Skip to main content

Υπέρπνοια: Συνδέεται με συμπτώματα άγχους και κρίσεις πανικού

Ο αποτελεσματικός έλεγχος των ενεργειακών αντιδράσεων του σώματος εξαρτάται από τη διατήρηση μιας συγκεκριμένης ισορροπίας μεταξύ του οξυγόνου και του διοξειδίου του άνθρακα. Αυτή η ισορροπία επιτυγχάνεται  μέσω του κατάλληλου ρυθμού και βάθους αναπνοής.

Όταν αναπνέουμε «πάρα πολύ» (παίρνουμε δηλαδή γρήγορες και βαθιές ανάσες), έχουμε ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων του οξυγόνου στο αίμα και την ταυτόχρονη μείωση των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα, ενώ όταν αναπνέουμε «πολύ λίγο» έχουμε το αντίθετο αποτέλεσμα – πτώση δηλαδή του επιπέδου του οξυγόνου και αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα.

Ο κατάλληλος ρυθμός αναπνοής όταν είμαστε χαλαροί (πχ. σε στιγμές ανάπαυσης) είναι περίπου 10 με 14 αναπνοές το λεπτό. Όταν στον οργανισμό υπάρχει υπέρπνοια, δηλαδή το ποσό του εισπνεόμενου αέρα που προσλαμβάνει ο οργανισμός μια δεδομένη στιγμή υπερβαίνει το ποσό που όντως του χρειάζεται για να καλύψει τις ανάγκες του αυτή τη δεδομένη στιγμή, το άτομο μπορεί να πάθει κρίσεις πανικού.

Ο λόγος είναι ότι η υπέρπνοια είναι μία εσωτερική – φυσιολογική λειτουργία, που συμβαίνει συχνά σε καταστάσεις όπου ο οργανισμός πρέπει να δώσει μάχη ή να τραπεί σε φυγή. Όταν όμως δεν υπάρχει πραγματικός εξωτερικός κίνδυνος και το άτομο αισθάνεται αυτά τα συμπτώματα για πχ. στο σούπερ μάρκετ ή στον καναπέ του, είναι πολύ λογικό να πιστεύει ότι ο κίνδυνος είναι εσωτερικός και ότι κάτι κακό του συμβαίνει, με αποτέλεσμα να αγχώνεται ακόμα περισσότερο, φθάνοντας σε κρίσεις άγχους ή πανικού.

Όταν το άτομο νοιώσει πανικό, αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της ροής του αίματος προς τις διάφορες περιοχές του σώματος και προς τον εγκέφαλο, δυσκολεύοντας έτσι το οξυγόνο που κυκλοφορεί στο αίμα να απελευθερωθεί στους ιστούς, προκαλώντας σωματικά συμπτώματα, όπως ζάλη, θολή όραση, σύγχυση, αίσθηση μη πραγματικού, δυσκολία στην αναπνοή, αίσθηση πνιγμονής – κόμπου στο λαιμό κ.ά.