Skip to main content

Ανακαλύφθηκε νέα μέθοδος ανίχνευσης της μόλυνση στην ηπαρίνη

Της Ανθής Αγγελοπούλου

Το 2008, ένας μολυσματικός παράγοντας που εμφανίσθηκε στο αντιθρομβωτικό ηπαρίνη, είχε ως αποτέλεσμα να αρρωστήσουν εκατοντάδες και να πεθάνουν πάνω από 100 άτομα στις ΗΠΑ

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ανακοίνωση του FDA το Μάρτιο του 2008, υπήρξαν 103 θάνατοι μεταξύ Ιανουαρίου 2007 και Φεβρουαρίου 2008 οι οποίοι οφείλονταν σε αγωγή με το αντιθρομβωτικό ηπαρίνη, ορισμένες παρτίδες του οποίου, παρασκευασμένες στην Κίνα, διαπιστώθηκε ότι ήταν μολυσμένες με μία επικίνδυνη ουσία. Από τα 103 άτομα που υπέκυψαν τα 62 εμφάνισαν αλλεργικές αντιδράσεις.

Τότε, μια ομάδα ερευνητών με επικεφαλής την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έπειτα από μια τεράστια προσπάθεια επιβεβαίωσε τη μόλυνση, από μια τοξίνη δομικά παρόμοια με την ηπαρίνη, η οποία εντοπίστηκε στην ηπαρίνη που προερχόταν από μια κινεζική εταιρεία παρασκευής και προοριζόταν για γνωστή αμερικανική εταιρεία. 

Με έναυσμα αυτή τη δύσκολη περίοδο, ο αναπληρωτής καθηγητής χημείας στο πανεπιστήμιο Rhode Island, Jason Dwyer αφιέρωσε σχεδόν οκτώ χρόνια έρευνας, και ανέπτυξε μια απλούστερη και ταχύτερη μέθοδο ανίχνευσης της μόλυνσης στην ηπαρίνη, καθώς και τη δημιουργία μιας διαδικασίας που θα μπορούσε να έχει ευρύτερα οφέλη. Η έρευνά του παρουσιάστηκε χθες στο διάσημο online περιοδικό «Nature Communications».

Η έρευνα φέρει τον τίτλο, «Surveying Silicon Nitride Nanopores for Glycomics and Heparin Quality Assurance», και θα μπορούσε σύμφωνα με τους ειδικούς να χρησιμοποιηθεί επίσης, για την ανάλυση ολόκληρης της κατηγορίας μορίων στα οποία ανήκει η ηπαρίνη με ευρεία χρήση στη βιοϊατρική διάγνωση, φαρμακευτική και περιβαλλοντική αίσθηση. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι, οι ευρύτερες μελέτες του Dwyer για τα σάκχαρα τον Ιούλιο επιδοτήθηκαν με $318.000 από το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών.

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο καθηγητής στο https://today.uri.edu/news/uri-chemistry-professor-develops-new-contaminant-detection-technique-for-blood-thinner-heparin/, η νέα τεχνική ανίχνευσης θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως εργαλείο διασφάλισης ποιότητας σε ολόκληρη τη φαρμακευτική βιομηχανία, ειδικά για την ανάπτυξη περισσότερων φαρμάκων με βάση τη ζάχαρη, όπως η ηπαρίνη. 

Για την ανάπτυξη της νέας τεχνικής ο Dwyer στράφηκε σε μία μέθοδο ανίχνευσης αποδεδειγμένη στην αλληλούχιση του DNA και των πρωτεϊνών.

Μετά την κρίση του 2008, οι ερευνητές κατάφεραν να αναγνωρίσουν και να ανιχνεύσουν την μολυσματική θειική χονδροϊτίνη που ήταν σχεδόν πανομοιότυπη με την ηπαρίνη. Χρησιμοποιώντας το σωστά συντονισμένο νανοπόρο, η έρευνα του Dwyer εξέτασε και τα δύο δείγματα και διαπίστωσε ότι τα σημεία που παρήχθησαν ήταν 99% όμοια. Έτσι σχεδίασε τεχνικές ανάλυσης για να χρησιμοποιήσει τη διαφορά του 1% για την αξιόπιστη ανίχνευση της μόλυνσης.

Ο στόχος των ερευνητών είναι να γίνει ακόμα πιο γρήγορος ο εντοπισμός της πιθανής μόλυνσης, σε λεπτά ή ακόμα και δευτερόλεπτα. Ενώ, ταυτόχρονα, η συσκευή όπως λέει ο καθηγητής, θα πρέπει να προσαρμοστεί και για χρήση από έναν εμπορικό χρήστη, ο οποίος ενδέχεται να στερείται της εμπειρίας ενός ερευνητή σε ένα εργαστήριο ανάπτυξης τεχνολογίας. Επίσης, το εργαλείο θα πρέπει να λειτουργεί με ακρίβεια σε ένα λιγότερο ελεγχόμενο περιβάλλον.

Ο νανοπόρος που βγήκε από την έρευνα για την ηπαρίνη χρησιμοποιεί τεχνολογία παρόμοια με εκείνη που υπάρχει σε σχεδόν κάθε κομμάτι ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης, δήλωσε ο Dwyer, οπότε υπάρχει ήδη μια βιομηχανία έτοιμη να παράγει τους αισθητήρες ανίχνευσης σε μεγάλη κλίμακα.

Όπως είπε «Προσπαθούμε πάντα να σκεφτόμαστε την καταναλωτική αγορά. Αυτό που κάνουμε στο εργαστήριο είναι ένα ζωτικό πράγμα, αλλά το σημαντικό είναι πώς θα το μετατρέψουμε να λειτουργεί στον πραγματικό κόσμο».