Skip to main content

Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας: Επενδύσεις 43,8 δισ. έως το 2030

Σε δημόσια διαβούλευση τίθεται το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που εγκρίθηκε σήμερα από το υπουργικό συμβούλιο και θα υποβληθεί μέχρι το τέλος του έτους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, αποτελεί το βασικό εργαλείο σχεδιασμού της εθνικής πολιτικής για την Ενέργεια και το Κλίμα για την επόμενη δεκαετία, λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και τους στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ.

Αποτελεί επίσης τον οδικό χάρτη που εξειδικεύει τις βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης στους δύο αυτούς τομείς (ενέργεια-κλίμα), από την ταχεία απολιγνιτοποίηση, έως την αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα και την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων στα δίκτυα διανομής φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, ως εργαλεία προώθησης των απαραίτητων επενδύσεων για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των εν λόγω δικτύων.

Ειδικότερα, μέσω του ΕΣΕΚ αναδεικνύονται οι προτεραιότητες σε θέματα ενέργειας και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και προβλέπεται ένας συγκεκριμένος οδικός χάρτης για την επίτευξη συγκριμένων ποσοτικών και ποιοτικών στόχων, σχετικά με τομείς όπως:  

  1. Κλιματική Αλλαγή και Εκπομπές Αερίων του Θερμοκηπίου
  2. Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
  3. Βελτίωση Ενεργειακής Απόδοσης
  4. Ασφάλεια Ενεργειακού Εφοδιασμού
  5. Αγορά Ενέργειας
  6. Έρευνα, Καινοτομία και Ανταγωνιστικότητα
  7. Αγροτικός Τομέας, Ναυτιλία, Τουρισμός.

Εκτιμάται ότι μόνο από την υλοποίηση των μέτρων και πολιτικών για τις ΑΠΕ και την ενεργειακή αναβάθμιση κτηρίων μπορούν να δημιουργηθούν και να διατηρηθούν πάνω από 60.000 θέσεις εργασίας έως το 2030. Το εισόδημα των εργαζομένων που σχετίζονται με τους κλάδους αυτούς υπολογίζεται ότι μπορεί να εμφανίσει δυνητική αύξηση 8,2 δισ. ευρώ και η εγχώρια προστιθέμενη αξία στους δύο αυτούς κλάδους να ενισχυθεί κατά 20,7 δισ. ευρώ. 

Η δε επίτευξη των στόχων σε όλους τους πυλώνες του ΕΣΕΚ θα κινητοποιήσουν, όπως υπολογίζεται, επενδύσεις, εκτιμώμενου ύψους 44 δισ. ευρώ για την επόμενη δεκαετία. Στο επίκεντρο της επενδυτικής δραστηριότητας αναμένεται να βρεθούν η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ, οι νέες υποδομές στα δίκτυα ηλεκτρισμού, τα μέτρα ενεργειακής απόδοσης και οι δράσεις ανακύκλωσης και κυκλικής οικονομίας.

To αναθεωρημένο ΕΣΕΚ:

– Θέτει υψηλότερο στόχο μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, για να γίνει δυνατή η μετάβαση σε μια οικονομία κλιματικής ουδετερότητας έως το έτος 2050

– Δρομολογεί τη δέσμευση για την απολιγνιτοποίηση του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, οδηγώντας σε ριζικό μετασχηματισμό τον ενεργειακό τομέα

– Αυξάνει τη διείσδυση των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας

– Ενισχύει τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης θέτοντας πιο φιλόδοξο στόχο εξοικονόμησης ενέργειας

– Εστιάζει στη λειτουργία απελευθερωμένων και ανταγωνιστικών εγχώριων ενεργειακών αγορών

– Ενισχύει τον περιφερειακό ενεργειακό ρόλο της χώρας και επιταχύνει την ολοκλήρωση των ενεργειακών υποδομών.

Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, οι βασικοί ποσοτικοί στόχοι πολιτικής έως το 2030 αποτελούν παράλληλα «ενδιάμεσους» στόχους για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050, όπου στόχος της κυβέρνησης είναι να υιοθετήσει τη δέσμευση για μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία σε επίπεδο ΕΕ.

Απολιγνιτοποίηση

Φιλόδοξο στόχο στο πλαίσιο του νέου σχεδιασμού αποτελεί το πρόγραμμα για την εμπροσθοβαρή απολιγνιτοποίηση της χώρας, με πλήρη «απόσυρση» του εν λόγω καυσίμου από το εγχώριο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής έως το 2028.

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων μέχρι τότε θα γίνει συντεταγμένα και υπεύθυνα. Απόλυτη προτεραιότητα είναι η μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή να γίνει με τρόπο δίκαιο για τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης.

Για τον λόγο αυτόν, υπό την αιγίδα διυπουργικής επιτροπής, θα εκπονηθεί και θα παρουσιαστεί στα μέσα του 2020 ένα ολοκληρωμένο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (Master Plan) που θα αποτελεί τον αναπτυξιακό οδικό χάρτη στην μετά τον λιγνίτη εποχή.

Αυτό θα περιλαμβάνει πλέγμα μέτρων και προβλέψεων που θα αφορούν, μεταξύ άλλων: επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα, νέες υποδομές, αξιοποίηση των τοπικών φυσικών πόρων, την στήριξη της αγροτικής παραγωγής και του τουρισμού, την μετεκπαίδευση των εργαζομένων, την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας και την δημιουργία νέων μέσω ενός ευέλικτου αναπτυξιακού μετασχηματισμού και της ανάπτυξης όλων των τομέων της παραγωγής.

Ήδη έχουν αναληφθεί οι απαραίτητες πρωτοβουλίες για να αποδοθεί στις ενεργειακές περιοχές το τέλος ανάπτυξης της ΔΕΗ, ένα ποσό κοντά στα 130 εκατομμύρια ευρώ που τους οφείλεται από το 2014, ενώ οι περιοχές αυτές θα συνεχίσουν να λαμβάνουν χρηματοδότηση από τα έσοδα πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέσω του Πράσινου Ταμείου.

Παράλληλα, στο πλαίσιο του νέου Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού για την περίοδο 2021-2027, θα διεκδικηθεί η αυξημένη εισροή κεφαλαίων από το νέο Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (Just Transition Fund), για να διασφαλιστεί ότι οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης θα πληρούν τα κριτήρια χρηματοδότησης, διαθέτοντας έργα σε προχωρημένο στάδιο ωρίμανσης. Σημαντικός προς αυτήν την κατεύθυνση θεωρείται και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, που φιλοδοξεί να μετατραπεί σε μια «Κλιματική Τράπεζα». Επιπλέον, κονδύλια από προγράμματα όπως το Horizon, το Connecting Europe Facility και το Invest EU θα υποστηρίξουν αυτήν την προσπάθεια.

Αυξημένη διείσδυση ΑΠΕ

Με το ΕΣΕΚ αναθεωρείται ο στόχος για συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας στο 35% έως το 2030, επίπεδο σχεδόν διπλάσια από τα σημερινό επίπεδο του 18%. Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, η σημαντικά υψηλότερη συμμετοχή ΑΠΕ συνδέεται με τη δέσμευση για οριστική απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων έως το 2028, απόφαση που δημιουργεί χώρο για επιπλέον εγκατάσταση μονάδων ΑΠΕ, ενώ ενισχύει τον ρόλο των μονάδων φυσικού αερίου που θα παρέχουν και την απαραίτητη ευελιξία στο σύστημα.

Η επίτευξη του κεντρικού στόχου για τις ΑΠΕ προϋποθέτει υπερδιπλασιασμό της εγκατεστημένης ισχύος του συνόλου των τεχνολογιών ΑΠΕ, εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών.

Ειδικά στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, οι ΑΠΕ θα αποτελούν τη βασική πηγή ήδη από τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, ξεπερνώντας ως μερίδιο το 65% της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής μέχρι το 2030, αξιοποιώντας με τον βέλτιστο οικονομικά τρόπο το υψηλό δυναμικό που διαθέτει χώρα, κυρίως για ειδικούς και φωτοβολταϊκούς σταθμούς. Όσον αφορά στα θαλάσσια αιολικά πάρκα, τίθεται ως ενδεικτικός στόχος το 2030 να λειτουργούν τέτοια πάρκα συνολικής εγκατεστημένης ισχύος της τάξης των 250 MW.

Επιπλέον στόχοι είναι το μερίδιο των ΑΠΕ για τις ανάγκες θέρμανσης και ψύξης να ξεπεράσει το 40% και στον τομέα των μεταφορών να προσεγγίσει το 19 %. Ποσοτικός στόχος τίθεται επίσης και για την προώθηση συστημάτων ΑΠΕ στα κτήρια και των συστημάτων διεσπαρμένης παραγωγής, μέσω αυτοπαραγωγής, ενεργειακού συμψηφισμού και ενεργειακών κοινοτήτων. Προβλέπεται συγκεκριμένα έως το 2030 η λειτουργία τέτοιων συστημάτων ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ εγκατεστημένης ισχύος 1 GW, ικανών να καλύψουν την μέση ηλεκτρική κατανάλωση τουλάχιστον 330.000 νοικοκυριών. Τέλος, επιδιώκεται να αξιολογηθούν μέσω πιλοτικών εγκαταστάσεων νέες εφαρμογές/τεχνολογίες για ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ (π.χ. κυματική ενέργεια) ή συνδυαστικές εγκαταστάσεις από ΑΠΕ π.χ. για παραγωγή υδρογόνου.

Για την επίτευξη των στόχων για τις ΑΠΕ, η συνολική αναμόρφωση του αδειοδοτικού πλαισίου και η επιτάχυνση των διαδικασιών αποτελεί επιτακτική ανάγκη ώστε να προσεγγίσει η Ελλάδα το ευρωπαϊκό benchmark (δύο χρόνια). Στο πλαίσιο αυτό, έχει συσταθεί ειδική Επιτροπή με αποστολή να απλοποιήσει την αδειοδοτική διαδικασία σε δυο στάδια:

  • 1ο στάδιο (Δεκέμβριος 2019): Απλοποίηση της διαδικασίας χορήγησης της Άδειας Παραγωγής και σύνταξη των απαιτούμενων νομοθετικών ρυθμίσεων.
  • 2ο στάδιο (Άνοιξη 2020): Απλοποίηση  των αδειοδοτικών διαδικασιών μετά την Άδεια Παραγωγής (περιβαλλοντικά, προσφορά σύνδεσης, άδεια εγκατάστασης, άδεια λειτουργίας και σύνταξη των απαιτούμενων νομοθετικών ρυθμίσεων).

Σε τεχνικό επίπεδο, κρίσιμη είναι η ανάπτυξη του θεσμικού πλαισίου για τις μονάδες αποθήκευσης και τη συμμετοχή τους στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, με έμφαση στην αντλησιοταμίευση, που είναι η πιο διαδεδομένη τεχνολογία διεθνώς για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλα μεγέθη.

Ενεργειακή απόδοση

Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης αποτελεί βασική οριζόντια προτεραιότητα για το ΥΠΕΝ, άξονας πάνω στον οποίο σχεδιάζονται όλες οι άλλες πολιτικές. Επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να υπάρξει συνδυασμός κανονιστικών παρεμβάσεων και χρηματοδοτικών εργαλείων, ώστε η τελική κατανάλωση ενέργειας το 2030 να περιοριστεί στα επίπεδα του 2017, με στόχο να επιτευχθεί βελτίωση ενεργειακής απόδοσης της τάξης του 38%.

Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, σχεδιάζονται ειδικά μέτρα για τον κτηριακό τομέα, τόσο για τα δημόσια κτήρια (πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ που αφορά στη χρηματοδότηση παρεμβάσεων ενεργειακής απόδοσης, με συμμετοχή Επιχειρήσεων Ενεργειακών Υπηρεσιών), όσο και για τα ιδιωτικά. Στο πλαίσιο αυτό έχει τεθεί ως στόχος η ανακαίνιση και αντικατάσταση του 12-15% του αποθέματος των κτηρίων κατοικίας με νέα, σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης έως το 2030. Επιδιώκεται κάθε χρόνο να αναβαθμίζονται ενεργειακά κατά μέσο όρο 60.000 κτήρια. Ο συγκεκριμένος στόχος θα συμβάλλει στη ριζική αναβάθμιση του κτηριακού αποθέματος, δίνοντας παράλληλα σημαντική ώθηση στον κατασκευαστικό κλάδο. Συνολικά η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτηριακού αποθέματος αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας κατά 8 δισ. ευρώ και στη δημιουργία και διατήρηση περισσότερων από 22.000 νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης.

Τέλος, η ίδρυση του Ταμείου Ενεργειακής Απόδοσης θα ενισχύσει σημαντικά την υλοποίηση μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς κατανάλωσης ενέργειας. Κι αυτό γιατί αναμένεται να διευκολύνει την πρόσβαση σε χρηματοδότηση των εμπλεκομένων μερών, να συμβάλλει στη βελτίωση του δείκτη κόστους αποτελέσματος των υλοποιούμενων προγραμμάτων και στην αποτελεσματικότερη αξιοποίηση ανεκμετάλλευτου δυναμικού εξοικονόμησης ενέργειας σε συγκεκριμένους κλάδους.

Ηλεκτροκίνηση

Προτεραιότητα αποτελεί η προώθηση της ηλεκτροκίνησης, που θα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ, ενώ θα προσφέρει και σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας μέσω της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης. Γι’ αυτό στο ΕΣΕΚ εντάσσεται και το Στρατηγικό Σχέδιο για την προώθηση της Ηλεκτροκίνησης, ενώ τίθεται ως ποσοτικός στόχος το μερίδιο των ηλεκτρικών επιβατικών οχημάτων στις νέες ταξινομήσεις κατά το 2030 να ανέρχεται στο 30%, με πρόβλεψη για ραγδαία ανάπτυξη του ποσοστού των ηλεκτροκίνητων ΙΧ μετά το 2027.

Ειδικότερα, η χάραξη της εθνικής πολιτικής προώθησης της ηλεκτροκίνησης κινείται σε πέντε άξονες:

  1. Tη διεύρυνση της «αγοραστικής βάσης» της ελληνικής αγοράς, μέσω της διαφοροποίησης της καταναλωτικής ταυτότητας (προφίλ).
  2. Tην αντικατάσταση παλαιότερων οχημάτων με «καθαρά» οχήματα υβριδικής και αμιγώς ηλεκτρικής τεχνολογίας.
  3. Tην αύξηση του υφιστάμενου 0,3% μεριδίου των ηλεκτροκίνητων οχημάτων στην ελληνική αγορά σε 6,6% επί των ταξινομήσεων εντός χρονικού διαστήματος πέντε ετών (2020-2024).
  4. Tην ανάπτυξη νέου «περιβάλλοντος χρήσης» τόσο από πλευράς υποδομών, όσο και παροχών (κινήτρων).
  5. Tην ενημέρωση του κοινού μέσω της προώθησης επικοινωνιακών προγραμμάτων.

Για να διευκολυνθεί η ομαλή μετάβαση προς την κινητικότητα μηδενικών εκπομπών, θα πρέπει, σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, να σχεδιαστεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα παροχής κινήτρων, αφενός οικονομικού χαρακτήρα (επιδότηση στην τιμή αγοράς, μείωση κόστους ταξινόμησης και χρήσης μέσω φορολογικών απαλλαγών, ειδική τιμολογιακή πολιτική στα προγράμματα ασφάλισης, μειωμένα διόδια, έκπτωση στην ακτοπλοΐα για το ηλεκτρικό όχημα κ.α.), αφετέρου σε αυτά που εμφανίζουν τη μορφή κινήτρων χρήσης (είσοδος και καθημερινή κυκλοφορία εντός των μεγάλων αστικών κέντρων, ελεύθερη στάθμευση στους δήμους που εφαρμόζεται ελεγχόμενη στάθμευση, υποστήριξη δημιουργίας δικτύων παροχής ενέργειας για την επαναφόρτιση των οχημάτων κλπ.). Τα κίνητρα αυτά διαφοροποιούνται και ανάλογα με το αν παρέχονται για ιδιωτικά οχήματα, ΤΑΧΙ ή κρατικά οχήματα.

Ενεργειακή ασφάλεια

Για την ενεργειακή ασφάλεια, οι βασικοί στόχοι του ΕΣΕΚ είναι η βέλτιστη αξιοποίηση και χρήση των εγχώριων ενεργειακών πηγών, κατά κύριο λόγο του αιολικού και ηλιακού δυναμικού, καθώς οι ΑΠΕ θα αναδειχθούν βαθμιαία ως ο νέος εθνικός ενεργειακός πόρος. Συμπληρωματικά, στο ευρύτερο πλαίσιο αξιοποίησης των εθνικών ενεργειακών πηγών εντάσσονται οι έρευνες για εξόρυξη και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Επιδιώκεται επίσης:

– Το αργότερο έως το 2030 να έχει αρθεί η ενεργειακή απομόνωση των νησιών και η συντριπτική πλειοψηφία αυτών να έχει διασυνδεθεί με το Ηπειρωτικό Σύστημα. Ο στόχος αυτός συνδέεται και με τον στόχο μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης (που κυμαίνεται σήμερα στο 75%), με δεδομένο τον κυρίαρχο ρόλο του εισαγόμενου πετρελαίου για την ηλεκτροπαραγωγή των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών.

– Να αυξηθεί η διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών και των προμηθευτών.

– Να αναδειχθεί η χώρα ως περιφερειακός ενεργειακός κόμβος, μέσω της ενίσχυσης των διασυνοριακών διασυνδέσεων (Ελλάδα-Βουλγαρία, Ελλάδα-Β. Μακεδονία κλπ), αλλά και των κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος έργων μεταφοράς/αποθήκευσης φυσικού αερίου (αγωγοί TAP, IGB, υπόγεια αποθήκη Καβάλας, FSRU Αλεξανδρούπολης).

Έρευνα-Καινοτομία-Ανταγωνιστικότητα

Η προώθηση της Έρευνας και Καινοτομίας θα εξακολουθήσει να αποτελεί προτεραιότητα και την περίοδο 2020-2030, ενισχύοντας σημαντικά τεχνολογίες που θα συμβάλλουν στην επίτευξη των ενεργειακών στόχων. Προς αυτή την κατεύθυνση, η ακαθάριστη εγχώρια δαπάνη για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη αναμένεται να διπλασιαστεί στη συγκεκριμένη περίοδο, με αποτέλεσμα να ανέλθει στο 0,13% του ΑΕΠ για το 2030 στον τομέα Ενέργεια-Περιβάλλον, έναντι 0,06% του ΑΕΠ που ήταν το 2017.

Σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα, ως προτεραιότητες αναδεικνύονται η βελτίωση της ενεργειακής έντασης και της έντασης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η μείωση του ενεργειακού κόστους και η αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας του ενεργειακού τομέα. Η αξιοποίηση εξειδικευμένου επιστημονικού και τεχνικού ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί επίσης κεντρική προτεραιότητα του ενεργειακού σχεδιασμού.

Κ. Χατζηδάκης: «Πράσινο» Εθνικό Σχέδιο

Σύμφωνα με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστή Χατζηδάκη, είναι ένα κείμενο που εκφράζει συνολικά τη φιλοσοφία της κυβέρνησης, τη δέσμευση να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα, ώστε η Ελλάδα όχι μόνο να μην υστερεί στις πολιτικές για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και την προστασία του μέλλοντος των παιδιών μας, αλλά να βρεθεί στην πρωτοπορία αυτής της πολιτικής».

Όπως εξήγησε, το εν λόγω «πράσινο» σχέδιο φιλοδοξεί να ενσωματώσει στον εθνικό σχεδιασμό τον στόχο της Συμφωνίας των Παρισίων για περιορισμό της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου (σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή). «Προς αυτή την κατεύθυνση, κινούμαστε με γνώμονα τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ (SDGs) Και, παράλληλα, υιοθετούμε το μακροπρόθεσμο στρατηγικό όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία μέχρι το έτος 2050» σημείωσε.

Αναφερόμενος στη δέσμευση για πλήρη απολιγνιτοποίηση της χώρας μέχρι το 2028, που ανακοινώθηκε από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ, ο ΥΠΕΝ επισήμανε ότι η μετάβαση αυτή οφείλει να είναι δίκαιη για τις περιοχές που επηρεάζονται. «Γι’ αυτό και στα μέσα του 2020 στοχεύουμε να παρουσιάσουμε ένα ολοκληρωμένο Σχέδιο Δίκαιης Μετάβασης (Master Plan) που θα αποτελεί τον αναπτυξιακό οδικό χάρτη στη μετά-λιγνίτη εποχή. Αυτό θα περιλαμβάνει ένα πλέγμα μέτρων και προβλέψεων που θα αφορούν, μεταξύ άλλων: επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα, νέες υποδομές, αξιοποίηση των τοπικών φυσικών πόρων, τη στήριξη της αγροτικής παραγωγής και του τουρισμού, τη μετεκπαίδευση των εργαζομένων, την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας και τη δημιουργία νέων μέσω ενός ευέλικτου αναπτυξιακού μετασχηματισμού και της ανάπτυξης όλων των τομέων της παραγωγής. Θα συσταθεί διυπουργική επιτροπή και θα οριστεί ένας συντονιστής υψηλού επιπέδου, ο οποίος θα συντονίζει τις δράσεις» είπε.

Κατά τον κ. Χατζηδάκη, ο δεύτερος πυλώνας κλιματικής πολιτικής – μετά τον μετριασμό εκπομπών – είναι η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. «Τα απαιτούμενα μέτρα προσαρμογής περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων. Μιλάω, ενδεικτικά, για παρεμβάσεις που στοχεύουν στη διατήρηση της βιοποικιλότητας, τη διαχείριση δασών και υδάτων, την προσαρμογή των προδιαγραφών κατασκευής κτιρίων και υποδομών σε πιθανές μελλοντικές κλιματικές συνθήκες και την προστασία παράκτιων πόλεων από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Στόχος μας είναι, ιδιαίτερα με την αξιοποίηση του ευρωπαϊκού έργου LIFE-IP AdaptInGR – Boosting the implementation of adaptation policy across Greece, να εφαρμόσουμε μια ολοκληρωμένη πολιτική προσαρμογής, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιφέρειας.

Επιπλέον, στο σχέδιό μας ενσωματώνουμε τις αρχές της βιώσιμης κινητικότητας, για να μειώσουμε τις εκπομπές ρύπων και να συμβάλλουμε στη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών, ιδιαίτερα στις πόλεις. Θέλουμε να βοηθήσουμε τις αστικές περιοχές να περάσουν σε νέα εποχή, με σύγχρονα κοινόχρηστα μεταφορικά μέσα, με άνετο περπάτημα και εκτεταμένη χρήση ποδηλάτου» ανέφερε ο υπουργός.

Ο ίδιος σημείωσε πως και ο τομέας της διαχείρισης αποβλήτων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του εθνικού σχεδιασμού για την ενέργεια και το κλίμα. «Το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) και τα αντίστοιχα Περιφερειακά Σχέδια Αποβλήτων (ΠΕΣΔΑ) είναι υπό αναθεώρηση, με στόχο να μπει τέλος στις εικόνες ντροπής και να καλύψουμε το χαμένο έδαφος σε τομείς όπως η ανακύκλωση» τόνισε, συμπληρώνοντας πως η ενίσχυση της κυκλικής οικονομίας – με την επαναχρησιμοποίηση υλικών – και η καταπολέμηση της πλαστικής ρύπανσης είναι προτεραιότητες, «γι’ αυτό προχωράμε στην άμεση εφαρμογή της σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας για απαγόρευση πλαστικών μιας χρήσης με μια ειδική ομάδα έργου που έχουμε δημιουργήσει στο υπουργείο».