Μια ιδιαιτέρως ανταγωνιστική κούρσα βρίσκεται σε εξέλιξη από την αρχή της πανδημίας. Η μάχη για το εμβόλιο κατά του Covid-19 που έχει στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 700.000 ανθρώπους παγκοσμίως, έχει ξεκινήσει.
Στην κούρσα «τρέχουν» πάνω από 30 χώρες συμμετέχοντας σε διάφορα προγράμματα που απαιτούν παγκόσμια συνεργασία. Η κούρσα που οδηγείται από το ερώτημα «ποια χώρα θα πάρει πρώτη τις περισσότερες δόσεις από το εμβόλιο» αποδεικνύεται ανταγωνιστική και με δόσεις εθνικισμού. Οι ειδικοί, ωστόσο, τονίζουν πως μια τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσε να επιμηκύνει τη διάρκεια της πανδημίας εμποδίζοντας την αποτελεσματική διανομή των δόσεων του εμβολίου.
Η «εθνικιστική» προσέγγιση
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, η αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται να έχει κινηθεί με πιο γρήγορα βήματα στην εξασφάλιση δόσεων από διάφορες εταιρείες έχοντας ρίξει δισεκατομμύρια δολάρια σε αυτές. Οι ΗΠΑ έτσι έχουν υποβάλει εκ των προτέρων παραγγελίες για εκατοντάδες εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, στοχεύοντας την εξασφάλιση επαρκούς ποσότητας για την κάλυψη του πληθυσμού των ΗΠΑ έως τον Ιανουάριο του 2021.
Ενδεικτική επίσης είναι η κίνηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να αγοράσει 500.000 δόσεις του φαρμάκου remdesivir, πράγμα που σημαίνει πως απορρόφησαν όλες τις προμήθειες για τον Ιούλιο και το 90% των αποθεμάτων για τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Μεγάλη Βρετανία η οποία έχει εξασφαλίσει τον μεγαλύτερο αριθμό δόσεων ανά κεφαλή. Έχοντας υπογράψει συμφωνία με τις φαρμακευτικές GlaxoSmithKline Plc και Sanofi για 60 εκατομμύρια δόσεις, πράγμα που την φέρνει μπροστά και από τις ΗΠΑ. Χχθες έγινε επίσης γνωστό ότι η βρετανική κυβέρνηση ζήτησε από τις φαρμακευτικές εταιρείες να στοκάρουν φάρμακα στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί εμπορική συμφωνία με την ΕΕ, μετά την λήξη της μεταβατικής περιόδου για το Brexit.
Το Serum Institute της Ινδίας από την άλλη συμμετέχει στην παραγωγή ενός από τα πιο ελπιδοφόρα προγράμματα που μάλιστα αυτή τη στιγμή προηγούνται στην κούρσα των φαρμακευτικών για ένα εμβόλιο κατά του Covid-19. Το Serum Institute, που συνεργάζεται με την AstraZeneca και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για την παραγωγή ενός εμβολίου με θετικές έως τώρα δοκιμές, έχει δηλώσει πως από τα αρχικά αποθέματα το μεγαλύτερο μέρος θα απορροφηθεί στην Ινδία, χώρα που παγκοσμίως είναι τρίτη σε κρούσματα- πίσω από τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία.
Η Ιαπωνία επίσης προσπαθεί να δεσμεύσει 120 εκατομμύρια δόσεις από το εμβόλιο που αναπτύσσουν Pfizer Inc. και BioNTech SE, ενώ Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ολλανδία έχουν υπογράψει συμβόλαιο με την AstraZeneca για προπαραγγελίες 300 εκατομμυρίων δόσεων που θα διατεθούν σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, σύμφωνα με το Bloomberg, όλες αυτές οι συμφωνίες δεν εξασφαλίζουν με σιγουριά την άμεση πρόσβαση στα αποθέματα ενός επιτυχούς εμβολίου καθώς ίσως αποδειχθεί σημαντικότερος παράγοντας η έδρα των φαρμακευτικών και όχι ποιος επενδύει στο εμβόλιο. Γι’ αυτό και οι φαρμακευτικές ήδη προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο οι κυβερνήσεις που ελέγχουν τις περιοχές παραγωγής όπου δρουν να απαιτήσουν επαρκείς δόσεις για να καλύψουν τον πληθυσμό τους προτού επιτρέψουν τις εξαγωγές του εμβολίου.
Τι διακυβεύεται
Η συμπεριφορά των χωρών που υιοθετούν την «εγωιστική» προσέγγιση είναι πιθανό να δυσκολέψει την πρόσβαση στο εμβόλιο όλων των χωρών που το έχουν ανάγκη και να αυξήσει την τιμή του αποκλείοντας την πρόσβαση σ τα φτωχότερα κράτη. Κάτι τέτοιο άλλωστε είχε συμβεί με τη γρίπη H1N1 όταν την περίοδο 2009-10 όταν οι πλούσιες χώρες εξάντλησαν τα αποθέματα του εμβολίου.
Το ποιος θα έχει πρόσβαση και ποιος θα μπορεί να πληρώσει το εμβόλιο μπορούν να αναδειχθούν έτσι σε ζητήματα με γεωπολιτική διάσταση αποτελώντας μοχλό πίεσης ανάμεσα σε χώρες με πολιτικές διαφορές.
Πέρα από αυτό όμως, σύμφωνα με τους ειδικούς, η πανδημία θα ελεγχθεί ταχύτερα εφόσον ένα μελλοντικό εμβόλιο διανεμηθεί με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, δίνοντας δηλαδή τις πρώτες δόσεις στις ευπαθείς ομάδες και τους πληθυσμούς που διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο- όπως οι γιατροί και οι υπάλληλοι γηροκομείων – παρά να διανεμηθεί σε ολόκληρο τον πληθυσμό των πιο πλούσιων χωρών.
Να σημειωθεί πως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας με τον Συνασπισμό Καινοτομίας και Προετοιμασίας κατά των Επιδημιών CEPI (Coalition for Epidemic Preparedness Innovations), ένας παγκόσμιος συνασπισμός που σήμερα συντονίζει την ανάπτυξη θεραπειών και εμβολίου κατά του Covid-19, και ο μη-κερδοσκοπικός οργανισμός Gavi που έχει ως αντικείμενο τη διανομή του εμβολίου, έχουν δημιουργήσει το πρόγραμμα Covax.
Το Covax που στοχεύει στη σωστή διανομή των αποτελεσματικών εμβολίων σε όλο τον κόσμο, καλεί τις πλουσιότερες χώρες με να επενδύσουν 18 δισεκατομμύρια δολάρια σε περίπου 12 πειραματικά εμβόλια. Παρόλο όμως που πάνω από 70 χώρες έχουν εκφράσει το ενδιαφέρον τους για ένταξη στο πρόγραμμα, καμία δεν το έχει κάνει. Οι ΗΠΑ, η Ινδία και η Ρωσία αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.
Από την άλλη, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δεσμεύτηκε να κάνει οποιοδήποτε αποτελεσματικό εμβόλιο παραχθεί από την Κίνα προσβάσιμο και προσιτό παγκοσμίως ως «δημόσιο αγαθό». Η δέσμευση αυτή της Κίνας δημιουργεί, ωστόσο, ένα ζήτημα σχετικά με τη διασφάλιση της ποιότητας στη χώρα καθώς το 2018 ένα σκάνδαλο αποκάλυψε περιπτώσεις κινεζικών φαρμακευτικών εταιρειών που παρήγαγαν εμβόλια «στρογγυλεύοντας τις γωνίες» στην παραγωγή, πράγμα που έπληξε τη φήμη της βιομηχανίας της Κίνας παγκοσμίως.
naftemporiki.gr