεις τους. Αυτό είναι το πρόβλημα. Όσες φορές προσπάθησαν Υπουργοί Παιδείας να κάνουν τις απολυτήριες εξετάσεις αντικειμενικές θρηνήσαμε θύματα. Επί υπουργίας του κ. Αρσένη, με τις πανελλήνιες προαγωγικές εξετάσεις σε 14 μαθήματα, οι μαθητές της Β Λυκείου του 1999 έμεναν στην ίδια τάξη σε ποσοστό 30% και επί υπουργίας του κ. Αρβανιτόπουλου με την εφαρμογή της τράπεζας θεμάτων το 2014 είχαμε το 30% των μαθητών μετεξεταστέους.
Με τις περιφερειακές εξετάσεις που προτείνει ο κ. Γαβρόγλου (πέρα από το υπαρκτό πρόβλημα αντικειμενικότητας που υπάρχει) πιθανόν να έχουμε ανάλογα φαινόμενα, υψηλό ποσοστό μαθητών που δεν θα καταφέρνουν να πάρουν το απολυτήριο λυκείου και, συνεπώς, να μη μπορούν να συνεχίσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό ίσως δημιουργήσει την ανάγκη να λειτουργήσει πιο σωστά η δευτεροβάθμια εκπαίδευση και να βελτιωθεί η κατάσταση.
Δεν είναι λύση στο πρόβλημα η βάση του 10, που είναι ένας απλός «κόφτης» που δεν λύνει κανένα πρόβλημα, απλά απαγορεύει. Τι απαγορεύει; Να σπουδάσει κάποιος σε δημόσιο πανεπιστήμιο, γιατί δεν θεωρείται ικανός. Και θα μπορεί να σπουδάσει σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο; Γιατί για το ιδιωτικό πανεπιστήμιο θα θεωρείται ικανός και για το δημόσιο όχι; Θα εφαρμοστεί η βάση του 10 και στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την ίδρυση των οποίων εξήγγειλε ο κ. Μητσοτάκης; Δεν νομίζω. Η εισαγωγή στα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα εξαρτάται μόνο από τις οικονομικές δυνατότητες των φοιτητών τους. Αν έχουν χρήματα να πληρώνουν τα δίδακτρα θα εισάγονται, αν δεν έχουν χρήματα δεν θα εισάγονται. Δύο μέτρα και δύο σταθμά. Συνεπώς είναι άδικη η βάση του 10 αν δεν εφαρμοστεί και στα ιδιωτικά. Αν, όμως, η απόκτηση του απολυτηρίου λυκείου πιστοποιεί πράγματι γνώσεις, που σημαίνει ότι δεν θα το αποκτούν όλοι απλώς με την παρουσία τους στο λύκειο όπως γίνεται τώρα, τότε θα μπορούν να εισάγονται στο δημόσιο Πανεπιστήμιο αν βρίσκουν κάποια θέση σ’ αυτό μέσω των εισαγωγικών εξετάσεων ή να φοιτήσουν σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο αν το προτιμούν ή δεν βρίσκουν θέση σε ένα δημόσιο Πανεπιστήμιο. Δεν πρέπει, λοιπόν, να μπει βάση του 10 στις εισαγωγικές, αλλά να «σφίξουν» λίγο τα πράγματα στο Λύκειο, ώστε να έχει κάποια αξία και το απολυτήριο Λυκείου.
Η βάση του 10 θα δημιουργήσει προβλήματα και στους φιλόδοξους και ικανούς υποψηφίους, αφού τα θέματα θα αλλάξουν, προκειμένου να μην έχουμε δεκάδες χιλιάδες υποψηφίους με βαθμούς κάτω από 10.000 μόρια, όπως βλέπετε στον πίνακα. Αυτό σημαίνει δύο εύκολα θέματα (για να μη βρεθούν πολλοί κάτω από τη βάση και γίνει θέμα) και η επιλογή για τις περιζήτητες σχολές, με τον υψηλό ανταγωνισμό, θα γίνεται μόνο από τα άλλα δύο θέματα που θα είναι πιο δύσκολα. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι πιο δύσκολο να ξεχωρίσουν οι άριστοι από τους πολύ καλούς, συνεπώς θα έχουμε περισσότερες αδικίες.
Η βάση του 10 θα έχει και μεγάλες οικονομικές συνέπειες. Όπως βλέπουμε στον πίνακα τα τελευταία τρία χρόνια έμειναν εκτός Ανώτατης Εκπαίδευσης 16.916 υποψήφιοι κατά μέσο όρο. Κάτω από τη βάση του 10 βρίσκονταν 32.185 υποψήφιοι κατά μέσο όρο. Υπάρχει μία δυσκολία στον υπολογισμό αυτού του αριθμού γιατί αρκετοί υποψήφιοι διαγωνίζονται σε 5 μαθήματα και διεκδικούν θέση σε δύο πεδία. Προσπάθησα να αφαιρέσω τις διπλές εγγραφές. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι θα είχαμε κάθε χρόνο 15.000 λιγότερους εισακτέους, δηλαδή μείωση των εισακτέων κατά 25%, με αποτέλεσμα να κλείσουν πολλά περιφερειακά ΤΕΙ, να γλυτώσει το κράτος τα χρήματα που δαπανά για την εκπαίδευση των 15.000 αυτών φοιτητών και να πληρώσουν το κόστος οι γονείς τους στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Μία ακόμη συνέπεια θα είναι ο διπλασιασμός του κοινού στο οποίο απευθύνονται τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι δεν είναι απλή η πρόταση της επαναφοράς της βάσης του 10. Θα έχει πολλές επιπτώσεις σε πάρα πολλούς και όχι μόνο στους αδύνατους μαθητές.