Skip to main content

Μιλάμε για την ντροπή χωρίς ντροπή

Η Ψυχολόγος, MSc στην Αντιμετώπιση του Πόνου Αθηνά Πάσχου, με παραπομπές στη Διεθνή βιβλιογραφία σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να μιλάμε για την Ντροπή χωρίς Ντροπή!

Αν και το συναίσθημα της ντροπής τείνει να εμποδίζει τον λόγο και να οδηγεί το άτομο στο κρύψιμο του εαυτού, της ντροπιαστικής πράξης ή καθαυτής της ντροπής (Lewis, 1998, Tantam, 1998), στο παρόν κείμενο θα μιλήσουμε για μερικά κεντρικά σημεία που αφορούν το ιδιαίτερα επίπονο αυτό συναίσθημα. Όπως έχει οριστεί λοιπόν, η ντροπή είναι ένα επίπονο συναίσθημα το οποίο συχνά συνδέεται με την αντίληψη ότι κάποιος έχει ατομικά χαρακτηριστικά (π.χ. σχήμα σώματος), στοιχεία προσωπικότητας (π.χ. να είναι βαρετός) ή έχει εμπλακεί σε συμπεριφορές (π.χ. να έχει πει ψέματα), που οι άλλοι θα βρουν μη- ελκυστικές και που θα οδηγήσουν στην απόρριψή του ή σε κάποιου είδους υποβιβασμό του. Περιλαμβάνει ολόκληρο το άτομο, την ψυχή και το σώμα του και εμπεριέχει την ενημερότητα για τον «ελαττωματικό εαυτό» κάποιου (Tangney & Dearing, 2002).

Η ένταση της ντροπής ποικίλει μεταξύ των ανθρώπων, όμως η αρχική ντροπή αναμένεται να εκφραστεί οπωσδήποτε σε όλους. Εάν ένα άτομο δεν εκδηλώνει ούτε νιώθει ντροπή, ακόμη και στην παιδική του ηλικία, τότε θεωρείται ότι υπολείπεται κάποιας ικανότητας, όπως σα να μη διαθέτει κάποια γνωστική ικανότητα (Heller, 2003). Παρ’ όλα αυτά, απαιτούνται ειδικές συνθήκες για την ανάπτυξη μιας χρόνιας αίσθησης κατωτερότητας και μιας ειδικής ευαισθησίας στα συναισθήματα ντροπής και οι πραγματικές ανεπάρκειες δεν επαρκούν για να εξηγήσουν αυτά τα συναισθήματα (Shapiro, 2003).

Το συναίσθημα της ντροπής είναι πιθανότερο να οδηγήσει σε απομάκρυνση από τις ευθύνες και στη δημιουργία κάθε είδους δικαιολογιών προκειμένου να αποφευχθεί η ντροπή και η ταπείνωση (Gilbert, 2003). Αυτή είναι μια σημαντική διαφορά μεταξύ ντροπής και ενοχής, καθώς στην ενοχή το άτομο τείνει να προσπαθεί να επανορθώσει και επιθυμεί να ομολογήσει και να απολογηθεί για τις πράξεις του (Tangney & Dearing, 2002). Τις τεχνικές αποφυγής της ντροπής μπορεί να τις συναντήσει κανείς και στην περίπτωση της «θετικής ντροπής». Το συναίσθημα της ντροπής είναι δυσάρεστο, ακόμη και αν κάποιον τον τιμούν, εάν στα πλαίσια αυτής της τιμής το άτομο δέχεται μια ποσότητα προσοχής που τον φέρνει σε αμηχανία (Heller, 2003).

Ο Lewis (2003) αναφέρει τέσσερα βασικά διακριτικά χαρακτηριστικά της φαινομενολογίας της ντροπής. Το πρώτο είναι η επιθυμία να κρυφτεί κανείς ή να εξαφανιστεί. Το δεύτερο είναι ο έντονος πόνος, η δυσφορία και ο θυμός. Το τρίτο χαρακτηριστικό της ντροπής είναι το συναίσθημα της αναξιότητας και της ανεπάρκειας. Το τέταρτο στοιχείο της είναι η συγχώνευση του υποκειμένου με το αντικείμενο. Δηλαδή, στην ντροπή γινόμαστε τόσο το αντικείμενο όσο και το υποκείμενο αυτού του συναισθήματος. Η ντροπή διακόπτει κάθε δραστηριότητα, αφού ο εαυτός επικεντρώνεται ολοκληρωτικά στον ίδιο τον εαυτό, και το αποτέλεσμα είναι η ανικανότητα να σκεφτεί κανείς καθαρά, να μιλήσει, να δράσει. Αυτό το τέταρτο στοιχείο είναι ένας ακόμη παράγοντας που διαφοροποιεί την ντροπή από την ενοχή. Η ντροπή είναι το απόλυτο κλείσιμο του κύκλου εαυτός – αντικείμενο. Στην ενοχή, παρ’ όλο που υποκείμενο είναι ο εαυτός, το αντικείμενο είναι εξωτερικό από τον εαυτό (Lewis, 2003).

Η οικογένεια του ατόμου στο σύνολό της παίζει σημαντικό ρόλο στην ευαισθησία που εμφανίζει το άτομο στο συναίσθημα της ντροπής. Παραμένει ασαφές κατά πόσο είναι περισσότερο παθογόνος η απουσία σημάτων αξίας ή η παρουσία πιο ευθέων ντροπιαστικών και μειωτικών σημάτων (Gilbert και συν., 1996). Η αντίληψη ότι η ντροπή «δένει» με σκηνές που αφορούν ρόλους και συναισθηματικές μνήμες οι οποίες έχουν στον πυρήνα τους το αίσθημα ενός υποδεέστερου εαυτού μειωμένης αξίας, αποτελεί την κεντρική ιδέα πολλών θεωρητικών (Gilbert, 2003). Γενικά επισημαίνεται πως, τόσο οι αξιολογήσεις του εαυτού σε σχέση με τους άλλους, όσο και οι πεποιθήσεις για το πώς βλέπουν οι άλλοι τον εαυτό, σχετίζονται σημαντικά με τον τύπο των γονεϊκών σχέσεων που θυμούνται τα άτομα να έχουνε βιώσει (Benn και συν., 2005). Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να αναδυθεί το συναίσθημα της ντροπής, χρειάζεται να είναι παρόν αυτό (συνθήκη, άτομο, λόγια) που την πυροδοτεί. Ο κοινωνικός παράγοντας που πυροδοτεί το συναίσθημα της ντροπής είναι το «βλέμμα του άλλου» (Heller, 2003).

Η ντροπή συνιστά ένα πολύπλοκο συναίσθημα, η διαχείριση του οποίου απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή από το θεραπευτή. Στην περίπτωση μιας ασθένειας, σπάνια το άτομο θα ομολογήσει ότι νιώθει ντροπή. Μπορεί, όμως, να μιλήσει για το ότι νιώθει «άνευ αξίας», «αόρατος», «αξιολύπητος», «γελοίος ή ανόητος». Είναι χρήσιμο, λοιπόν, να γίνει γνωστή η γλώσσα της ντροπής. Οι περισσότεροι ασθενείς μαζί με το αίσθημα της ντροπής μπορεί να εκφράζουν άρνηση, απόσυρση ή θυμό. Λόγω της ντροπής μπορεί να αποσύρονται, να καλύπτονται και να προσπαθούν να ξεφύγουν, κάτι που γενικά ορίζουμε ως «αντίσταση». Το χαμήλωμα του βλέμματος, τα νευρικά γέλια και άλλες παρόμοιες αντιδράσεις είναι δείγματα ντροπής (Tangney & Dearing, 2002).

Μερικοί τρόποι βοήθειας είναι η λεκτικοποίηση των γεγονότων που σχετίζονται με την ντροπή, η γνωστική επανεκτίμηση, η εκπαίδευση των ατόμων να διαχωρίζουν την ντροπή από την ενοχή. Η αποδοχή  από την πλευρά του ειδικού ενισχύει την αυτοεικόνα του ατόμου που ντρέπεται (Tangney & Dearing, 2002). Βέβαια, διαφορετικοί άνθρωποι χρειάζονται διαφορετικά επίπεδα εγγύτητας ή απόστασης για να νιώσουν άνετα. Σε αυτό παίζει ρόλο και το πολιτισμικό περιβάλλον από το οποίο προέρχεται το άτομο. Έτσι, η εμφάνιση της ντροπής στη θεραπευτική συνεδρία μπορεί να σημαίνει ότι ο δεσμός είναι ή πολύ στενός ή πολύ απόμακρος (Retzinger, 1998).

Οι συνέπειες του συναισθήματος της ντροπής είναι σχεδόν πάντα επίμονες και καταστρεπτικές. Οι ασθενείς αντιδρούν στο ότι υποφέρουν από ντροπή και ταπείνωση απέναντι στους ειδικούς υγείας, υποκρύπτοντας πληροφορίες και παραποιώντας μηνύματα. Θα ήταν λοιπόν σκόπιμο να αναφέρουμε ότι, οι επαγγελματίες υγείας είναι ανάγκη να είναι ευαισθητοποιημένοι πάνω σε βασικά θέματα ψυχολογίας των ασθενών. Με αυτόν τον τρόπο θα είναι πολύ πιο εύκολη η προσέγγιση των ασθενών αλλά και η συμμόρφωσή τους στο εκάστοτε θεραπευτικό σχήμα, καθώς ένα λεπτό ζήτημα, όπως το συναίσθημα της ντροπής, φαίνεται πως μπορεί να μπλοκάρει τη θεραπευτική πορεία, εάν δεν γίνει αντιληπτό και δεν αντιμετωπισθεί.